25.3.12

ΘΡΑΣΥΒΟΥΛΟΥ ΟΡ. ΠΑΠΑΣΤΡΑΤΗ: Οι κοινωνικοί εταίροι και η κοινωνική αναλγησία

Το ζήτημα της μείωσης του μισθολογικού κόστους

ΟΔΟΣ 625 | 19 Ιανουαρίου 2012
Το τελευταίο διάστημα ανέκυψε αιφνιδίως το ζήτημα της κατάργησης του 13ου και 14ου μισθού των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα. Οι εισηγητές αυτής της κατάργησης επικαλούνται -προσχηματικά κατά την κρίση του γράφοντος- τη μείωση του μισθολογικού κόστους των επιχειρήσεων και της αύξησης της ανταγωνιστικότητας της χώρας.

Κατ’ αρχήν είναι σαφές πως το πρόβλημα του δημοσίου χρέους αλλά και του ελλείμματος της χώρας δεν το προκάλεσε ο ιδιωτικός τομέας. Απεναντίας, ο τελευταίος υπόκειται την τελευταία διετία το «στραγγαλισμό» της δημευτικής φορολογίας και βεβαίως αντανακλούν πάνω του οι συνέπειες της ύφεσης: δεκάδες χιλιάδες μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις υποχρεώθηκαν να διακόψουν τη λειτουργία τους και πολύ περισσότερες ακόμη ετοιμάζονται να κλείσουν το επόμενο διάστημα.

Έπειτα, αποτελεί μύθο, που τεχνηέντως προπαγανδίζεται από την κυβέρνηση και τα φιλικά σε αυτήν ΜΜΕ, ότι το καθαρό μισθολογικό κόστος αποτελεί το κύριο τμήμα εξόδων μιας επιχείρησης και ότι η τυχόν μείωση του θα συντελέσει τα μέγιστα στην ανταγωνιστικότητα τους.

Χωρίς να αμφισβητείται βεβαίως το αυτονόητο, ότι εάν μια επιχείρηση πληρώνει λιγότερο τους εργαζόμενους της, θα έχει εξ αυτού προφανώς περισσότερα κέρδη, δεν είναι αυτό το κύριο πρόβλημα εξ αιτίας του οποίου οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις κλείνουν. Δεν είναι επίσης σαφές γιατί η χώρα θα ανακάμψει, απλώς και μόνον επειδή θα έχει χαμηλά αμειβόμενους εργαζόμενους: αν ήταν έτσι, τότε η Βουλγαρία, που οι μισθοί των εργαζομένων αγγίζουν πράγματι τα όρια της πείνας, θα έπρεπε να είναι μια από τις ισχυρότερες οικονομίες της Ευρώπης. Αλλά δεν είναι.


Περεταίρω, δεν είναι σαφές σε τι θα ωφελήσει μια τέτοια μείωση τους πολίτες αυτής της χώρας. Κάποιοι επικαλούνται την αύξηση των θέσεων εργασίας, πράγμα που διόλου δεν προκύπτει ως βέβαιο: απλώς οι υπάρχουσες επιχειρήσεις θα εξακολουθούν να λειτουργούν με τους ίδιους ή και λιγότερους εργαζόμενους, που θα αμείβονται χαμηλά και θα πένονται, ενώ αυτές θα αυξάνουν τα κέρδη τους. Άλλωστε, αν η αύξηση θέσεων εργασίας είχε λειτουργήσει προς όφελος του Βουλγαρικού λαού, τότε δε θα είχε κατακλυστεί η χώρα μας, αλλά και οι υπόλοιπες χώρες του ευρωπαϊκού νότου, από Βούλγαρους, που αγεληδόν αναζητούν δουλειά.

Επιπλέον, ο ξένος εκείνος επιχειρηματίας ή και ο ημεδαπός ενδεχομένως -αν υπάρχουν ακόμη τέτοιοι- ο οποίος θα αποφάσιζε να επενδύσει με κύριο γνώμονα το χαμηλό εργατικό κόστος, για ποιο λόγο θα το έκανε αυτό στη χώρα μας, μετά την κατάργηση του 13ου και 14ου μισθού, όταν στις γειτονικές Βαλκανικές χώρες οι μισθοί θα εξακολουθούσαν να είναι χαμηλότεροι; Για ποιο λόγο θα επένδυε αυτός ο επιχειρηματίας στην Ελλάδα; Θα το έπραττε, όντας πανευτυχής από την εύρυθμη λειτουργία του κράτους ή επειδή θα ήταν γοητευμένος από τους ελλαδίτες πολιτικούς, που το διοικούν και το καταστρέφουν; Για ποιο λόγο θα επέλεγε αυτός ο επιχειρηματίας την Ελλάδα και δεν θα προτιμούσε τη Βουλγαρία; Εκτός και αν έχει γίνει ξεκάθαρο – αλλά άπαντες διστάζουν να το ομολογήσουν – ότι οδεύουμε με ταχύτητα σε έτι περεταίρω μειώσεις, ώστε να αποκτήσουμε μισθούς χαμηλότερους από τη Βουλγαρία.

Εκείνες βεβαίως που πράγματι θα ωφεληθούν από τη μείωση του μισθολογικού κόστους θα είναι οι μεγάλες πολυεθνικές επιχειρήσεις και δή αυτές του τριτογενούς τομέα και της παροχής υπηρεσιών, η λειτουργία των οποίων εκ των πραγμάτων θα γίνεται στη χώρα μας: ξένες τράπεζες, ασφαλιστικές εταιρείες και αλυσίδες λιανικής πώλησης αγαθών. Η παραγωγή όμως σε αυτή τη χώρα θα εξακολουθήσει να υπολείπεται…

Πέραν των ανωτέρω, σε περίπτωση μιας τέτοιας κατάργησης, τα χρήματα αυτά θα λείψουν από την αγορά και την κατανάλωση, οδηγώντας ακόμη περισσότερες επιχειρήσεις σε λουκέτο, ενώ οι ασφαλιστικές εισφορές που συνοδεύουν τους δυο επιπλέον μισθούς θα λείψουν από τα αιμορραγούντα ασφαλιστικά ταμεία. Η διελκυστίνδα της ύφεσης και των περικοπών θα συνεχιστεί με μείωση συντάξεων και παροχών. Τη θέση αυτή του γράφοντος την υπαγορεύουν τα απλά μαθηματικά και η κοινή λογική – που από ότι έδειξαν τα πράγματα λείπει από πολλούς που παίρνουν αποφάσεις γι’ αυτό το λαό.

Άλλωστε εάν μπούμε σε αυτή τη λογική των μειώσεων, θα μπορούσε να εισηγηθεί κάποιος να δουλεύουν οι εργαζόμενοι δώδεκα μήνες, και να πληρώνονται έντεκα. Ή αλλιώς, να εργάζονται μία μέρα την εβδομάδα δωρεάν. Τέτοια πρακτική εφαρμόστηκε στη Γερμανία στα μεταπολεμικά χρόνια, όταν προσπαθούσε να επουλώσει τις πληγές που η ίδια προκάλεσε. Αλλά τα χρήματα πήγαιναν προς όφελος του κράτους και δεν αύξαναν τα κέρδη πολυεθνικών επιχειρήσεων. Στα καθ’ ημάς άλλωστε, η μέχρι λεηλασίας φορολόγηση των εισοδημάτων των Ελλήνων, έχει θυσιάσει πολλά χρόνια εργασίας προς όφελος του κράτους. Αλλά οι θυσίες των Ελλήνων οδηγούνται σε πηγάδι χωρίς πάτο…

Το δε εγχείρημα της εσωτερικής υποτίμησης, υποκριτικό και ημιτελές, φαίνεται ότι δεν οδήγησε πουθενά: ένα κράτος που σέβεται τον εαυτό του, όταν ακολουθεί μια τέτοια μέθοδο, μειώνοντας τις αμοιβές των εργαζομένων, φροντίζει τουλάχιστον να διατηρήσει παγωμένες όλες εκείνες τις υπηρεσίες, τις οποίες το ίδιο ελέγχει. Αλλά το ελληνικό κράτος δεν το έπραξε. Απεναντίας, δείχνοντας εξαιρετική κοινωνική αναλγησία, αυξάνει το κόστος βασικών κοινωνικών αγαθών, όπως το ρεύμα και τα καύσιμα, καθιστώντας τα πολυτέλεια και οδηγώντας μεγάλες κοινωνικές ομάδες στο μεσαίωνα. Παράλληλα δε, βασι- κές παροχές προς την ελληνική οικογένεια, η παιδεία και η υγεία, ολοένα εκπίπτουν περισσότερο, υποχρεώνοντας τους πολίτες να καταβάλουν εξ ιδίων γι’ αυτές, κάτι που σε ένα σοβαρό κράτος δε θα συνέβαινε ποτέ.

Ταυτόχρονα, το πολιτικό σύστημα όλη αυτή την περίοδο κατά την οποία εξαθλιώνεται η μεσαία τάξη και ρίπτονται στην πυρά τα λαϊκά στρώματα, μερίμνησε να διαφυλάξει στο ακέραιο τα δικά του κεκτημένα. Χωρίς κανένα ίχνος λαϊκισμού και χωρίς καμιά ισοπεδωτική λογική, πιστεύω πως θα έπρεπε προ πολλού να έχουν διχοτομηθεί οι αποδοχές όλων των πολιτικών προσώπων της χώρας, από τον πρώτο πολίτη μέχρι τον τελευταίο αιρετό, καθώς και όλων εκείνων που έχουν καταλάβει δοτές θέσεις στην κεντρική πολιτική σκηνή, στην αυτοδιοίκηση και σε όλους τους φορείς που ελέγχονται από το κράτος. Στην Ελλάδα έχουμε ακριβοπληρωμένο πολιτικό σύστημα και κακή παροχή υπηρεσιών εκ μέρους του. Και επιπλέον θα έπρεπε να έχουν καταργηθεί όλα εκείνα τα προνόμια που στα μάτια εκατομμυρίων Ελλήνων φαντάζουν ως πρόκληση και αδικία. Να καταργηθούν άπαξ και δια παντός. Και για να γίνει σαφές, διχοτόμηση σε απλά ελληνικά σημαίνει περικοπή στο μισό. Σε μια τέτοια περίπτωση, θα φαινόταν ειλικρινά στα μάτια του απλού πολίτη, πως εκείνοι που λαμβάνουν τις αποφάσεις, καθώς και εκείνοι που ευθύνονται για την πορεία της χώρας, συμπάσχουν μαζί του και συμμετέχουν στο ακέραιο στην προσπάθεια επίλυσης του προβλήματος. Αλλά τέτοια διχοτόμηση δεν έγινε.

Δεν ξέρω βεβαίως ποιος έθεσε πρώτος το ζήτημα, αν δηλαδή αποτελεί όντως απαίτηση των δανειστών της χώρας ή αποτελεί εφεύρημα των εγχώριων εντεταλμένων τους, που θέλουν με αυτό τον τρόπο να τους γίνουν αρεστοί. Δεν ξέρω ακόμη πώς και πότε προέκυψε ο όρος «κοινωνικοί εταίροι», βέβαιον είναι όμως ότι στην προκειμένη περίπτωση έχει χαρακτήρα υποκριτικό. Ο κακοπληρωμένος εργαζόμενος δηλαδή, ο οποίος δεν έχει δικαιώματα και αποτελεί έρμαιο των επιλογών μιας πολυεθνικής επιχείρησης, είναι κοινωνικός εταίρος της τελευταίας;
Εκείνο που προσωπικά με ξάφνιασε περισσότερο -έστω και αν προσώρας απεσύρθη- ήταν η απειλή πως αν δεν ευοδωθεί ο διάλογος μεταξύ των εμπλεκομένων, τότε η κυβέρνηση θα προβεί σε Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου, με την οποία θα επιβάλει την κατάργηση των δυο επιπλέον μισθών. Σημάδι ωμού εκβιασμού και αυταρχισμού, εάν εν τέλει εκδοθεί μια τέτοια Πράξη για ένα τόσο σημαντικό ζήτημα, θα είναι ξεκάθαρο πως η Δημοκρατία μας έχει χαθεί και το πολίτευμα έχει εκτραπεί.

Οι πράξεις νομοθετικού περιεχομένου, σύμφωνα με τα όσα ορίζει το άρθρο 44 του Συντάγματος της Ελλάδος, που εξ όσων γνωρίζω εξακολουθεί να ισχύει και δεν βρίσκεται η χώρα σε καθεστώς στρατιωτικού νόμου, δύνανται να εκδίδονται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ύστερα από πρόταση του υπουργικού συμβουλίου και μόνον σε «έκτακτες περιπτώσεις εξαιρετικά επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης». Χωρίς να αμφισβητείται διόλου η κρίσιμη κατάσταση της χώρας, φρονώ ότι δεν υφίσταται τέτοια κατεπείγουσα κατάσταση, που να υποχρεώνει την παράκαμψη της κοινοβουλευτικής οδού και της συνήθους διαδικασίας ψήφισης νόμων. Απεναντίας, τυχόν έκδοση μιας τέτοιας πράξης θα αποτελέσει εκτός των άλλων μια κακή αρχή περαιτέρω περιστολής δημοκρατικών δικαιωμάτων και περιθωριοποίησης του κοινοβουλευτισμού.

Η σωτηρία της χώρας που από πολλά χείλη υψηλών επισήμων ακούγεται ως πρώτιστο μέλημα τους, στα αυτιά του μέσου πολίτη που υπόκειται δεινά, που απολύεται από τη δουλειά του ή κλείνει την επιχείρηση του και που πληρώνει εξοντωτικούς φόρους, ηχεί ως φιλολογικό ανάγνωσμα κενό περιεχομένου. Μια Ελλάδα που δε χρωστάει, αλλά οι πολίτες της δεν έχουν δουλειά, πεινούν και υποφέρουν, δεν είναι προφανώς η χώρα που ονειρευόμαστε, και καμιά θυσία δεν αξίζει να γίνει για μια τέτοια Ελλάδα…


Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 19 Ιανουαρίου 2012, αρ. φύλλου 625


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ