26.4.17

Η Καστοριά στα χρόνια του Μακεδονικού Αγώνα




Από το βιβλίο του Michel Paillarès 
«Η Μακεδονική θύελλα - Τα πύρινα χρόνια 1903-1907»
εκδ. Τροχαλία

«Αφήνω τα Βοδενά (Έδεσσα) για να πάω στην Καστοριά. Δώδεκα ώρες δρόμος από εδώ, οι δέκα με το άλογο. Από τις τελευταίες κορφές –κάτω από τις οποίες βρίσκονται σαν τις αετοφωλιές τα σπίτια της Κλεισούρας- αντίκρισα στο βάθος του ορίζοντα ένα λαμπερό φως που ακτινοβολούσε κάτω από το φλογερό ήλιο. Η φωτεινότητα έσβηνε ξαφνικά, σαν αστέρι που πέφτει, μόλις κατρακυλούσα στους κακοτράχαλους κι απότομους δρόμους, ανοιγμένους πάνω στις άγονες πέτρινες πλαγιές. Καθώς όμως έφτασα στην πεδιάδα, το φως ξαναφάνηκε πιο λαμπερό. Βρισκόμουν πολύ κοντά στη λίμνη της Καστοριάς. Με το χάραμα άφησα το Σόροβιτς (Αμύνταιο) κι έκανα οχτώ ώρες ατέλειωτου δρόμου. Με συνόδευαν κουρελιασμένοι στρατιώτες∙ η εμφάνισή τους μόνο θλιβερές σκέψεις μου γεννούσε. Έφτασα στην όχθη αυτής της μικροσκοπικής θάλασσας. Μπήκα σε μια περίεργη βάρκα που θύμιζε σκαρί προϊστορικής εποχής.

Οι τρεις Τούρκοι κωπηλάτες, με τις νωχελικές κινήσεις, κάνουν τη βάρκα να γλιστράει πάνω στην επιφάνεια που μοιάζει με καθρέφτη. Γύρω μας δεσπόζει ο όγκος των ψηλών γκρίζων βουνών. Μονάχα ένα άνοιγμα φαίνεται προς τ’ αριστερά: είναι η πόρτα απ’ όπου πνέουν όλες οι ελπίδες… προς την αθάνατη Ελλάδα. Μα πού κρύβεται λοιπόν η μυστηριώδης πόλη; Μάταια τη γυρεύω παντού. Οι βαρκάρηδες διασκεδάζουν με την έκπληξή μου: «Θα τη θαυμάσετε σε λίγο», μου υπόσχονται με πονηρό χαμόγελο. Θα τη θαυμάσω; Πράγματι, με βεβαίωσαν ότι είναι ωραία.

Το φως της μέρας χανόταν σιγά σιγά. Έπεφτε η νύχτα, χαϊδεύοντας τους ώμους μου τους καταϊδρωμένους από την αφόρητη ζέστη. Η λίμνη μ’ αγκάλιαζε με τη δροσιά της. Είχα παγώσει∙ σχεδόν έτρεμα. Έτσι, ανίκανος να εξερευνήσω τον ορίζοντα που στένευε συνεχώς, κούρνιασα σε μια γωνιά προφυλαγμένη από την αύρα, καρτερώντας υποταγμένος πότε θα ευαρεστηθεί η όμορφη πόλη να φανερωθεί μπροστά μας.

Η βάρκα πλέει τώρα γύρω από ένα φτωχό, απογυμνωμένο λόφο. Σχεδόν τον αγγίζει. Τον έχουν σκάψει αλύπητα. Δεν του απομένουν πια παρά αγριάγκαθα και βράχια. Περνάμε μπροστά από ένα ελληνικό μοναστήρι, πραγματική όαση πάνω σ’ αυτή την άγονη όχθη, με τα σκιερά πλατάνια φυτεμένα πλάι στα ήρεμα νερά. Φτάνουμε σ’ ένα μικρό ακρωτήρι που μας αποκαλύπτει ένα απρόσμενο πέρασμα έξω από τον όγκο των βουνών. Να, λοιπόν, που η Καστοριά βρίσκεται πια σε μικρή απόσταση. Είναι στ’ αλήθεια όμορφη. Τα σπίτια της καθρεφτίζονται στο νερό της λίμνης κι απλώνονται πάνω στις καταπράσινες πλαγιές τριών λόφων. Ένας ολόλευκος μιναρές, που μοιάζει σαν να θέλει να πετάξει προς τον ουρανό, στολίζει το υψηλότερό της σημείο.

Από μακριά είναι όμορφη. Μόλις όμως μπαίνουμε στα στενά σοκάκια της μας πιάνει η απογοήτευση. Η πόλη είναι γεμάτη χαντάκια και τρύπες, όπου μαζεύονται όλες οι βρομιές και τα σκουπίδια. Το χειμώνα οι βροχές μεταφέρουν τη βρομιά στη λίμνη. Το καλοκαίρι ο ήλιος τη στεγνώνει και την καθαρίζει. Οι κάτοικοι ζουν συνεχώς μέσα σ’ έναν υπόνομο, δίχως να προσβάλλονται από τις επιδημίες. Ένα μαργαριτάρι χαμένο μέσα σ’ ένα σκουπιδότοπο… Το όνομα Καστοριά βγαίνει από τη λέξη κάστρο, που σημαίνει φρούριο. Οι χωρικοί ακόμη και σήμερα λένε: «Πάμε στο Κάστρο». Είναι τον αρχαίο Κέλεθρο του Τίτου Λίβιου. Τον καιρό των Βυζαντινών ήταν τόπος εξορίας. Ο αυτοκράτορας Διοκλητιανός είχε χτίσει απέναντί της τη Διοκλητιανούπολη. Σώζονται ακόμα αρχαία ερείπια και τάφοι.

Η πόλη έχει 74 εκκλησίες πολύ παλιές. Η λίμνη παλιά ονομαζόταν Ορεστιάδα. Επί τουρκοκρατίας έγινε πρωτεύουσα ενός καζά. Αναμφίβολα, συμπεριλαμβάνεται στον ελληνικό τομέα. Κατοικείται από 7.000 Έλληνες, 3.500 οσμανλήδες και 1.500 Ισραηλίτες. Δεν υπάρχουν Σλάβοι ούτε σλαβιστές. Δεν υπάρχουν επίσης βουλγαρικά σχολεία κι εκκλησίες. Αντίθετα, τα τέσσερα ελληνικά σχολεία έχουν πάμπολλους μαθητές, αγόρια και κορίτσια. Η πόλη κρατάει τα πρωτεία στην επεξεργασία διαφόρων ειδών γούνας, που εξάγονται στο Λονδίνο και το Παρίσι.(…)

Στην Καστοριά υπάρχουν τουλάχιστον τριακόσιοι πρόσφυγες από τα γύρω μέρη. Οι περισσότεροι είναι σλαβόφωνοι. Προτίμησαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους, τα υπάρχοντά τους και τις οικογένειές τους, παρά να προσχωρήσουν στο βουλγαρισμό. Τους ρώτησα όλους, άντρες, γυναίκες και παιδιά. Για τέσσερις μέρες αυτοί οι δυστυχισμένοι έρχονταν στο δωμάτιό μου για να μου εξομολογηθούν τα βάσανά τους. Πίστευαν ότι ένας δημοσιογράφος μπορεί να ασκήσει τεράστια επιρροή στην Ευρώπη. Με ικέτευαν να συνηγορήσω για τα δίκαιά τους∙ να υποστηρίξω το δικαίωμά τους να αποφασίζουν μόνοι τους για την ταυτότητά τους (…)»

Στο ίδιο βιβλίο ο Παγιαρές αποδεικνύει τα λάθη των στατιστικολόγων της εποχής εκείνης:
«Στην Καστοριά δεν ζουν 4.000 Έλληνες, όπως μας βεβαιώνει ο Brancoff, αλλά 7.000 με 995 μαθητές και 5 σχολεία. Στην Κλεισούρα, κατά τον Brancoff, δεν υπάρχει ούτε ένας Έλληνας, αν και ο ίδιος ομολογεί πως στα 3 ελληνικά σχολεία φοιτούν 300 μαθητές. Έτσι, 0 κάτοικοι x 0=300 παιδιά. Έξοχη μαγεία! Ελάτε, κύριε στατιστικολόγε, παραδεχτείτε πως στην Κλεισούρα ζουν 4.000 Έλληνες. Να γιατί υπάρχουν 420 μαθητές».

Τέλος, νιώθουμε την ανάγκη να παραθέσουμε ένα ακόμη απόσπασμα από το ίδιο βιβλίο που λέει πολλά και πολύ σημαντικά πράγματα:

 «Το 1878 η βρετανική διπλωματία έκρινε ότι η Μακεδονία είναι ελληνική. Είκοσι πέντε χρόνια αργότερα ο κ. Bourchier ανακάλυπτε ότι είναι βουλγαρική! Μέσα στη βάρκα που μετέφερε τον διακεκριμένο συνάδελφό μου στην Καστοριά, πάνω στα πράσινα νερά της κοιμισμένης λίμνης, βρισκόταν ένας ξύπνιος Μακεδόνας, με απότομους τρόπους: ήταν ο βαρκάρης. Ο κ. Bourchier τον παρατηρεί με συμπάθεια κι έπειτα του λέει:

-Είστε Βούλγαρος, έτσι δεν είναι;
-Ποιος, εγώ; εκπλήσσεται ο βαρκάρης και το κουπί του μένει μετέωρο για μια στιγμή.
-Ναι, εσείς!
-Μα την πίστη μου, όχι, δεν είμαι Βούλγαρος!!
-Τι είστε, λοιπόν;
-Ω, μα το Θεό, είμαι Έλληνας!
-Είστε Έλληνας; Ω! ωραίο αστείο! Θα αστειεύεσθε!...

Η έκπληξη του βαρκάρη μεγαλώνει και το κουπί, το τόσο σίγουρο, γίνεται αβέβαιο…
-Μιλάτε βουλγαρικά; ρωτάει ο κ. Bourchier.
-Ναι, αλλά μιλάω και ελληνικά και τουρκικά…
-Ω! μιλάτε βουλγαρικά! Αυτό φτάνει. Δεν είστε Έλληνας!
-Σας λέω ότι είμαι Έλληνας, επιμένει ο Μακεδόνας, εκνευρισμένος αυτή τη φορά. Είμαι Έλληνας!
-Ελάτε, λοιπόν! Είστε Βούλγαρος!... Δεν το βλέπετε ότι είστε Βούλγαρος;
-Εγώ βλέπω ότι είμαι Έλληνας!
-Ε, λοιπόν, έχετε άδικο να λέτε ότι είστε Έλληνας!
-Τότε κι εγώ θα σας πω ότι έχετε άδικο να λέτε ότι είστε Άγγλος!

Ο κ. Bourchier είναι λίγο βαρήκοος, αλλά ο κοπιαστικός διάλογος κατέληξε σε δυναμικά συμπεράσματα. Ο Άγγλος δημοσιογράφος έμεινε κατάπληκτος. Δεν μπορούσε να εξηγήσει την επιμονή του ελληνομανούς. Όσο άκουγε να επαναλαμβάνεται το εθνικιστικό πιστεύω στη Θεσσαλονίκη ή στο Μοναστήρι: «Είμαστε Έλληνες!» τόσο βυθιζόταν στον ανθελληνισμό. Έβλεπε παντού μόνο Βούλγαρους. Εξοργιζόταν που κάποιος μπορούσε να είναι κάτι τόσο διαφορετικό απ’ ό,τι ήθελε αυτός. Ο Άγγλος είναι σφόδρα αυταρχικός στο εξωτερικό. Το «Balkan Committee» ισχυρίζεται ότι ενδιαφέρεται για τα βαλκανικά κράτη, αλλά ανησυχεί μόνο για την τύχη της Βουλγαρίας. Ανέλαβε, λοιπόν, να διαδώσει στην Αγγλία τις ιδέες που προπαγάνδιζαν ο κ. Bourchier και οι « Times».

Ήμουν στη Μακεδονία όταν ο κ. J. Bryce, πρόεδρος αυτής της βουλγαρόφιλης ένωσης, έπαιρνε άφθονες σημειώσεις από τους εξαρχικούς κύκλους. Ήμουν εκεί όταν ο κ. W.A.Moore, ο γραμματέας, έκανε έρευνες για τον ελληνοβουλγαρικό ανταγωνισμό. Αυτοί οι δύο συνήγοροι της μακεδονικής ιδέας έβλεπαν Έλληνες ληστές, αλλά δεν έβλεπαν Έλληνες. Έβλεπαν παντού Βούλγαρους, αλλά ποτέ Βούλγαρους ληστές. Είχαν ιδιόρρυθμη άποψη για τους ανθρώπους και τις καταστάσεις της Μακεδονίας. Επέστρεψαν στο Λονδίνο πιο αμαθείς και πιο τυφλοί από πριν. Δεν αρκεί να περάσεις δίπλα από το πηγάδι όπου κρύβεται η Αλήθεια για ν’ απαλλαγείς από το λάθος∙ το βασικό είναι να βυθίσεις εκεί το ερευνητικό σου βλέμμα».

ΥΓ: Το ίδιο περιστατικό περιγράφεται από τον Μοναστηριώτη Μακεδονομάχο και συγγραφέα Γεώργιο Μόδη στην ιστορία του «Σούλιος», όπου ο καπετάν Λάκης Νταηλάκης με τους 8 άντρες του χρειάζεται να διανυκτερεύσει στα καλάμια της λίμνης μας στο πλαίσιο μιας σπουδαίας αποστολής. Στη διάρκεια της νύχτας ο ψαράς-βαρκάρης Μανιός αφηγείται στους πολεμιστές γεγονότα που έζησε ο ίδιος, ανάμεσά τους και το παρακάτω ιστορικό επεισόδιο:

«Είχεν έλθει στην Καστοριά ο Μπάουτσερ, ο περίφημος ανταποκριτής των «Τάιμς» του Λονδίνου και περιφημότερος φίλος των Βουλγάρων. Αποβραδίς συνεννοήθηκε με τον Ιταλόν αξιωματικό της Χωροφυλακής Βιντσέντσι να κάμουν το πρωί την άλλη μέρα περίπατο στη λίμνη με μια βάρκα. Την άλλη μέρα όμως έβρεχε απ’ την αυγή δυνατά. Ο Ιταλός νόμισε ότι ο περίπατος είχε ματαιωθεί ή αναβληθεί. Μα στην ορισμένη ώρα εμφανίστηκε ο Άγγλος τυλιγμένος σε αδιάβροχο. Αναγκάσθηκε να τον ακολουθήσει και ο Βιντσέντσι μαζί με τον διερμηνέα του Κώστα Ζιούλη απ’ το Μοναστήρι.

Μιλούσαν και οι τρεις μεταξύ τους Γαλλικά:
Κάποια στιγμή ο Μπάουτσερ είπε του Ζιούλη:
-Ρωτήσατε, παρακαλώ, τον βαρκάρη από πού είναι.
-Απ’ την Καστοριά, απάντησε εκείνος.
-Ξαναρωτήσατέ τον, παρακαλώ, τι είναι; Έλληνας, Βούλγαρος, Βλάχος... Αρβανίτης... υπάρχουν πολλές φυλές εδώ.
-Έλληνας...  Γραικός είμαι. Τι άλλο! Απάντησε με λίγη δόση θυμού ο βαρκάρης.
-Είπετέ του, παρακαλώ, ξαναείπε ο Μπάουτσερ. Δεν είναι Έλληνας μα Βούλγαρος.
-Βούλγαρος εγώ;! διαμαρτυρήθηκε ο βαρκάρης.
Σταμάτησε έπειτα το κουπί, κοίταξε θυμωμένος τους τρεις και ρώτησε τον Ζιούλη.
-Τι είναι του λόγου του η αφεντιά του;
-Άγγλος.
-Πες του δεν είναι Άγγλος μα Ρώσος.
Οι Ρώσοι τότε ήταν οι χειρότεροι εχθροί της Βρετανικής αυτοκρατορίας.
Γέλασαν και οι τρεις με την ψυχή τους και ο Βιντσέντσι είπε του Μπάουτσερ:
-Σας έδειξε με την εξυπνάδα του ο βαρκάρης ότι είναι γνήσιος Έλληνας.
-Και απόγονος μάλιστα άμεσος του Οδυσσέα, συνομολόγησε εκείνος».


Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ σε επιμέλεια Σόνιας Ευθυμιάδου Παπασταύρου, στις 10 Νοεμβρίου 2016, αρ. φύλλου 859. Ο Μισέλ Παγιαρές, γάλλος διπλωμάτης και δημοσιογράφος, έζησε στην τουρκοκρατούμενη τότε Μακεδονία τα ταραγμένα χρόνια του μακεδονικού αγώνα.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ