Ο Μπόρις Σαράφοβ σε μία τρομοκρατική δράση πυρπολώντας και σέρνοντας άμαχους αιχμαλώτους |
Όταν οι κομιτατζήδες της Σόφιας δοκίμασαν να σηκώσουν επανάσταση στην Μακεδονία είχε προηγηθεί προπαγάνδα και πολιτική προετοιμασία 25 περίπου ετών. Και η επανάσταση αυτή απέτυχε και γιατί οι σλαβόφωνοι της Μακεδονίας στάθηκαν αδιάφοροι.Μετά τη δημιουργία του μακεδονικού ζητήματος (μετά την ίδρυση της βουλγαρικής Εξαρχίας το 1870), όλες οι μειονότητες με την ενθάρρυνση των Τούρκων άρχισαν να διοργανώνονται και να διαθέτουν μάλιστα και ένοπλα σώματα. Όργανα του βουλγαρικού κομιτάτου περιερχόμενα τα χωριά εξανάγκαζαν τα ορθόδοξα χωριά να προσχωρήσουν στην Εξαρχία. Η δράση και η διείσδυση γινόταν σε πρώτη φάση, με τα σχολεία και κατά δεύτερη φάση με τις εκκλησίες.
Οι μισθοί των δασκάλων, τα ενοίκια των σχολείων και όλα τα άλλα έξοδα πληρώνονται από τη βουλγαρική Εξαρχία της Κωνσταντινούπολης, από το δημόσιο δηλαδή της Βουλγαρίας. Παλαιότερα και η πανσλαβιστική εταιρεία της Ρωσίας ήταν γενναίος χορηγός της Ρωσίας, που δεν είχε ίσως παύσει ολότελα τη συνδρομή της στα κέντρα από το 1900. Από εκεί έρχονταν και τα βιβλία δωρεάν των μαθητών. Διατηρούσαν οικοτροφεία αφού συγκέντρωναν φτωχά παιδιά, τα έτρεφαν, τα έντυναν, τα στέγαζαν και τα σπούδαζαν. Το σύστημα τους ήταν ασύλληπτο και ιδεώδες ακόμα και για τα περισσότερα κράτη. Πολλούς τους έστελναν για ανώτερες σπουδές στη Σόφια.
Στο βιλαέτι της Θεσσαλονίκη κέντρο της βουλγαρικής προπαγάνδας αποτελούσε το βουλγαρικό γυμνάσιο Θεσσαλονίκης, που είχε ιδρυθεί με την ανοχή τουρκικών αρχών, μολονότι δεν υπήρχε στην περιοχή βουλγαρικό στοιχείο. Ως εκ τούτο το γυμνάσιο συγκέντρωνε τροφίμους από τις διάφορες επαρχίες , παιδιά φτωχών κατά το πλείστον γενεών που τελείωναν βουλγαρικά δημοτικά σχολεία της υπαίθρου. Οι καθηγητές διετέλεσαν κατά καιρούς οι κορυφαίοι προπαγανδιστές, όπως ο Κρούεφ, Μπόρις Σαράφωφ (φωτογραφία), Γ. Πετρώφ κ.α.
Πολλοί μαθητές του βουλγαρικού γυμνασίου Θεσσαλονίκης και Καστοριάς αποτέλεσαν φανατισμένα στελέχη των κομιτατζήδων που υπηρέτησαν με φανατισμό τα σχέδια του βουλγαρικού κομιτάτου. Φυσικά όλα τα ελληνικά σχολεία των πόλεων Θεσσαλονίκης, Μοναστηρίου κ.α. ήταν πολύ καλύτερα και ως τοπικά αναγνωρίζονταν από τους ξένους. Είχαν και πλουσιότερη συλλογή εποπτικών και εξοπλιστικών μέσων.
Δεν ήταν όμως ίδιο και για τα χωριά της υπαίθρου. Φυσικά τα διδασκαλεία της Θεσσαλονίκης και για λίγο διάστημα του Μοναστηρίου που λειτουργούσαν, έβγαλαν δασκάλους άριστους αλλά λίγους, γιατί έκλεισαν γρήγορα. Πολλοί απόφοιτοί τους έφυγαν για τη Μικρά Ασία, την Κωνσταντινούπολη, τη νότια Ρωσία. Τότε χρέη δασκάλων εκτελούσαν οι απόφοιτοι του γυμνασίου και του παρθεναγωγείου.
Στα σλαβόφωνα χωριά δεν είχαν απομείνει παρά όσοι ήταν ανίκανοι και άχρηστοι για οποιαδήποτε άλλη δουλειά. Αρκετοί δεν ήξεραν γράμματα. Το σχολείο έμοιαζε με κοτέτσι στον περίβολο της εκκλησίας. Στο σχολείο αυτό ζούσε και έτρωγε ο δάσκαλος. Το χειμώνα μαζεύονταν κοντά του σε θρανία ή ψάθες όσα νήπια ήθελαν να ξεφορτωθούν για λίγη ώρα οι μητέρες τους. Και ο μισθός τους ήταν ανάλογα μικρός, 5-6 εικοσόφραγκα το χρόνο, που τα έστελνε ο «σύλλογος προς διάδοσιν της ελληνικής γραμματικής». Όταν ήταν φιλότιμοι οι έφοροι έδιναν πρόσθετη αμοιβή και μερικές οκάδες τυρί και μαλλί. Κυριότερος χορηγός του συλλόγου ήταν το ελληνικό Δημόσιο Ταμείο. Υπήρχαν φυσικά στους δασκάλους και εξαιρέσεις.
Με πολλή δεξιοτεχνία εκμεταλλεύονταν οι βούλγαροι τις εσωτερικές διαιρέσεις των σλαβόφωνων χωριών. Εκμεταλλεύονταν επίσης την ανάγ-κη των μητροπολιτών και εισέπρατταν από τους ορθοδόξους φόρο (τα στεφανιάτικα). Το κυριότερο επιχείρημα όμως των Σλάβων ήταν η γλώσσα.
Οι κομιτατζήδες για να δημιουργήσουν στελέχη αποβλέποντας μακρύτερα προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να στείλουν παιδιά ακόμα να σπουδάσουν στη Σόφια απ’ όπου μπορούσαν να έλθουν φανατισμένα στελέχη.
Φάνηκε λοιπόν τότε πως το χρήμα, η προπαγάνδα και η παρουσία των κομιτατζήδων δεν ήταν αρκετά για να αναπτυχθεί αποτελεσματική ένοπλη δράση, χωρίς να υπάρχει το υπόβαθρο ή υποδοχή, που θα διατηρούσε τον αγώνα. Με άλλα λόγια, η οργάνωση του εσωτερικού. Την ίδια ακριβώς απογοήτευση θα αισθανόντουσαν αργότερα και οι Έλληνες, όταν θα θελήσουν να αρχίσουν ένοπλο αγώνα κατά των Βουλγάρων, χωρίς προηγουμένως να έχει οργανωθεί ο εσωτερικός χώρος, όπου καλούνταν να δράσουν τα ένοπλα σώματα.
Άρχισε λοιπόν το κομιτάτο χρησιμοποιώντας τις συμμορίες με τη βοήθεια των περιφερειακών εκπροσώπων και των βουλγάρων εμπορικών πρακτόρων να οργανώνει το εσωτερικό. Η οργάνωση άρχισε από τα χωριά. Οριζόταν σε κάθε χωριό μια επαναστατική επιτροπή. Αποστολή των επιτροπών αυτών ήταν να παρακολουθούν τους αντιδραστικούς και τις κινήσεις των τουρκικών αποσπασμάτων και να δίνουν πληροφορίες στις συμμορίες, να φροντίζουν για τα αναγκαία υλικά, όπως πχ ρουχισμό, φάρμακα και άλλα, να μαζεύουν χρήματα για τον αγώνα, να προπαγανδίζουν ανάμεσα στους χωρικούς για τους σκοπούς του κομιτάτου.
Μετά την ελληνική ήττα του 1897, όταν ξέσπασαν αντίποινα σε βάρος των Ελλήνων της Μακεδονίας, πολλές κοινότητες για να αποφύγουν τις διώξεις, πέρασαν στο εξαρχικό στρατόπεδο. Αυτό φυσικά διευκόλυνε κατά πολύ την κίνηση της Ε.Μ.Ε.Θ. Όταν όμως τα ειρηνικά μέσα δεν είχαν αποτελέσματα, τότε άρχισαν την εφαρμογή μέσων βίας και εξαναγκασμού.
Μέσα στα πλαίσια της βίας και του εξαναγκασμού οι Βούλγαροι θέλησαν να προσηλυτίσουν και τις εκκλησίες των χωριών της Μακεδονίας, να προσχωρήσουν στην Εκκλησία της βουλγαρικής Εξαρχίας με έδρα την Αχρίδα. Οι αντιδράσεις ήταν άμεσες και δυναμικές εκτός από λίγα χωριά όπου κατοικούσαν «Σλαβομακεδόνες». Από τότε καθιερώθηκε ο όρος «Πατριαρχικός» που εννοούσαν ελληνορθόδοξος, που υπακούει στο Πατριαρχείο, ενώ «Σχισματικός» εκείνος που υπάκουε στη βουλγαρική Εκκλησία ή στην Εξαρχία.
Εναντίον των «Πατριαρχικών» εξαπέλυσαν ένα κύμα βίας, όπως το κάψιμο των σπιτιών, την καταστροφή της περιουσίας τους, τα βιασμό των γυναικών θυγατέρων και άλλων φρικαλεοτήτων. Και όμως, υπήρξαν άνθρωποι απλοϊκοί, χωρικοί, αγράμματοι, χωρίς να γνωρίζουν ούτε μια λέξη ελληνική, με τις καταπιέσεις, τους διωγμούς, τα βασανιστήρια και το θάνατο που επέβαλλαν οι βούλγαροι κομιτατζήδες στον πληθυσμό της Μακεδονίας, για να αλλάξουν το φρόνημα και να το παρουσιάσουν ως βουλγαρικό.
Η βουλγαρική προπαγάνδα στρέφονταν κυρίως σ’ εκείνους που μιλούσαν το σλαβικό ιδίωμα, για να τους παρασύρουν από το βαθύ αίσθημα και την συνείδηση ότι είναι Έλληνες, παρ’ όλο που βλέποντας τα παιδιά τους να κατακρεουργούνται μπροστά στα μάτια τους και να βασανίζονται απάνθρωπα, δεν υπέκυπταν. Αυτοί ήταν οι μακεδόνες Έλληνες, οι αφανείς εθνομάρτυρες του ελληνισμού, που κέρδισαν τη μάχη κατά του βουλγαρισμού, με θυσία τη ζωή τους. Είναι αυτοί που διατήρησαν την Μακεδονία ελληνική.
Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 13 Οκτωβρίου 2016, αρ. φύλλου 855
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.