3.4.17

ΑΝΑΣΤΑΣΗ Κ. ΠΗΧΙΩΝ: Σιγή ˃ Λήθη ˃ Ἀπόσβεση Ἀνομημάτων



ΟΔΟΣ 29.9.2016 | 853


Μήπως πρέπει νά ἀναλογιστοῦμε καί νά προβοῦμε σέ μιά ἔντιμη αὐτοκριτική γιά τίς πιθανές εὐθύνες μας ὡς κοινωνία, γιατί τώρα ἡ προσωνυμία «Βυζαντινή Ἀρχόντισσα» δέν ἀνταποκρίνεται στήν πραγματικότητα; 


Ὅλοι μας ἔχουμε ἀκούσει κατά κόρον τήν φράση «ὁ λαός ἔχει μνήμη» καί τήν ἄλλη «ὁ λαός δέν ξεχνάει τί σημαίνει (δεξιά ἤ ἀριστερά, ἀναλόγως)». οὑδέν ἀπατηλότερον τούτου· ὁ λαός καί ξεχνάει καί μάλιστα ξεχνάει πολύ γρήγορα. Αὐτό τό γνωρίζουν πολύ καλά οἱ πολιτικοί μας καί τό ἐκμεταλεύονται ἀσυστόλως. 

Εἶναι ἄπειρα τά παραδείγματα καί δέν χρειάζεται νά τά ἀναφέρουμε. Ἐκτός ἀπό τίς ὑποσχέσεις τίς ὁποῖες δίνουν καί δέν τηροῦν, ὅταν ἀναλάβουν τήν ἀρχή ἤ ἔστω μιά ὑπεύθυνη θέση, καί κατά τήν διάρκεια τῆς θητείας τους συμβεῖ κάτι τό στραβό καί ἐπιλήψιμο, τίς περισσότερες φορές, μέ ἐλάχιστες μόνον ἐξαιρέσεις, ἀποφεύγουν νά ἀναλάβουν τίς εὐθύνες τους καί ἀκολουθοῦν τήν μέθοδο, ἡ ὁποία ἔχει γίνει θεσμός ἤδη στήν χώρα μας, καί ἡ ὁποία συνίσταται στήν σιωπή (ἀποφυγή κάθε σχολίου ἤ συζητήσεως ἐπί τοῦ συμβάντος), τήν προσδοκία τῆς λήθης τοῦ γεγονότος, ἡ ὁποία ἐπέρχεται συνήθως γρήγορα, γιατί κάτι ἄλλο θά συμβεῖ τό ὁποῖο θά ἀποσπάσει τήν προσοχή τῶν πολιτῶν καί τέλος θά ἀποσβεστῇ τόσο ἀπό τήν μνήμη τοῦ λαοῦ ὅσο καί νομικῶς. Συνταγή δοκιμασμένη καί πάντοτε, στήν χώρα μας, λειτουργοῦσα μέ ἐπιτυχία.

Πέρασε περίπου ἕνας χρόνος ἀπό τότε πού ἀναδύθηκε τό θέμα τῆς κλοπής τῶν ἱερῶν εἰκόνων καί γενικότερα τῶν ἱερῶν καί ἱστορικῶν κειμηλίων τῆς πόλεως μας καί τῆς περιοχής της. Σχολιάσθηκε ἐκτενῶς τό θέμα μέ δημοσιεύματα στόν τοπικό τύπο, συλλέχθηκαν πλέον τῶν διακοσίων ὑπογραφές συμπολιτῶν μας, τόσον κατοίκων τῆς πόλεώς μας, ὅσο καί διαβιούντων στίς Η.Π.Α καί Καναδά, καθῶς καί πολλῶν ἄλλων φίλων τῆς Καστοριᾶς, μέ τίς ὁποῖες ὑποβλήθηκε ἡ αἴτηση νά ἐρευνηθεῖ τό θέμα τῆς τύχης τῶν εἰκόνων καί λοιπῶν κειμηλίων, καθῶς καί τῆς δυνατότητος ἐπανακτήσεως, εἴ δυνατόν μέρους αὐτῶν.

Τό αἴτημα ἀπευθύνθηκε στή Μητρόπολη ἡ ὁποία ἐδέησε, μετά ἀπό πολλές ὁχλήσεις, νά ἀπαντήσει, ὅταν διεπίστωσε ὅτι ἡ συνταγή τῆς σιωπής καί λήθης δέν ἀπέδωσε, μέ διάφορες ὑπεκφυγές καί ἀσάφειες χωρίς νά δώσει μιά σαφῆ καί τεκμηριωμένη ἀπάντηση, ἐάν π.χ. ἡ μίτρα πού ὑπάρχει στό ἐπισκοπεῖο εἶναι ὅντως ἡ μίτρα τοῦ 1827 καί ἐάν εἷναι, ἄς τήν φορέσει σέ μιά ἱεροτελεστία ὁ Σεβασμιώτατος νά τήν δεῖ καί νά τήν χαρεῖ καί τό ποίμνιό του. 

Ἡ τοιαύτη ἀντιμετώπηση τοῦ θέματος ἀπό τήν Ἱερά Μητρόπολη ἤταν ἀναμενόμενη καί ἐν μέρει δικαιολογημένη, γιατί ἐπανῆλθε στήν ἐπιφάνεια καί ἄρχισε νά σχολιάζεται μιά ἱστορική περίοδος τῆς Μητροπόλεως, κατά τήν ὁποίαν συνέβη τό γεγονός τῆς κλοπής τῶν εἰκόνων, πράγμα τό ὁποῖο δέν περιποιεῖ τιμή γιά τήν Μητρόπολη καί εἷχε ἤδη περιέλθει εἰς τήν λήθην.

Αὐτό ὅμως πού προκαλεῖ ἀλγεινή ἐντύπωση καί εἶναι ἀκατανόητο, εἷναι ἡ παντελής ἔλλειψη ἐδιαφέροντος καί συμμετοχής στήν διαλεύκανση τῆς ὑποθέσεως, τῆς Δημοτικής Ἀρχής τῆς πόλεώς μας. Τόσο ὁ Δήμαρχος ὅσο καί ὁ ἐπί τοῦ πολιτισμοῦ Ἀντιδήμαρχος, ἐπέλεξαν τήν σιγήν ἰχθύος ἐπί ἑνός θέματος τό ὁποῖο ἀφορᾶ τήν κοινωνία τῆς Καστοριᾶς, προκάλεσε συζητήσεις καί ἀντιδικίες μεταξύ τῶν πολιτῶν καί ἑνός θεσμοῦ, ἑνός θέματος τό ὁποῖο ἀφορᾶ τήν ὑπεξαίρεση ἤ καλλίτερον τήν κλοπή περιουσικῶν στοιχείων ἀνεκτιμήτου ἀξίας τῆς πόλεώς μας.

Ὅταν ἀνέκυψε τό θέμα θά ἔπρεπε ὁ ἐπί τοῦ πολιτισμοῦ Ἀντιδήμαρχος νά ἐπισκεφθεῖ τόν σεβασμιώτατον Μητροπολίτην μας στό ἐπισκοπεῖο, νά ἐνημερωθεῖ ἐπί τοῦ θέματος, ἐάν βεβαίως δέν τό ἐγνώριζε, καί νά δεῖ ἐκ τοῦ πλησίον τίς εἰκόνες καί τά ἐκκλησιαστικά κειμήλια τά ὁποία κοσμούν τό ἐπισκοπεῖο καί ἐπιδεικνύονται ἀπό τόν Σεβασμιώτατο σέ ἐπιφανείς ἐπισκέπτες του. 

Θά τοῦ δίνονταν ἔτσι ἡ δυνατότητα νά διαπιστώσει, ἰδίοις ὅμμασι, ἑάν ἡ ὑπάρχουσα στό ἐπισκοπεῖο ἀρχερατική μίτρα εἷναι αὐτή τοῦ 1827, ἤ τοῦ ἀειμνήστου Γερμανοῦ Καραβαγγέλη, ὅπως τήν ἐμφάνιζε ὁ Σεβασμιώτατος, ἤ ἄλλη ἄσχετος, καί κατόπιν ἡ Δημοτική Ἀρχή νά ἀνακοίνωνε στούς δημότες τήν ἄποψή της καί τί προτίθεται νά κάμει. 

Ἐπί τοῦ προκειμένου γεννᾶται τό ἐρώτημα, γιατί νά βρίσκονται στό ἐπισκοπεῖο λατρευτικά ἀντικείμενα – εἰκόνες κ.λ.π. – τά ὁποία γιά να βρίσκονται ἐκεί σημαίνει ὅτι ἀφηρέθησαν ἀπό τόν οἰκεῖο λατρευτικό τόπο τους, καί ἄν ἔχουν ἱστορική καί ἀρχαιολογική ἀξία, θά ἔπρεπε νά βρίσκονται στό Βυζαντινό Μουσεῖο, τά δέ ἄλλα ἀντικείμενα στό σκευοφυλάκειο τοῦ καθεδρικοῦ ναοῦ τής πόλεως. Τά ἀντικείμενα αὐτά πρέπει νά εἷναι ἀρκετά ὥστε νά πληροῦν τούς ὅρους πληρότητος τοῦ Ἐκκλησιαστικου Μουσείου, τό ὁποῖο προτίθεται νά ἱδρύση στήν πόλη μας ὁ σεβασμιώτατος Μητροπολίτης μας.

Ὅπως ὅλοι γνωρίζουμε, ἡ Δημοτική Ἀρχή δέν ἔπραξε τίποτε, ἐφαρμόζοντας τόν γνωστό κανόνα τῆς ἀδράνειας καί τῆς σιγής. Ποτέ ὅμως δέν εἶναι ἀργά. Μπορεῖ καί τώρα νά δρασηριοποιηθεῖ καί νά προβεῖ σέ διάφορες ἐνέργειες, πρός διαλεύκανση ὁρισμένων ἐρωτημάτων καί ἀκόμη γιά τήν ἐπανάκτηση μερικῶν ἐξ αὐτῶν ἐάν ἐντοπισθούν πού βρίσκονται, ἐνέργειες στίς ὁποῖες δέν μπορούν νά προβούν ἁπλοί πολίτες. 

Μπορεῖ κάλλιστα νά ἐρευνήσει τήν τύχη τοῦ ἀργυροῦ πολυελαίου τοῦ Μητροπολιτικοῦ ναοῦ, ὁ ὁποῖος φημολογείται ὅτι κοσμεῖ αἴθουσα τοῦ γνωστοῦ πολυτελοῦς ξενοδοχείου τῶν Ἀθηνῶν (ἐάν εἷχε πουληθεῖ νομίμως ἀπό τήν ἐνοριακή ἐπιτροπή ἤ ὄχι· στήν περίπτωση τής πωλήσεως θά πρέπει νά ὑπάρχει κάποια ἔνδειξη στά ἀρχεία τῆς Μηροπόλεως), καθῶς καί τῶν ἀργυρῶν κανδήλων. 

Νά προβεῖ, διά τοῦ νομικοῦ της συμβούλου, ἐπικουρούμενη ἀπό τόν Δικηγορικό Σύλλογο, στήν ἀναδίφηση τῆς δίκης κατά τήν ὁποίαν δέν εὐρέθησαν ἔνοχοι, καί νά ἐρευνηθεῖ τό ὀρθόν, ἤ ὄχι τῆς ἀποφάσεως, καί ἄλλες ἐνέργειες, ὅπως π.χ. τό ἐρώτημα πρός τήν νύν Μητρόπολιν Κηφισίας, Ἀμαρουσίου καί Ὀρωποῦ, τέως Ἀττικής καί Μεγαρίδος, στήν ὁποίαν ἀρχιεράτευσε ὁ Δωρόθεος μετά τήν Καστοριά, καί πιθανῶς νά ἄφησε ἐκεί μερικές ἀπό τίς εἰκόνες πού ἀφήρεσε ἀπό τήν πόλη μας. 

Αὐτές εἷναι ἐνδεικτικῶς μερικές ἀπό τίς ἐνέργειες στίς ὁποῖες μπορεί νά προβεί ἡ Δημοτική Ἀρχή καί κυρίως ὁ ἐπί τοῦ πολιτισμοῦ Ἀντιδήμαρχος γιά τό θέμα τῶν εἰκόνων. 

Στό πρῶτο ἄρθρο τῶν καθηκόντων τοῦ Δημάρχου –καί κατ’ ἀκολουθίαν καί τῶν Ἀντιδημάρχων, ἀναφέρεται ὁτι εἷναι «ἡ προάσπισις τῶν συμφερόντων τοῦ Δήμου», στά ὁποία βεβαίως περιλαμβάνεται καί ἡ περιουσία τοῦ Δήμου. 

Περιουσία τοῦ Δήμου, δηλαδή τῶν δημοτῶν, πρέπει νά θεωρεῖται καί ἡ φερόμενη ὡς περιουσία τῆς Ἐκκλησίας, καθ’ ὅσον ἡ Ἐκκλησία ὡς Σῶμα Χριστοῦ ἔχει ὡς κεφαλήν μέν τόν Χριστόν, ὡς σῶμα δέ τούς εἰς Αὐτόν πιστεύοντες. Ἡ Διοικοῦσα Ἐκκλησία, ὁ κλῆρος, ἁπλῶς διαχειρίζεται αὐτήν ἐκ παραλλήλου τῶν κυρίως καθηκόντων τους, τῆς διακονίας καί τῆς τελέσεως τῶν ἱερῶν μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας, ἄρα ἡ Δημοτική Ἀρχή ἔχει ὑποχρέωση, ὡς ἐκπροσωποῦσα τούς δημότες καί μέλη τῆς Ἐκκλησίας, νά προσπίζεται τά συμφέροντά τους καί ὅσον ἀφορᾶ τήν δική τους ἐκκλησιαστική περιουσία.

Κανονικά ὁ Δῆμος πρέπει νά ἔχει, καί ἄν δέν ἔχει θά πρέπει νά δημιουργήσει, ἕνα περιουσιακό Μητρῶο, στό ὁποῖο νά ἀναγράφονται ὄχι μόνον τά περιουσιακά στοιχεῖα, τά ὁποία ἀνήκουν κατά κυριότητα σ’ αὐτόν, ἀλλά ὅλα τά κινητά καί ἀκίνητα ἀντικείμενα, τά ὁποία καθ’ οἱονδήποτε τρόπο, ἀφοροῦν τήν πολιτιστική ζωή τῆς κοινωνίας τῆς πόλεώς. Ἀκόμη καί ἀντικείμενα τά ὁποία ἀποτελοῦν τεκμήρια πολιτισμοῦ παλαιοτέρων ἐποχῶν καί ἀνήκουν σέ ἰδιῶτες, θά πρέπει καί αὐτά νά καταγραφοῦν στό περιουσιακό μητρῶο τοῦ Δήμου, οὕτως ὥστε νά ἀποτραπεῖ μιά πιθανή μελλοντική πώληση, ἤ κλοπή τους καί ἀπώλειά τους ἀπό τήν πόλη μας.

Τόσο τό περιουσιακό Μητρῶο ὅσο καί τό Ἱστορικό Ἀρχεῖο τῆς πόλεως, τό ὁποῖο πρέπει ἐπιτέλους νά ἱδρυθεῖ καί νά ἀρχίσει νά λειτουργεῖ, εἶναι αὐτά στά ὁποία θά διατηρηθεῑ ἡ πολιτιστική πορεῖα τῆς Καστοριᾶς προηγουμένων ἐποχῶν. Πολιτιστκή πορεῖα ἡ ὁποία προσέδωσε στήν πόλη μας τό προσωνύμιο “Βυζαντινή Ἀρχόντισσα”, τό ὁποῖο δικαίως τό δικαιοῦτο, καθ’ ὅσον ἤταν ἡ προέχουσα πόλη τῆς Δυτικής Μακεδονίας, ὑπερέχουσα κατά πολύ τῶν ἄλλων πόλεων, τόσο ἀπό οίκονομικής, ὅσο καί πολιτιστικής ἀπόψεως, ὅταν μερικές ἀπό τίς νύν αὐτές πόλεις ἤταν ἁπλῶς χωριά, στερούμενα παντελῶς οίκονομικής καί πολιτιστικής ζωής.

Μήπως πρέπει νά ἀναλογιστοῦμε καί νά προβοῦμε σέ μιά ἔντιμη αὐτοκριτική γιά τίς πιθανές εὐθύνες μας ὡς κοινωνία, γιατί τώρα ἡ προσωνυμία «Βυζαντινή Ἀρχόντισσα» δέν ἀνταποκρίνεται στή πραγματικότητα; Γιατί ἐνώ οἱ ἄλλες πόλεις τῆς περιοχής μας προοδεύουν καί ἐξελίσσονται, ἡ Καστοριά παραμένει στάσιμη, ἄν δέν ὀπισθοδρομεῖ.




Φωτογραφία: Η είσοδος του καθολικού της μονής Παναγίας Μαυριώτισσας,
που κτίστηκε το 1082 μ.Χ. από τον Αλέξιο Α’ τον Κομνηνό.

Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 29 Σεπτεμβρίου 2016, αρ. φύλλου 853


Επιλογή σχετικών αναρτήσεων:

1 σχόλιο:

  1. Ανώνυμος4/4/17

    "Βυζαντινή αρχόντισσα"!
    Τι μου θυμίζει; Τι μου θυμίζει;

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ