Ένας σεισμός στην κεντρική Ιταλία ήρθε ξαφνικά, όπως το συνηθίζουν όλα σχεδόν τα κακά, όσα έρχονται στον φλοιό της γης. Μας προλαμβάνουν απροετοίμαστα, πότε απλά μας τρομάζουν, πότε μας σκοτώνουν, με τον δικό τους τρόπο ώστε να μένουν οι σεισμοί σαν τατουάζ μέχρι το τέλος της ζωής των ανθρώπων, όλων όσων επέζησαν. Οι πληροφορίες για τον σεισμό τεντώθηκαν στην τηλεόραση από άκρου, εις άκρον για μέρες πρώτη είδηση.
Αν προσέξουμε την κάθε φορά ό,τι οι σεισμολόγοι αναλύουν. Υπάρχει η περιοδικότητα του φαινομένου, έτσι ώστε για κάθε σημείο του πλανήτη, με όποια περιοδικότητα και αν επαναλαμβάνεται το φαινόμενο. Η πιθανότητα να συναντήσει κάποιος τον Εγκέλαδο είναι συνάρτηση της δικής του ζωής, όσο περισσότερο παρατείνεται, τόσο και αυξάνεται η πιθανότητα στην διάρκειά της η ζωή να χωρέσει και μια και δύο φορές η περιοδικότητα του σεισμικού φαινομένου. Η μετασεισμική εμπειρία εκτυπώνεται ανεξίτηλα στην μνήμη. Στην ιστορία της γης είναι το σημαινόμενο τέλους και αρχής της εποχής. Σε πέτρες, σε βράχους στις ακτές χαράζει ο σεισμός τα ίχνη από το πέρασμά του. Με όλα τούτα τα στοιχεία πλεξουδιάζεται το ανάθεμα, όποιο τον ακολουθεί. Η τηλεόραση έδειχνε και υπογράμμιζε την απόγνωση της καταστροφής, στέγες καθισμένες, τοίχοι ανοιχτοί, ξεκοιλιασμένοι, σκόνη από παλαιότητα, όλα είναι όσο το πέπλο του θανάτου, φέρετρα και οδυρμοί, ήχος από μπουλντόζες και το γκρέμισμα, είναι κάτι σαν πένθιμο εμβατήριο κατά την διάρκεια των μετασεισμών. Ό,τι από πτώμα ανασύρεται από τα ερείπια, περιορίζει τον πόνο μόνον στον κύκλο των συγγενών του, δάκρυ από τους δικούς του μονάχα. Δραματική η σιωπή για ν’ ακουστούν φωνές από τα ερείπια, ψίθυροι, κλάματα τούτες τις άγριες στιγμές, όσο ακόμη λιχνίζεται το έσχατο φωτάκι κάποιας ζωής.
Η ανάσυρση θυμάτων από τους διασώστες είναι θεία επιταγή. Τα καταπλακωμένα πτώματα απομακρύνονται με οδυρμούς. Οι σκύλοι μυρίζουν σάρκα, ακούνε ομιλίες, αφουγκράζονται αναπνοές και κατευθύνουν την έρευνα. Είναι οι στιγμές της μεγίστης κυνοφιλίας των ανθρώπων. Ποτέ άλλοτε ο άνθρωπος (όλοι οι άνθρωποι) δεν αισθάνεται αυτή την συναισθηματική και πνευματική ισότιμη σχέση με το εξειδικευμένο ζώο. Η ανεύρεση και η ανάσυρση ζώντων είναι μεγαλειώδης τύχη που τιμά την πράξη.
Προχθές ανάμεσα από δοκάρια δυο χέρια εθελοντή εισέδυσαν, όπως ανάμεσα στους μηρούς επιτόκου τα χέρια του μαιευτήρα και έσυραν ένα μωρό. Το σφιχταγκάλιασμα του δεν το ενθάρρυνε. Το σκούπισε στο πρόσωπο περιμένοντας με αγωνία και εκείνο άρχισε να κλαίει. Πηδήσαμε στην εικόνα, γνώριμη και βιωμένη μαιευτική εμπειρία. Τούτο το πρώτο κλάμα του ανθρώπου, για όσους είχαν την ευκαιρία να το βοηθήσουν ν’ ακουστεί, είχε συνέχεια τον ήχο από το διάστημα εκείνου του μηχανισμού, που με την βοήθεια του φωτός διατυμπανίζει το δεύτερο βρανδεμβούργιο κονσέρτο του Μπαχ σε όλο το πλάτος του σύμπαντος για πιθανή ακουστική δυνατότητα των πιθανών όντων του διαστήματος, σαν το χαρμόσυνο μήνυμα της Γης.
Εκεί που πλησίαζε η ζωούλα του να δύσει, πριν καλά καλά ανατείλει, ένα κλάμα ήρθε σαν το “φως ιλαρόν αγίας δόξης” από αγιορείτικο μοναστήρι. Τα χέρια που κράτησαν το παιδάκι, το έφεραν στην αγκαλιά του διασώστη και το κράτησαν, με ένα χαμόγελο που μόνον ο μαιευτήρας έχει και το δείχνει στην μητέρα για πρώτη φορά, αγάπη και χαμόγελο μαζί. Κάθε διασώστης, όταν ανοίγει μέσα στη σκόνη και στα χαλάσματα χώρο να απλώσει το βήμα του, θα οικοδομήσει την εμπειρία του θανάτου, καθώς θα τον συναντήσει με χέρια τσακισμένα, με πρόσωπα κάτω από χώματα και σκόνη, το στόμα μισάνοιχτο, ξεχάστηκε στην μέση της λέξης “πονώ”, το άλλο μισό το έκραξαν πολλοί απελπισμένοι, διασώστες, όταν πλησίασαν. Η σιωπή μετά το κρεσέντο του σεισμού, που ακολούθησε την οργή της γης, είναι η μονωδία του θανάτου. Όλοι περιμένουν, να ακουστεί από κάπου φωνή, κλάμα, αναπνοή, έστω και πνιγμένη. Οι σκύλοι ερευνούν τα ερείπια με ακίνητες ουρές, μέχρι κάποιος ήχος να δείξει σημάδι και τότε αρχίζουν εκείνο παιχνίδισμα που ανθίζει χαμόγελα σε όσους έτρεξαν, λες και ακούστηκε το “δεύτε λάβετε φως”. Η ουρά του σκύλου δείχνει ευανάγνωστη χαρά.
Η εμπειρία της ανάσυρσης ζώντος, λιώνει χρυσάφι πάνω στην ώρα, πάνω στον χρόνο σαν διάδημα-μάσκα στην μούμια του Τουταγχαμών. Είναι ένα διάδημα που θα επιβιώσει για χρόνια και μετά τη απώλεια της ζωής. Η χαρά στην ανακάλυψη της μούμιας χωρίς ελπίδα ζωής, χρυσώνεται εσαεί με την πρώτη αναπνοή του ανασυρθέντος. Αν ακουστεί κάποιο φτάρνισμα, ανατέλλει η ίδια η ζωή, είναι η χαρά που μοιράζεται, είναι το φύτρωμα βολβού στην χούφτα. Μόνον η εμπειρία του μαιευτήρα όταν δει μέσα στα χέρια του την πρώτη ανάσα, του χωρίς ζωτικά σημεία νεογνού να φυτρώνει, συγκρίνεται με ό,τι ο διασώστης δει μέσα στην αγκαλιά του στο άψυχο παιδικό κορμάκι να κινείται. Από τα χαλάσματα, όταν ανέσυρε το άψυχο παιδάκι, εκείνο ανάσανε, είναι η ίδια η ζωή που βλάστησε στην αγκαλιά του.
Ο σεισμός έχει τις αλλεπάλληλες σεισμικές δονήσεις που υποχρεώνουν την γη σε ρήγματα. Οι σεισμικές αυτές δονήσεις γίνονται ωδίνες του τοκετού που έφεραν τα χέρια για την διεξαγωγή του τοκετού στο χάσμα των χαλασμάτων και χαλούν το προπέτασμα του θανάτου εμποδίζει για πολύ τον ύπνο, φλόγα ψυχή που ανάβει απευθείας από τον ήλιο.
Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 13 Οκτωβρίου 2016, αρ. φύλλου 855.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.