29.3.12

ΝΩΝΤΑ ΤΣΙΓΚΑ: Έρχονται πίσω των σπιτιών οι πεθαμένοι (1)

ΒΙΒΛΙΟΚΡΙΤΙΚΗ

Στάθη Κοψαχείλη: Παραμιλητά
εκδόσεις Θερμαϊκός, 2011


Είμαστε πάλι όπως παλιά.
Και η βροχή
αντικαθιστά τον απόντα.

Γιάννης Βαρβέρης Βαθέος γήρατος



Πρωτοδιάβασα διηγήματα του Στάθη Κοψαχείλη στα 1990, όταν ο αξέχαστος κοινός μας φίλος Γιώργος Γκολομπίας μου χάρισε τα περισσότερα από τα τεύχη τού πολύ συγκροτημένου και αξιολογότατου λογοτεχνικού περιοδικού «Το Παραμιλητό». Ισχυρή συγκίνηση μου προκάλεσαν και εντύπωση μου είχαν κάμει τα ευάριθμα διηγήματα του συγγραφέα που είχαν δημοσιευθεί εκεί (μόλις έξι τον αριθμόν) κι έκτοτε τα αναθυμόμουν συχνά για το λιτό τους ύφος, την καθαρότητά τους, για μια διαύγεια ανάσας και βλέμματος και την συναισθηματική υγεία -με ισορροπημένους τους τόνους της θλίψης, της νοσταλγίας και του πένθους- που ανάδιναν μαζί με την απείραχτη αθωότητά τους. Δεν είχα κάνει λάθος, δεν υπερέβαλα στην εκτίμηση, δεν είχα ζαβωθεί από τη μεροληψία της φιλότητος που τα πρόσεξα και τα ξεχώριζα. Άξιζαν πραγματικά! Συνεπικουρούσε στην άποψη και η πολύ θετική γνώμη του αυστηρού -πάντοτε!- στις κρίσεις Γιώργου Γκολομπία, που θλίβονταν «γιατί τον Στάθη Κοψαχείλη τον πήρε με το μέρος της η ιατρική και όχι η λογοτεχνία»...

Με καθυστέρηση δέκα σχεδόν χρόνων -το έτος 2000- η Mάρη Θεοδοσοπούλου, γράφοντας την κριτική της στο «Βήμα» για το βιβλίο του Θανάση Τριαρίδη «Ο άνεμος σφυρίζει στην Κουπέλα», μνημόνευσε: Το 1988 ξεκίνησε «Το Παραμιλητό», στο οποίο, μεταξύ άλλων πρωτοεμφανιζομένων, ο Στάθης Κοψαχείλης δημοσίευσε διηγήματα μαγικού ρεαλισμού, που ακόμη δεν εκδόθηκαν σε βιβλίο (2).

Μέστωσαν όμως οι καιροί και σύναξαν τα ρόδια τους σε κάνιστρο φθινοπωρινό εικοσιτρία χρόνια μετά. Τη συλλογή 16 διηγημάτων του Στάθη Κοψαχείλη με τον τίτλο «Παραμιλητά» -ως ευθεία τιμητική αναφορά στο περιοδικό- κρατούμε πια στα χέρια μας. Από τα δεκάξι διηγήματα, τα έξι [Νύχτα με χιόνι (τεύχος 1), Φθινόπωρο (τχ 2), Γυαλιά πρεσβυωπίας (τχ 5), Ο ίσκιος (τχ 6), Η ρουφήχτρα (τχ 12), Ο λύκος (τχ 15)] είχαν ήδη δημοσιευθεί στο «Παραμιλητό» ενώ τα υπόλοιπα, ενώ δεν αποτελούν κατοπινότερη συγκομιδή και είχαν ήδη γραφεί κατά την ίδια περίπου χρονική περίοδο , απλώς ξανακοιτάχτηκαν από τον συγγραφέα σχετικά πρόσφατα και βλέπουν για πρώτη φορά τη δημοσιότητα.

 Στο διάστημα των δώδεκα σχεδόν χρόνων, από το 2000 που δημοσιεύεται η κριτική της Μ.Θ., ο Θ. Τριαρίδης –μετά το «Ο άνεμος σφυρίζει στην Κουπέλα» και μετά το «Το Τρυφερό μαχαίρι του Πέτρο Μπόλλε»- έπαψε να γράφει στο ύφος και τη ρότα του μαγικού ρεαλισμού (3) (ελπίζουμε πως δεν θα ’ναι αυτή και η οριστική στάση του πληθωρικού και καθ’ όλα άξιου συγγραφέα). Η Ζυράννα Ζατέλη μέχρι σήμερα συνεχίζει με συνέπεια και θαυμαστή αξιοπρέπεια, σαν τη δίδυμη ελληνίδα αδελφή του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, δίνοντας το ρυθμό, ορίζοντας τις σταθερές στο είδος. Ο λίαν ποιοτικός -και αενάως πενθών [όμως όπου «πένθος» σημείωνε ανεξάντλητη αναστάσιμη μνημοσύνη…]- Ηλίας Παπαμόσχος εξέδωσε και την τέταρτη συλλογή διηγημάτων του ως «παραλλαγές σε ένα θέμα» κατά την Μάρη Θεοδοσοπουλου (4).

Ο θρηνητικός ποιητής Χρήστος Μπράβος, ισόβιος διαμεσολαβητής κι αυτός του κόσμου των ζωντανών μ’ εκείνον των πεθαμένων, έφυγε νωρίς. Το ίδιο νωρίς -πρόσφατα- μας αποχαιρέτησε κι ο ποιητής Γιάννης Βαρβέρης με την παραδοξολόγο, ειρωνική, πεισιθανάτια γραφή. Ο Γιώργος Γκολομπίας με πολύ μικρή σοδειά στη διηγηματογραφία, δεμένος στο τορό της τεχνοτροπίας αυτής -ή μήπως ιδεολογίας;-, δεν χάρηκε όσο ζούσε να δει συγκεντρωμένα τα μικρά του διαμάντια σε βιβλίο. (Ας μου συγχωρεθεί εδώ η αυθαίρετη βραχεία λίστα και το ανακάτωμα ποιητών και πεζογράφων στην προσπάθεια να καταδείξω συγκαιρινούς εκπροσώπους του μαγικού ρεαλισμού ή απλές συγγένειες στη γραφή. Και βέβαια υπάρχουν κι άλλοι, και βέβαια η λίστα είναι πλουσιότερη!).

 Ο Στάθης Κοψαχείλης, ωσεί «μνημοσύνου χάριν» των τριών τελευταίων και «επί τα ίχνη», αλλά ίσως και επειδή το όφειλε στις δικές του μνήμες και τις εσωτερικές φωνές, μας χάρισε φέτος αυτή τη συλλογή. Κι έδειξε πως η ιατρική εντριβή τού άφησε μικρές χαραμάδες σοβαρής κι εναργούς ενασχόλησης και με τη διηγηματογραφία.

 Μια κωμόπολη στις υπώρειες του Ολύμπου είναι το Λιτόχωρο, η γενέτειρα. Σημαδεμένο από λαμπρή μυθολογία (ακόμα ηχεί το βήμα των θεών, το ξεδιάντροπο σουραύλι του Πανός, ο χορός των νυμφών στις πηγές), από ιστορία επαναστάσεων και κύκλους αίματος, σφύζει γέμουσα από λαϊκούς θρύλους και παραδόσεις. Κι από κοντά τα βιώματα σαν έχεις ζήσει παιδί εκεί, σαν έχεις ζυμωθεί με όσα καταφέρνουν να σ’ αρπάξουν και να σε φέρουν έξω από τον πραγματικό και ορατό κόσμο.

 Νεράιδες και στοιχειά, άγιοι πένητες, αλλοφρονισμένοι ζωντανοί από τις δίνες του ανθρώπινου βίου. Κι άλλοι που κράτησαν το βάσανο εντός τους και μόνον πεθαμένοι το εξομολογούνται, άλλοι που το έλαβαν δια παντός μαζί τους -προς τα κει όπου η αξιοπρέπεια σμίγει με την τρέλα- άνθρωποι με τους φόβους του θανάτου, αλαφροΐσκιωτοι, στιγματισμένοι από χρόνιες αρρώστιες- ανίατες. Κι ανάμεσά τους τα ζώα -οικόσιτα κι αγρίμια- πορεύονται αντάμα, σχεδόν του ίδιου ύψους οντότητες και δίνουν φορές χαρακτήρα τραγικό στα διηγήματα του Σ.Κ..

 Αλλεπάλληλοι θάνατοι ανθρώπων και ζώων για να κυλήσει ο μύθος. Και όνειρα ή εφιάλτες, οδυνηρές ή γλυκές ανατροπές της πραγματικότητας. Χωρίς να λείπουν τα ευτράπελα διόλου. Παρελαύνουν όλα τούτα μέσα από τα διηγήματα κι ενώνουν τον κόσμο αυτόν με τον άλλον, τον σκοτεινό, μέσα στο αρχετυπικό αξιακό πλαίσιο. Μια πόρτα ανοιχτή αφήνει να περνά ο αέρας από τον κάτω κόσμο. Φυσάει στις κάμαρες, σβήνουν τα κεριά των ζωντανών, βυθίζονται εκείνοι στο σαράκι ή το βάλσαμο της μνήμης. Μια πόρτα ανοίγει και βρίσκεσαι «ενώπιος ενωπίω» με την μοίρα σου. Τα στοιχεία της φύσης συμπορεύονται. Κόλλυβα για τα πεθαμένα ή τσακιστές ελιές. Μνήμη όλων των ζωντανών και των αποθαμένων του σπιτιού (ανθρώπων και ζώων).

 Σχεδόν βιωματική γραφή που, όμως, ξεπερνάει το προσωπικό. «Ο παππούς μου», «ο προπάππος μου» , «ο πατέρας» , «η μητέρα»… Δεν είναι πάντοτε απαραίτητα δηλωτικά συγγένειας προς συγγραφέα. Κάποτε αποτελούν απλώς καταγραφές αφηγήσεων με τον αφηγητή σε πρώτο πρόσωπο. Το πρώτο πρόσωπο μάλιστα συχνά τίθεται εν αμφιβόλω ως προς την σύμπτωσή του με τον συγγραφέα. Ο Αποστόλης Βαρθαλαμής, η Ματσάγγος, ο Αλή Τσαούσης, ο Χρήστος Τσούφκας, ο ασεβής λοτόμος Στέργιος Μπάτας. Ίσως άνθρωποι του χωριού. Τύποι γραφικοί και θρυλικά πρόσωπα. Όλα έχουν αφεθεί πια να πέσουν μέσα στο μύθο. Κι ο φόβος του θανάτου, το μαράζι της ζωής, με συνέπεια παντού δίνουν το «παρών»...

Δίχως να το καταλάβει, σκέπασε με τις παλάμες το πρόσωπο και το ακούμπησε πάνω στα γόνατα. Παράξενα σχήματα και μορφές άρχισαν να περνούν μπροστά του. Έβλεπε τον εαυτό του ξαπλωμένο ανάσκελα στον πάτο του ποταμού, μέσα στη λούνη. Αρχαία μαυροπράσινα νερά ξεκινούσαν απ’ τα γαργάρια και κυλούσαν αιώνες πάνω του. Βδέλλες ρουφούσαν τις φλέβες του και οι καραβίδες πασπάτευαν τα μάτια του. Στα μαλλιά του φύτρωναν νερομολόχες και βρύα. Κι αυτός να τα αισθάνεται όλα αυτά, ανήμπορος να κουνήσει τα χέρια του, γιατί ήταν πεθαμένος.

 Η στενεμένη ηθική, μια τάξη των πραγμάτων στέρεα και δίκαιη, αρχέγονη, σχεδόν αιώνια στον περίκλειστο κοινωνικό κύκλο του χωριού. Ο παππούς που αποθαρρύνεται από το σακάτικο χέρι του νεογέννητου παιδιού του που έρχεται στον κόσμο δίχως δάχτυλα. Κι ο σπαρακτικός παρηγορητικός λόγος της μαίας-γερόντισσας. Ο ίδιος «παππούς» (;) που θάβει το κομμένο του χέρι στο δάσος. Η αλαφροΐσκιωτη επιληπτική κόρη που στιγματίζεται από την αρρώστια της κι αυτοκτονεί. Ο μάταιος αγώνας να κρατηθεί στη ζωή το «πεθαμένο» συνονόματο αδέρφι του συγγραφέα. Κι ο τραγικός θάνατος ενός μωρού που το θανατώνουν κάργιες μέσα στην κούνια στο «Η Ματσάγγος».

 Η εισαγωγή στο σκηνικό όλων των διηγημάτων γίνεται συστηματικά και με κινηματογραφικό τρόπο. Στην περιγραφή λαβαίνουν υπόσταση η νύχτα, το χιόνι, ο αέρας, η βροχή, τα ατέρμονα μουρμουρητά των νερών του Ενιπέα, η βουή των ρεμάτων και των ελάτων που λυγίζουν από τον δυνατό αέρα που παίρνει τον κατήφορο. Σκυλιά που αλυχτούνε στη νύχτα, το χρεμέτισμα των αλόγων, το μουγκανητό στο στάβλο και τα βελάσματα από το μαντρί, κελάηδισμα πουλιών στο ρέμα και τις φυλλωσιές, κρωξίματα κοράκων στο γκρεμό. Οπτασία του κοκκινολαίμη και παραίσθηση του λωτού που ωριμάζει στο ξύλινο ταβάνι κρεμασμένος …ένα παιδί που πέθανε. Κρύο του χειμώνα, κάμα του καλοκαιριού. Δουλειά και ίδρωτο, μόχθος κι ανταμοιβή ένα τσίπουρο, ένα τσιγάρο σέρτικο, ένας γλυκός λόγος, ένα παιδί υψωμένο από τις μασχάλες. Οσμές από φωτιές στην αυλή, από σπιτικό φαγί. Ανεξίτηλα φανερώνονται…

 Όπως στη «Θυσία» του Αντρέι Ταρκόφσκι το φύτεμα ενός δέντρου μπροστά στην ακτή εδώ λαβαίνει χώρα το μπόλιασμα μιας αγριελιάς στ’ αμπέλι με τον πατέρα στα «Γυαλιά πρεσβυωπίας».
Θάνατοι ζώων αλλεπάλληλοι. Ένα άλογο πεθαίνει υποτακτικό μέχρι την στερνή του ώρα («με το καπίστρι» ) στο «Νύχτα με χιόνι». Σκληρός αποχωρισμός της αγαπημένης φοράδας του παππού που χάνεται αβοήθητη στα βαλτόνερα («Η ρουφήχτρα») και «φανέρωσις» της Ευγενίας, της επιληπτικής που πνίγηκε στο βαρέλι της νεροτριβής. Η κατσίκα -στο ομώνυμο διήγημα- που βρίσκει τραγικό θάνατο από τα «μπουρνίσματα» (5) μιας μαύρης γίδας. Συνδυασμένο με την αμαρτία και το κολαστήριο μιας τοιχογραφίας στο «γυναικώνα» της εκκλησιάς της Αγια- Μαρίνας. Ένας λύκος (στο διήγημα «Ο Λύκος») που εξημερώνεται από μωρό και φυλάγει πρόβατα, βρίσκει τέλος φρικτό χάρη στην ανίατη προκατάληψη των ανθρώπων.

 Η πεθαμένη -εδώ και τέσσερα χρόνια- μάνα («Η μάνα στο όνειρο») εμφανίζεται κρατώντας μια οικογενειακή φωτογραφία. Και πάλι ο κοκκινολαίμης στην απαλάμη. Κορυφαία διηγήματα τα «Γυαλιά πρεσβυωπίας», «Το Πεθαμένο», «Η μάνα στο όνειρο» και «Ο Λύκος». Δεν λείπουν τα ευτράπελα που ισοζυγιάζουν τα βάρη και ελαφραίνουν το φορτίο. Στο «Η αλεπού κάνει το σκύλο» και στο «Η νερόκοτα» αφυπνίζεται για τα καλά το …Σκαμπαρδώνειον σκώμμα και αποκαλύπτονται δημιουργικές επήρειες. Κι ένας άγιος Μοναχός («ο Άγιος Διονύσιος») τιμωρεί τον ασεβή λοτόμο Στέργιο Μπάτα που δεν σεβάστηκε τα ελάτια γύρω από το μοναστήρι, αφήνοντάς τον να κάνει το μοιραίο λάθος…

 Στο τέλος του βιβλίου παρατίθεται εύχρηστο και κατατοπιστικό γλωσσάρι για την ερμηνευτική συνδρομή του αναγνώστη απέναντι στο Λιτοχωρίτικο ιδίωμα.
 Το διήγημα «Ο ίσκιος» στη συλλογή του Στάθη Κοψαχείλη, όπως και «Ο Μυς της καρδιάς» στην ομώνυμη συλλογή διηγημάτων του Ηλία Παπαμόσχου που κυκλοφόρησε πρόσφατα, είναι αφιερωμένα στη μνήμη του αξέχαστου Γιώργου Γκολομπία, κοινού φίλου των συγγραφέων και του γράφοντος.


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ-ΑΝΑΦΟΡΕΣ

(1) Στίχος του Χρήστου Μπράβου από το ποίημα Πρώτη βροχή ή αντιπερισπασμός στη συλλογή «Με των αλόγων τα φαντάσματα».
(2) «Μαγική Κουπέλα», Δημοσιεύτηκε στο ένθετο Βιβλία, στο «Βήμα της Κυριακής», στις 27-2-2000.
(3) Μαγικός ρεαλισμός «Αποτελεί μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα αφηγηματική τεχνική, η οποία αναιρεί με μοναδικό τρόπο τα σύνορα μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας και χαρακτηρίζεται από μια ισότιμη αποδοχή του καθημερινού και του απίθανου, του συνηθισμένου και του εκπληκτικού. Ο μαγικός ρεαλισμός αναμιγνύει το λυρικό, το μυθικό και φανταστικό με την κατά βάθος διερεύνηση της ανθρώπινης ύπαρξης και την έντονη κοινωνική κριτική» (από το διαδίκτυο). Ωστόσο, ο Θ. Τριαρίδης διαφωνεί -σχεδόν μαχητικά- με τη χρήση του όρου: [...] Τα πράγματα οδηγήθηκαν στην εύκαιρη απλούστευση όταν οι ευρωπαίοι (κατά το πλείστον) εκδότες και κριτικοί αποφάσισαν να ονομάσουν ειδολογικά αυτό που έκανε ο Μάρκες στα Εκατό χρόνια μοναξιάς και να το αντικρίσουν και στα υπόλοιπα λατινοαμερικάνικα μυθιστορήματά του καιρού του: ο όρος «μαγικός ρεαλισμός» είναι μια από τις πιο εύηχες φενάκες της λογοτεχνικής κριτικής των τελευταίων δεκαετιών – έτσι ονόμασαν και ονομάζουν οι περισσότεροι ευρωπαίοι κριτικοί και βιβλιόφιλοι μια ολάκερη φουρνιά λατινοαμερικάνων συγγραφέων που ξεκινούσαν από τον Αλέχο Καρπιεντιέρ, τον Χούλιο Κορτάσαρ, τον Κάρλος Φουέντες και τον Βάργκας Γιόσα, φυσικά τον Μάρκες και όλους τους νεώτερους. (Περισσότερα εδώ).
(4) Μ. Θεοδοσοπούλου, «Παραλλαγές σε ένα θέμα». Βιβλιοθήκη της σαββατιάτικης Ελευθεροτυπίας 17/12/2011.
(5) Ας μου συγχωρεθεί η λέξη από το …βογατσιώτικο ιδίωμα (της δικής μου γενέτειρας). Δεν κατάφερα να βρω άλλην. Σημαίνει χτυπώ δυνατά με τα κέρατα σε στιγμή μάχης (κατά τη σύγκρουση κερασφόρων ζώων).
Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 19 Ιανουαρίου 2012, αρ. φύλλου 625

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ