18.3.12

ΣΟΦΙΑΣ ΚΑΜΠΟΥΡΗ-ΓΚΙΤΣΟΥ: Το κούρεμα

Ένα παραμυθοτράγουδο

Μια φορά κι έναν καιρό, ένας μακρυμάλλης νιος το μαλλί μεγάλωνε και την κόμμη έτρεφε.
Με τη μάνα μάλωνε, το μαλλί καμάααρωνε!
-Πάνε γιε μου στο κουρείο, τα μαλλάκια να κουρέψεις!
Βρε κουρέψου, βρε κουρέψου, ομορφόπαιδο να γίνεις!
Βρε καλό μου, βρε χρυσό μου, τι τα θες τα μακρομάλλια; Σκέτο πρόβατο έχεις γίνει κι ούτε χτένι μέσα μπαίνει.
Βρε κουρέψου, βρε κουρέψου, τα ματάκια σου να δούμε!
-Μακριά μαλλιά και λίγη γνώση! πεταγόταν ο παππούς.
Λέει μια μέρα η γιαγιά του: -Αν σε ξαναδώ μαλλιάρη, εγώ τρέχω ν' αγοράσω μία στέκα απ' το παζάρι, να τη βάλεις στο κεφάλι, να αναδειχτούν τα κάλλη!
Κι ο μπαμπάς απ' το κακό του, κόντεψε κι αυτός να σκάσει!
Στο κουρέα αμέσως τρέχει, ψου, ψου, ψου του ψιθυρίζει...
Κάποτε ... να σου ο νιος, περνά έξω απ' το κουρείο!
-Ω! Καλώς το μακρυμάλλη, ο κουρέας του φωνάζει:
Τέτοιο όμορφο κεφάλι ,έχω χρόνια να χτενίσω Έλα κάτσε να τα πούμε, κάτσε λίγο να σε δούμε!
Κάθεται κι ο μακρυμάλλης κι ο κουρέας τον χτενίζει...
Τον χτενίζει, τον σκαλίζει, με ψαλίδι ψαλιδίζει.
Χρατς του δίνει μια από πίσω, πάει η κόμμη η μεγάλη
- Αχ, κουρέα, αχ, κουρέα τι είναι αυτό, που πας να κάνεις!
Βρε κουρέα, βρε κουρέα, γιατί θες να με πικράνεις, ψαλιδιά να μου πατήσεις, πώς σου ήρθε στο κεφάλι; -Χούκου, μούκου ο κουρέας, τι να βρει να απαντήσει; Το αδιόρθωτο κακό, πώς να δικαιολογήσει; Να του πει πως ο πατέρας , εντολή του είχε αφήσει; Χούκου, μούκου, ο κουρέας και τη γλώσσα του κατάπιε!
Στάσου, να σου τα ισιάξω, μπρος και πίσω να τα «πάρω» Ήρθε κι έγινε, που λέτε ομορφόπαιδο, λεβέντης!
Έπρεψε το πρόσωπό του, έγινε σωστό αντράκι.
-Άμα ξαναδείς εμένα, στο κουρείο να πατήσω...
να μου σπάσει το ποδάρι και να μου τρυπήσει η μύτη!
Κλείστηκε στο σπίτι μέσα, ούτε τρώει, ούτε πίνει, έπεσε σε μαύρο πένθος, έπαθε μελαγχολία!
Ποιος τολμά να του μιλήσει; Ούτε μάνα, ούτε πατέρας!
Πέρασαν μέρες και μήνες και μεγάλη στενοχώρια έπεσε στο σπιτικό τους, για το κούρεμα της κόμμης!
Απ΄ το σπίτι του δε βγήκε παρά μόνο, όταν πάλι ξαναμάκρυνε εκ νέου το μαλλί του στο κεφάλι!
Ο καιρός λοιπόν περνούσε και κανείς δεν του ξανάπε, πήγαινε εις το κουρείο, τη μαλλούρα σου να κόψεις!
Δείχναν πλήρη αδιαφορία, «βράζαν» εσωτερικά...
_Ψυχραιμία! Ψυχραιμία, βρε παιδιά!!!
Και μια μέρα ξαφνικά, βλέπουν το παιδί μπροστά τους κουρεμένο, χτενισμένο, όχι αναμαλλιασμένο!
Και δεν πίστευαν στα μάτια και δεν πίστευαν στ' αυτιά!
-Όταν μου φωνάζατ' όλοι, άι κουρέψου, μακρυμάλλη από αντίδραση εγώ, αρνιόμουν, να συμμορφωθώ.
Τώρα πήγα στον κουρέα μόνος μου, να κουρευτώ!.
Ζήσαν έτσι κουρεμένοι, αλλά και αγαπημένοι.
Οι υπόλοιποι, εμείς, εκεί που ΄φτασε η χώρα, περιμένουμε την ώρα, στη σειρά να «κουρευτούμε», για να νοικοκυρευτούμε και δεν ξέρω, αν θα σωθούμε και αν μπορέσουμε ποτέ με το «κούρεμα» αυτό, απ' το χρέος το φρικτό, κάααποτε να απαλλαγούμε, το άχθος να ξεφορτωθούμε μήπως και ξεχρεωθούμε!


Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 2 Φεβρουαρίου 2012, αρ. φύλλου 627

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ