6.3.12

ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΔΑΟΥΤΟΠΟΥΛΟΥ: Δεν πληρώνω, δεν πληρώνω.

Τις τρεις πρώτες τάξεις του γυμνασίου φοίτησα στο Γυμνάσιο Αρρένων Γιαννιτσών. Στεγαζόταν σε ένα πρώην Νοσοκομείο των Καθολικών Μοναχών που είχε εκμισθωθεί από το ελληνικό Δημόσιο. Ένα επιβλητικό κτήριο που δυστυχώς δεν υπάρχει. Το κατεδάφισε ο νεοπλουτισμός μας. Η τάξη μας, ψηλά στον τρίτο όροφο ή μάλλον στη σοφίτα, ήταν η μία από τις δύο αίθουσες που επικοινωνούσαν μεταξύ τους.  Το σπίτι που νοικιάσαμε, κοντά στο γυμνάσιο, εγώ και ο πατέρας μου, ήταν ένα παλιό μακεδονικό σπίτι με εσωτερική λιθόστρωτη αυλή. Σε αυτήν χάζευα συχνά τη νοικοκυρά μας που άπλωνε το στημόνι για τον αργαλειό της. Στην ίδια αυλή, μια σειρά από μακρόστενα χτίσματα, στέγαζαν τα τεράστια βαρέλια ενός παλιού οινοποιείου.

Τα Γιαννιτσά, ιερή πόλη των μουσουλμάνων, ήταν και παραγωγός καλών κρασιών. Οι λόφοι της που με τις επιδοτήσεις μετατράπηκαν σε βαμβακοφυτείες, φιλοξενούσαν την εποχή εκείνη αμπέλια. Η Μητρόπολη των Γιαννιτσών, χτισμένη από τους χριστιανούς στην περίοδο της τουρκοκρατίας συνδέεται άμεσα με την αμπελοκαλλιέργεια. Ο μπέης της πόλης έγινε έξω φρενών μόλις έμαθε ότι οι χριστιανοί πήραν άδεια από τον σουλτάνο να ανεγείρουν ναό. Διαφωνούσε με την απόφαση του σουλτάνου, αλλά δεν μπορούσε να την αγνοήσει, πολύ δε περισσότερο να την ακυρώσει. Επινόησε όμως ένα σατανικό σχέδιο. Απαγόρευσε στους χριστιανούς να έχουν πρόσβαση στα νερά της περιοχής για το χτίσιμο της εκκλησίας γιατί ήταν της αφεντιάς του και μπορούσε να τα διαθέτει όπως επιθυμούσε. Τότε ένας χριστιανός έδωσε την ιδέα. Αντί για νερό στη λάσπη να χρησιμοποιήσουν κρασί. Και έτσι έγινε. Η Μητρόπολη της πόλης έγινε όχι με άμμο, νερό και ασβέστη, αλλά από άμμο, ασβέστη και κρασί!.

Η οικογένεια μας χωρίστηκε στα δύο. Μητέρα, γιαγιά, αδελφός και αδελφή έμειναν πίσω στο χωριό, σε αναμονή της μετάθεσης της μητέρας που ακόμη και με το νόμο περί «συνυπηρε¬τήσεως των συζύγων», αδυνατούσε να εξασφαλίσει την αναγκαία και πολυπόθητη μετάθεση. Το μαγείρεμα, στη γκαζιέρα, ανέλαβε με επιτυχία ο πατέρας που, όπως φαίνεται, είχε εμπειρία από την εργένική του ζωή στην Καστοριά και στην Πέλλα. Όταν αργότερα πήρε και τη σύνταξή του, μετατράπηκε σε μάγειρα πρώτης τάξεως που θάπρεπε, κατά τη σύζυγό μου, να αποτελέσει παράδειγμα προς μίμηση και για μένα. Οι διαβεβαιώσεις μου, ότι θα κάνω το ίδιο όταν βγω και εγώ στη σύνταξη, δε φαίνονταν να την ικανοποιούσαν. Εδώ που τα λέμε είχε δίκαιο. Δυστυχώς, παρά τη συνταξιοδότησή μου δεν εκπλήρωσα την υπόσχεσή μου!

Στα διαλείμματα του σχολείου ερχόταν στην αυλή ένας πλανόδιος πωλητής γλυκών. Ένα ταψί σάμαλι, κομμένο σε ορθογώνια σχήματα, με ένα αμύγδαλο που φάνταζε κατάλευκο στη ροδοκόκκινη και καλοψημένη επιφάνεια, ήταν ο μεγάλος πειρασμός. Οι περισσότεροι το θαύμαζαν, από διάφορες αποστάσεις, αλλά πολύ λίγοι το γεύονταν. Όταν τούδινες μισή δραχμή, με μια σπάτουλα αποσπούσε ένα τεμάχιο και σου το πρόσφερε σε ένα μικρό κομμάτι λαδόκολλας.
Από τότε ήμουν γλυκατζής. Ίσως να έφταιγε και η κατά το ήμισυ καταγωγή μου από την Καππαδοκία. Περισσότερο όμως έφταιγε ο συμπατριώτης που ήταν ένας εξαίρετος τεχνίτης στο σάμαλι. Από τότε δεν έχω ξαναφάει τόσο καλό σάμαλι. Την πρώτη χρονιά στο γυμνάσιο, το είχα κυριολεκτικά απολαύσει. Όποτε είχα το προνόμιο να πάρω χαρτζιλίκι το μετέτρεπα σε σάμαλι. Τότε το χαρτζιλίκι δεν ήταν νομοθετικά κατοχυρωμένο, ούτε ως προς το ύψος του, ούτε και ως προς τη συχνότητα της καταβολής του.

Μια ημέρα, ο πατέρας μου έδωσε τη δεύτερη δόση των διδάκτρων που πληρώναμε στο δημόσιο γυμνάσιο. Ναι, τότε πληρώναμε δίδακτρα, ακόμα και στο γυμνάσιο. Η δωρεάν παιδεία περιοριζόταν μόνο στο δημοτικό σχολείο. Όταν έφτασα στο γυμνάσιο, ο πειρασμός στη θέα του ταψιού πάνω στο πτυσσόμενο καρεκλάκι, ξύπνησε στο μυαλό μου μια φαεινή ιδέα. Να αναβάλω την πληρωμή των διδάκτρων για την επόμενη ημέρα, να δανειστώ μισή δραχμή από αυτά και να την επιστρέψω μόλις πάρω το χαρτζιλίκι. Μου φάνηκε πολύ λογική και την έβαλα αμέσως σε εφαρμογή. Έλα όμως που η καταβολή του χαρτζιλικιού αργούσε, ενώ ο πειρασμός από το σάμαλι ήταν διαρκής. Όχι μόνο σε καθημερινή βάση, αλλά και σε κάθε διάλειμμα. Το έλλειμμα στα δίδακτρα αυξανόταν διαρκώς και σε λίγο με πήρε η κάτω βόλτα. Δεν υπήρχε περίπτωση να αποκατασταθεί από το χαρτζιλίκι που θα έπαιρνα τους επόμενους μήνες.

Όταν το συνειδητοποίησα, αποφάσισα να συνεχίσω μέχρι δεκάρας. Βοηθούσε και ο πατέρας που δε ρωτούσε κατά την επιστροφή στο σπίτι, αν πλήρωσα τα δίδακτρα. Όπως φαίνεται, μου είχε απόλυτη εμπιστοσύνη. Σε λίγο με κυρίευσε μια διαρκής αγωνία. Τι θα έλεγα στον πατέρα, αν το ανακάλυπτε; Όταν αναλογιζόμουν την αυστηρή τιμωρία που με περίμενε, με έπιανε κρύος ιδρώτας.
Η ανακούφιση ήρθε πολλούς μήνες αργότερα. Στη λήξη περίπου του σχολικού έτους. Με απόφαση της τότε κυβέρνησης, απαλλάσσονταν οι μαθητές που φοιτούσαν στα δημόσια γυμνάσια από την υποχρέωση καταβολής διδάκτρων και παράλληλα διαγράφονταν και τα μέχρι τότε μη καταβληθέντα δίδακτρα. Όταν άκουσα την είδηση στο ραδιόφωνο, ένιωσα μερικούς τόνους ελαφρότερος.

Αυτήν την ιστορία, όπου οι κακοπληρωτές δικαιωνόταν στο τέλος, ενώ την πλήρωναν τα κορόιδα που έσπευδαν να πληρώσουν τα χρέη τους έγκαιρα, την είδα να επαναλαμβάνεται πολλές φορές στις επόμενες δεκαετίες με πρόσφατη την απόπειρα του πρώην Υπουργού Οικονομικών να διαγράψει χρέη 30 και πλέον δις ευρώ από οφειλές προς το Δημόσιο. Ήταν όμως τόση η αγωνία που πέρασα, από την πρώτη αθέτηση των υποχρεώσεων, που δεν την επανέλαβα. Να φανταστείτε ότι και ο συχωρεμένος Δυτικομακεδόνας πατέρας μου, την μαθαίνει τώρα. Μαζί με εσάς.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ