29.3.12

ΣΟΝΙΑΣ ΕΥΘΥΜΙΑΔΟΥ-ΠΑΠΑΣΤΑΥΡΟΥ: Από το «αθώο» κουτσομπολιό ως τη βλαπτική συκοφαντία

Κουτσομπολιό (το) 1. σχολιασμός πράξεων και υποθέσεων τρίτων (συχνά με αρνητική, κακόβουλη διάθεση ή με τρόπο υπερβολικό) 2. (συνεκδ.) κάθε σχόλιο ή διάδοση γύρω από τη ζωή και τις πράξεις (κάποιου), συνήθ. με τρόπο που παραποιεί την πραγματικότητα (είτε διογκώνοντας είτε παρερμηνεύοντας γεγονότα). ΣΥΝ. βρόμα, (λαϊκ.) ξόμπλιασμα, φαρμακογλωσσιά.
(Λεξικό Νέας Ελληνικής Γλώσσας Γ. Μπαμπινιώτη)
   
Να σταθούμε πρώτα στη λέξη «τρίτων». Πράγμα που σημαίνει πως έχουμε λύσει τα δικά μας προβλήματα . Σαν την καμήλα που έχει την καμπούρα της πίσω και γι’ αυτό δεν τη βλέπει. Άλλωστε η αυτοκριτική είναι δύσκολο άθλημα, θέλει κότσια. Ενώ η ενασχόληση με τα των τρίτων και ανώδυνη είναι, αλλά προπαντός όπως αποδεικνύουν οι σχετικές έρευνες: το κουτσομπολιό είναι η καλύτερη ψυχοθεραπεία γι’ αυτόν που κουτσομπολεύει, αλίμονο όμως σ’ αυτόν που είναι το αντικείμενο του κουτσομπολιού, γιατί τα σχόλια είναι συχνά ανεξίτηλα και τον συνοδεύουν παντού και πάντα.
    Έτσι ήταν πάντα. Και δεν ήταν μόνο οι γυναίκες στα πεζούλια και στις βρύσες που κουτσομπόλευαν και ας έχουν αυτές τ’ όνομα. Και οι άντρες στα καφενεία και στις παρέες τους κουτσομπολεύουν επίσης. Και θα μπορούσες να πεις χαλάλι, αφού «ψυχοθεραπεύονται», όμως αρκεί και μόνο να υποθέσεις πως είσαι εσύ αυτός που σχολιάζεται για να φοβηθείς πραγματικά και να απευχηθείς ένα τέτοιο κακό και να το ξορκίσεις.
    Και όσο κι αν θεωρείται δεδομένο το κουτσομπολιό σε κάθε σύναξη ακόμα και δύο ατόμων αφού η ερώτηση «κανένα νέο;» είναι μια από τις πιο συνηθισμένες αφορμήσεις για συζήτηση «εποικοδομητική», ας προσπαθούμε, πριν βάλουμε τον άλλον από κάτω, καταπώς λέμε εδώ στην Καστοριά, να μην ξεχνάμε τη φράση του Χριστού «Ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω». Προσωπικά μάλιστα δεν ξεχνώ ποτέ το ξάφνιασμα που ένιωσα μπαίνοντας για πρώτη φορά στο σπίτι εξαιρετικού ανθρώπου, όπως αποδείχτηκε έπειτα, κι αντικρίζοντας τη ζωγραφισμένη με τα χέρια του πάνω σε ξύλο φράση-προτροπή «Μη κρίνετε ίνα μη κριθείτε». Ο φίλος προλάβαινε μ’ αυτόν τον τρόπο πανέξυπνα όποιον επρόκειτο να αρχίσει την κοινωνική κριτική, όπως κατ’ ευφημισμόν λέμε το κουτσομπολιό, χώρια που αυτό ήταν μια αρχή που την εφάρμοζε πρώτα ο ίδιος. Σπάνιο δεν είναι;


Συκοφαντία (η): η σκόπιμα ψευδής κατηγορία, που εκτοξεύεται εναντίον κάποιου, για να τον μειώσει, να τον διασύρει δημοσίως. ΣΥΝ. διαβολή, (λαϊκ.) ρετσινιά, αβανιά. 
(Λεξικό Γ. Μπαμπινιώτη)
Ομολογώ πως έχει χαραχτεί στη μνήμη μου η εκδοχή του Πλούταρχου πως συκοφάντης ήταν εκείνος που κατήγγελλε τους παράνομους εξαγωγείς σύκων στην αρχαία Αθήνα, εκδοχή που σήμερα θεωρείται απίθανη πια. Και μακάρι όλοι οι συκοφάντες με σύκα να είχαν να κάνουν. Το αντικείμενό τους όμως δυστυχώς μόνο με σύκα δεν έχει σχέση…

Το ζήτημα της συκοφαντίας λοιπόν δεν είναι καθόλου απλό. Κατ’ αρχήν έχουμε λογιών λογιών συκοφαντίες:
- η συκοφαντία « εξ αμελείας» είναι η αδιασταύρωτη πληροφορία. Μεταφέρω ελαφρά τη καρδία και αβασάνιστα μια πληροφορία χωρίς να την έχω διασταυρώσει. Αυτό είναι συνηθισμένο λάθος που κάνουμε πολλοί. Και φταίμε όλοι γιατί δε νοιαζόμαστε να ελέγξουμε την πληροφορία. Την μπουμπουνίζουμε όπως την ακούσαμε κι όποιον πάρει ο χάρος. Χώρια που, όπως λέει η τοπική παροιμία, «από στόμα σε στόμα το ράσο γίνεται πράσο». Στην περίπτωση αυτήν το ελαφρυντικό της ανυπαρξίας κακής πρόθεσης μπορεί να ισχύει στην περίπτωση που ο «δράστης» είναι παιδί, αλλά δε χρειάζεται να ψάξει κανείς πολύ για να ανακαλύψει ότι και οι μεγάλοι, που θα ‘πρεπε να είναι πιο ώριμοι και πιο προσεχτικοί, συνηθίζουν να μεταφέρουν ανεξέλεγκτες πληροφορίες τελείως αβασάνιστα, κάνοντας κακό. Είναι δηλαδή ασυγχώρητοι συκοφάντες.
-η συκοφαντία από πρόθεση είναι αδιανόητο σφάλμα. Πρώτα απ’ όλα διώκεται νομικά όπως κάθε συκοφαντία. Αλλά αυτή κατά τη γνώμη μου συνδέεται περισσότερο με το φριχτότερό της συνώνυμο, τη διαβολή. Κι είναι και μια πολύ προσφιλής μέθοδος εξουδετέρωσης του όποιου αντιπάλου ή «αντιπάλου». Θες να πολεμήσεις κάποιον, να του κάνεις κακό; Μπορείς να το κάνεις κάλλιστα και χωρίς όπλα. Κάν’ το χρησιμοποιώντας για όπλο σου τη γλώσσα, που κόκαλα δεν έχει και κόκαλα τσακίζει. Γιατί, λοιπόν, να λερώσεις τα χέρια σου;

Όσο δε για το πού μπορεί να φτάσει μια συκοφαντία, πόσο μακριά, σας παραθέτω πολύ σύντομα τη ζωή ενός άγνωστου αγίου, του αγίου Χρήστου του κηπουρού, που μια συκοφαντία του χάρισε τον Παράδεισο:
Γεννήθηκε στην Αλβανία, αλλά ζούσε στην Κωνσταντινούπολη, όπου εξασκούσε το επάγγελμα του κηπουρού. Κανείς δε θα μπορούσε να το φανταστεί αυτό που του συνέβη. Ούτε ο ίδιος μάλλον το φανταζότανε τι τον περίμενε μια μέρα που πουλούσε τα μήλα από τις μηλιές του στην αγορά και ήρθε ένας Τούρκος να του ζητήσει τι νομίζετε; Να τα αγοράσει πάρα πολύ φτηνά, σχεδόν τζάμπα. Επειδή ο Χρήστος ο κηπουρός αρνήθηκε να το κάνει και με το δίκιο του, γιατί πολύ απλά δεν τον συνέφερε, ο Τούρκος θύμωσε, καβγάδισε μαζί του και τόσο πολύ κάκιωσε ώστε σκέφτηκε πολύ για να βρει έναν τρόπο να τον εκδικηθεί. Και τον βρήκε: πήγε και τον συκοφάντησε. Πήγε στο δικαστή ότι τάχα είπε (ο Χρήστος) ότι θα γίνει Μωαμεθανός.
    Όταν έφεραν το Χρήστο στο δικαστήριο, ο δικαστής τον ρώτησε αν αυτό είναι αλήθεια. «Για τ’ όνομα του Θεού, εγώ ποτέ δεν είπα κάτι τέτοιο. Εγώ είμαι χριστιανός και δεν είναι δυνατόν να αλλάξω την πίστη μου, ακόμα κι αν με περιμένουν χίλια μύρια βάσανα» απάντησε ο φτωχός κηπουρός. Και τότε άρχισαν τα μαρτύριά του: τον χτύπησαν δυνατά με βέργες, έφαγε ένα δυνατό χτύπημα στο κεφάλι και λούστηκε στα αίματα και μετά τον έδεσαν και τον πήγαν στη φυλακή όπου του έσφιξαν τα πόδια σ’ ένα ξύλο.
    Στην ίδια φυλακή έτυχε να βρίσκεται και ο γνωστός λόγιος μοναχός Καισάριος Δαπόντες. Σ’ αυτόν ο Χρήστος έδωσε ένα ατσάλινο εργαλείο που είχε στη ζώνη του και τον παρακάλεσε να το δώσει για να του κάνουν τα μνημόσυνά του για να βρεθεί τελικά η ψυχή του κοντά στο Θεό.
    Την ίδια μέρα ήρθαν και τον πήραν από τη φυλακή και τον πήγαν έξω από την πόλη. Αυτός ήσυχα ήσυχα έσκυψε το λαιμό του και τον σκότωσαν στις 12 Φεβρουαρίου 1748. Τη μέρα αυτήν, στις 12 Φεβρουαρίου κάθε χρόνο, δηλαδή τη μέρα που ο Χρήστος βρέθηκε στην αγκαλιά του Θεού, γιορτάζει ο άγιος Χρήστος ο κηπουρός, που άφησε τα περιβόλια και τους κήπους της Κωνσταντινούπολης για να γίνει κηπουρός του Παράδεισου, των κήπων τ’ ουρανού.

Η συκοφαντία λοιπόν είναι μια πανάρχαια υπόθεση. Ζει και βασιλεύει στον κόσμο από τον καιρό του «Όμφακες εισίν» του Αισώπου, που έχει μετατραπεί όμορφα στο «Όσα δε φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια». Όμως τα πράγματα λοιπόν δεν είναι καθόλου απλά. Ούτε το «πάντα έτσι γινόταν» αποτελεί άλλοθι για συνετούς ανθρώπους. Σήμερα μάλιστα το πράγμα παίρνει μεγάλες διαστάσεις, καθώς οι συκοφάντες έχουν βρει και άλλο πεδίο δράσης λαμπρό, τον κυβερνοχώρο, όπου συμβαίνουν απίστευτες ιστορίες, ασύλληπτες για τον κοινό νου, ιστορίες που σε κάνουν να φοβάσαι μη βρεθείς στη θέση του θύματος, να έχεις το νου σου στον όποιο επικίνδυνο θύτη.

Τέλος, θα κλείσω το θέμα ξέροντας πως δεν το έχω καλύψει, αλλά μόνο το έχω θίξει, αναφέροντας τελείως συνοπτικά την ιστορία του συκοφάντη που πήγε να εξομολογηθεί και, ενώ φανέρωσε τις κλοπές και το φόνο που είχε διαπράξει και ο πνευματικός άκουγε γεμάτος συγκατάβαση και συγχωρητικότητα, μόλις έφτασε στο:
«Συκοφαντούσα. Συκοφαντούσα τους ανταγωνιστές μου εκείνους που δεν μπορούσα να τους εξουδετερώσω με άλλον τρόπο» και, δηλώνοντας πώς αυτό δεν πιστεύει πως είναι δα και κάτι βαρύ, άκουσε έκπληκτος τον εξομολόγο του να του λέει:
-Σύρε σφάξε ένα κοτόπουλο. Πήγαινε στο Λυκαβηττό και μάδησέ το στους πέντε ανέμους. Μετά μάζεψε μέχρις ενός όλα τα σκόρπια πούπουλα και φέρ’ τα μου. Αν κατορθώσεις να μη σου ξεφύγει ούτε το παραμικρό φτερουδάκι, θα ικετεύσω το Θεό να σε συγχωρήσει…
-Μα αυτό που μου ζητάς είναι αδύνατον να το μπορέσω, πάτερ μου! παρατήρησε καταπτοημένος ο συκοφάντης.
-Όσο δύσκολο είναι να μαζέψεις τα σκόρπια φτερά άλλο τόσο δύσκολο είναι και το να μαζέψεις τις συκοφαντίες που ξέρασες κατά των αθώων συνανθρώπων σου, δυστυχισμένε, απάντησε μελαγχολικά ο ιερέας…

Στη Μερόπη Σωτηροπούλου-Μάγγελ που, παλεύοντας επί μήνες με πραγματική έμπνευση και με το χρωστήρα της, στόλισε στις μέρες των γιορτών την πόλη μας τόσο όμορφα που μείναμε όλοι άφωνοι και δεν αρθρώσαμε λέξη γι’ αυτό της το έργο…

Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 26 Ιανουαρίου 2012, αρ. φύλλου 623

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ