25.4.17

ΧΡΥΣΟΥΛΑΣ ΠΑΤΡΩΝΟΥ ΠΑΠΑΤΕΡΠΟΥ: Ο εφιάλτης


ΟΔΟΣ 27.10.2016 | 857

Δεν ήμουν εύκολος γενικά στις μετακινήσεις• πολύ περισσότερο σε μετακινήσεις έτσι, για να αλλάξουμε, όπως συνηθίζεται να λένε, περιβάλλον. Λες και το περιβάλλον είναι αυτό που κάνει βαρετή ή μονότονη τη ζωή μας. Έχω τους δικούς μου ρυθμούς, το δικό μου καθημερινό πρόγραμμα και δύσκολα ξεφεύγω απ’αυτό, εκτός κι αν προκύψει κάτι έκτακτο. Είχα βέβαια και το δικό μου εφιάλτη, ο οποίος με επισκεπτόταν, ίδιος ακριβώς, ή αυτήν την εντύπωση έχω, κάθε φορά που έβγαινα από την επονομαζόμενη ρουτίνα. Ίσως αυτός να είναι και ο λόγος που δεν μου αρέσουν οι αλλαγές, ιδίως όταν συμβαίνουν απροειδοποίητα.

Να περιγράψω τον εφιάλτη: ένα πιστόλι κολλημένο στον κρόταφό μου, να προσπαθώ να φωνάξω βοήθεια και να πνίγεται η φωνή μου, μια απόπειρα να απομακρυνθώ από το επικίνδυνο σημείο, αλλά τα πόδια μου να κολλάν στο έδαφος και να ξυπνώ λουσμένος στον ιδρώτα, με την καρδιά μου να παίζει ταμπούρλο. Δεν θυμάμαι, από πότε επαναλαμβανόταν αυτό το όνειρο• σίγουρο είναι, ότι επανερχόταν κάθε φορά, που όπως εξήγησα, αναγκαζόμουν να αλλάξω τον καθημερινό μου ρυθμό και όχι φυσικά, όταν αυτή η αλλαγή είχε προγραμματιστεί και κανονιστεί εκ των προτέρων. Εξυπακούεται, ότι ακριβώς επειδή δεν είμαι λάτρης των ξαφνικών αλλαγών, δεν με ταλαιπωρούσε πολύ συχνά ο εφιάλτης με το περίστροφο.

Όταν ο γιος μου, μεταπτυχιακός φοιτητής στη Γερμανία, ζήτησε να τον επισκεφτώ για κάποιο πρόβλημα που του παρουσιάστηκε ξαφνικά, αναγκάστηκα να ταξιδέψω επειγόντως. Και τις δυο βραδιές πριν την αναχώρηση, ξυπνούσα κάθιδρος μες στη νύχτα με το πιστόλι στον κρόταφο. Με την άφιξη στον τόπο προορισμού, σταμάτησε το νυχτερινό βασανιστήριο. Είχα ξαναβρεί, απ’ ότι φαίνεται, τον καθημερινό μου ρυθμό και χάρηκα που δεν είχα αναφέρει τίποτα σε κανέναν, ούτε στο σπίτι, ούτε στο γιο μου στην ξένη. Για συμπαράσταση άλλωστε είχα κάνει όλο αυτό το ταξίδι, όχι για ερμηνεία ονείρων. Το διαμέρισμα που έμενε, το μοιραζόταν με έναν επίσης μεταπτυχιακό γερμανό φοιτητή• τον χαιρετούσα καθημερινά με το τυπικό “Guten Morgen” και μου απαντούσε με “καλημέρα”, με ένα ένρινο ρο. Κατά τη διάρκεια της ημέρας σπάνια ανταμώναμε. Τόσο εκείνος, όσο κι εμείς, απουσιάζαμε σχεδόν όλες τις ώρες.

Επιστρέφαμε από ένα μεταμεσημβρινό περίπατο, όταν συναντήσαμε στην εξώθυρα το συγκάτοικο, συνοδευόμενο από έναν άλλο νέο άντρα. Στάθηκε ο πρώτος στην ανοιχτή ακόμη πόρτα για να μας χαιρετήσει και στράφηκε στο δεύτερο για να γίνουν οι σχετικές συστάσεις. Αυτός, όπως στεκόταν με την πλάτη γυρισμένη, ψηλός και ευθυτενής, κάποιον μου θύμιζε αμυδρά, χωρίς να μπορώ να προσδιορίσω ποιον και από πού. Όταν γύρισε προς το μέρος μου για να με χαιρετήσει, κοκάλωσα. Πρέπει να είχα χλομιάσει υπερβολικά, γιατί σαν σε όνειρο, άκουσα το γιο μου να ρωτάει “πατέρα, τι σου συμβαίνει;”, και να με οδηγεί υποβασταζόμενο στο χώρο του, μέσα στο διαμέρισμα. Ακόμη και τότε, μου ήταν αδύνατον να αρθρώσω έστω και μία λέξη. Ανήσυχος εμφανίστηκε στην είσοδο ο συγκάτοικος και ρώτησε μήπως έπρεπε να καλέσει γιατρό ή να με μεταφέρουν στο κοντινό νοσοκομείο. Κάπως πιο ήρεμος, κατάφερα να ζητήσω από το γιο μου λίγο νερό και να τους καθησυχάσω, ότι απλά ένιωσα μια ξαφνική αδιαθεσία. Μείναμε οι δυο μας τελικά. Τον εφιάλτη μου άρχισα να εξιστορώ, τώρα ωστόσο είχε πάρει μια πιο συγκεκριμένη μορφή. Στο πλαίσιο των παιδικών μου χρόνων εγκαταστάθηκε, με όλη τη φρίκη που είχα ζήσει τότε και που η παρουσία του ευθυτενούς Γερμανού στην είσοδο της οικίας έφερε στην επιφάνεια.




Ναι, έμοιαζε καταπληκτικά με το γερμανό αξιωματικό, ο οποίος μου είχε κολλήσει το πιστόλι στον κρόταφο, πριν πενήντα και χρόνια. Δεκάχρονο αγόρι ήμουν, όταν έφτασαν οι κατακτητές στο χωριό μου. Λόχος ολόκληρος είχε στρατοπεδεύσει στην κεντρική πλατεία. Ο λοχαγός τους, ίδιος στην όψη με το φίλο του τωρινού συγκάτοικου, ήθελε να προμηθευτεί κονιάκ για τους στρατιώτες του. Με νοήματα τον κατεύθυναν στο καφενείο του πατέρα, αλλά εκείνο ήταν κλειστό και ο ίδιος έλειπε στα χωράφια. Κάποιος χωριανός ήρθε σπίτι και με φώναξε για να ανοίξω και να τους δώσω αυτό που ζητούσαν. Τους εξυπηρέτησα δείχνοντάς τους το ράφι με τα μπουκάλια. Πήρε εκείνος τρία μπουκάλια κονιάκ, τα μοναδικά που υπήρχαν, και έριξε πάνω στο τραπέζι μερικά κέρματα. Πρώτη μου φορά έβλεπα τέτοια νομίσματα. Κούνησα το κεφάλι για να του δηλώσω, ότι δεν χρειαζόταν να με πληρώσει και έσπρωξα τα κέρματα προς το μέρος του. Τότε ήταν που εκείνος, σε έξαλλη κατάσταση, έβγαλε το πιστόλι και μου το κόλλησε στον κρόταφο. Ο συγχωριανός που ήταν παρών, άρχισε να χειρονομεί και να προσπαθεί να δώσει στον ένστολο να καταλάβει, ότι ο μικρός, -εγώ δηλαδή, δεν έστεκε και πολύ καλά στα μυαλά του. Ταυτόχρονα, πήρε τα μεταλλικά νομίσματα και τα έχωσε στο συρτάρι του τραπεζιού. Το πιστόλι ξαναμπήκε στη θήκη του, ο ξανθός αξιωματικός με το ψυχρό γκρίζο βλέμμα, αναχώρησε με τα μπουκάλια υπό μάλης• ούτε να κλάψω δεν είχα κουράγιο, και ο καλός μου γείτονας με συνόδευσε σπίτι, μια και τα πόδια μου αρνούνταν να με κρατήσουν.

Ξέρω τώρα ποιος μου κολλούσε το πιστόλι στον κρόταφο. Μια εικόνα που το υποσυνείδητο είχε κρύψει πολύ βαθιά στο παιδικό μυαλό και το έβγαζε στην επιφάνεια σαν εφιάλτη, μόνον όταν ο καθημερινός ρυθμός αποσυντονιζόταν.

Εξακολουθώ να ζω ήρεμα και χωρίς άσκοπες μετακινήσεις. Χρειάστηκε παρ’ όλα αυτά, μερικές φορές να αλλάξω ρυθμό αναπάντεχα. Και όσο κι αν δυσκολεύομαι να το πιστέψω, ο εφιάλτης με το πιστόλι στον κρόταφο δεν παρουσιάστηκε ποτέ πια, από την ώρα που συνάντησα το “σωσία” του απειλητικού λοχαγού...



Φωτογραφία:Takagi Haruyama (1803-1868), εικονογράφηση φυσικής 
ιστορίας του 1850, από ιάπωνες καλλιτέχνες 

Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 27 Οκτωβρίου 2016, αρ. φύλλου 857

1 σχόλιο:

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ