17.9.17

ΗΛΙΑ Λ. ΠΑΠΑΜΟΣΧΟΥ: Παιδική ασθένεια


ΟΔΟΣ 9.2.2017 | 872

Ήλιοι των παιδικών χρόνων, τότε που έλαμπαν οι πευκοβελόνες και το χώμα, κι από κάτω του ακουγόταν το νερό, στο παλιό υδραγωγείο∙ πώς χώρεσαν τόσα εκείνοι οι τόποι, και τα ρολόγια τόση αιωνιότητα πώς βάστηξαν, όταν οι δείχτες τους ζυγώνανε στην έξοδο φυτρώνανε στα πόδια σου φτερά, κι η σκάλα έξω από το σπίτι οδηγούσε στον ουρανό∙ ωστόσο η σκοτεινιά ολοένα κι αφεύγατα μας ζύγωνε, σε μια αυλή πήραμε την ιδέα της, όλο ψηλά ξερόχορτα και μια μορφή χλωμή να πηγαινόρχεται μέσα τους, μάσκα η όψη της, πασαλειμμένη με μια κρέμα λευκή, σαν πηλός σκασμένος, πήγαινε και πήγαινε, ποτέ δεν μας κοίταζε, λες και δεν υπήρχαμε τότε, δίχως τα βάσανά μας.

Άρρωστος θυμάμαι μια νύχτα, καιγόμουν απ’ τον πυρετό κι η μάνα στιγμή δεν μ’ άφηνε, όλο βουτούσε ένα πανί βαμβακερό σε μια λεκάνη με νερό και, στίβοντάς το, μου ’παιρνε την κάψα, περνώντας το απάνω απ’ τους κροτάφους και το μέτωπο. Η αγάπη σαν ένας κήπος μυστικός μας έκλεινε. Βήματα βαριά ακούγονται, τη σκάλα ανεβαίνουν. Το χέρι της μητέρας πλεγμένο στον καρπό μου σαν φίδι που ξεκόβει το αφήνει. Τα βήματα ηχούν επιτακτικά, σαν διαταγή. Η μάνα σηκώνεται και βγαίνει από το δωμάτιο, ακούω τα βήματά τους να ενώνονται, να χάνονται στο βάθος του διαδρόμου, που βγάζει στην κρεβατοκάμαρα μελλοντικοί αρχαιολόγοι θ’ ανακαλύψουν τα ίχνη τους, στο ξεραμένο δέλτα της ψυχής μου.

Θυμάμαι ένα καλοκαίρι, αναζητήσαμε δροσιά στην είσοδο μιας πολυκατοικίας. Ήταν χτισμένη απέναντι από ένα διώροφο νεοκλασικό∙ στον κήπο του μια καϊσιά. Κοιτούσαμε τα ζουμερά, τα φωτεινά σαν λαμπιόνια καΐσια, γυροφέρνοντας στο στόμα μας τη θλιβερή ανάμνηση μιας γλύκας μεθυστικής. Στο σπίτι εκείνο έμενε ένας άντρας ψηλός και αδύνατος, τα μάτια του σαν γαλανός πάγος, το πρόσωπό του στεγνό, δεν χαμογελούσε ποτέ — είχε μύτη γαμψή και στενά χείλη, έμοιαζε με όρνιο. Λέγαν πως ήταν πολύ πλούσιος, πως κληρονόμησε από τον πατέρα του μεγάλη περιουσία, φτιαγμένη επί κατοχής. Από τη χαύνωση μας έβγαλε το τρίξιμο ενός παραθύρου στον δεύτερο όροφο, είδαμε τον άντρα να εμφανίζεται, γυμνός από τη μέση και πάνω, μια να κοιτά δεξιά, μια αριστερά -εμάς δεν μας είδε-, κι έπειτα να δένει κόμπο κάτι που κρατούσε, και να το πετά∙ όμως σκάλωσε τούτο σ’ ένα κλαρί, κι αιωρήθηκε για λίγο, κι έμεινε κει να κρέμεται σαν παράδοξος καρπός. Εκείνος δεν έδωσε σημασία κι έκλεισε πάλι το παράθυρο. Ήταν ένα διαφανές και μακρόστενο σακούλι, που η μια του άκρη έδειχνε ανοιχτή, όμως ο κόμπος κάπου στη μέση του δεν άφηνε να κυλήσει έξω της ένα υγρό πηχτό, που γέμιζε την άλλη του άκρη∙ εκεί, μέσα σε μια θηλή, ήταν ένα υγρό γαλακτώδες και παχύρευστο σαν άπηχτο μαργαριτάρι. Εμείς δεν ξέραμε τι ήτανε: ζωή ξοδεμένη, που μάταια για λίγο θα πάλευε ώσπου να τελειώσει μέσα στη λαστιχένια της ειρκτή. Και καθώς περάσανε τα χρόνια, στη μνήμη μέσα έχουνε σμίξει κείνες οι δύο σκηνές, και οι αυλές τους∙ σκέψη πικρή και συνάμα λυτρωτική με πλημμυρίζει: μέσα κει, λέω, στο λαστιχένιο το σακούλι, από μιας αρχής να είχαμε κλειστεί, οι παιδικοί οι φίλοι, κι αδελφωμένοι να χανόμασταν. Κι εκείνη η λευκή μορφή μ’ άλλη να μπλέκεται, μ’ εκείνη που θαμπή πίσω απ’ της λάβρας της την αχλή τον ουράνιο δρόμο της τραβούσε, μορφή τυφλωτική, που όποτε ξεχασμένοι την κοιτούσαμε, με άλλη δίψα, μια άλλη, δίδυμη, σκοτεινή, πίσω απ’ τα μάτια μας και κάτω απ’ του μυαλού μας τον θόλο γραφόταν.

Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 9 Φεβρουαρίου 2017, αρ. φύλλου 872

1 σχόλιο:

  1. Ανώνυμος17/9/17

    Θαυμάσιο. Μια τελετή ενηλικίωσης...

    #[...] Κι εκείνη η λευκή μορφή μ’ άλλη να μπλέκεται, μ’ εκείνη που θαμπή πίσω απ’ της λάβρας της την αχλή τον ουράνιο δρόμο της τραβούσε, μορφή τυφλωτική, που όποτε ξεχασμένοι την κοιτούσαμε, με άλλη δίψα, μια άλλη, δίδυμη, σκοτεινή, πίσω απ’ τα μάτια μας και κάτω απ’ του μυαλού μας τον θόλο γραφόταν#.

    α υ τ ό χ θ ω ν

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ