19.4.17

ΣΟΝΙΑΣ ΕΥΘΥΜΙΑΔΟΥ-ΠΑΠΑΣΤΑΥΡΟΥ: Σταγόνες ανθρωπιάς μες στον απάνθρωπο πόλεμο



Ήταν το 1989 όταν θέλησαν να επισκεφτούν το νησί της Μήλου η κυρία και ο νεότερος Λέμπερ από τη Γερμανία και επικοινώνησαν με έναν από τους συνεργάτες του πατέρα Λέμπερ, που ήταν η αιτία αυτού του ταξιδιού. Μολονότι ο συνεργάτης του δεν απάντησε, οι δυο Γερμανοί, μάνα και γιος, ήρθαν και ένιωσαν μία τεράστια έκπληξη βλέποντας περίπου 30 κατοίκους του νησιού μαζεμένους για την υποδοχή τους. Τόσα χρόνια μετά, οι ευεργετημένοι Έλληνες δεν είχαν ξεχάσει.

Ο χειρουργός Χανς Λέμπερ, επίατρος του γερμανικού ναυτικού, είχε σώσει πολλές ζωές Ελλήνων στα μαύρα χρόνια της Κατοχής. Η προσφορά του αυτή περιγράφεται μες στο εκδοθέν το 2014 βιβλίο με τις 57 επιστολές που έστελνε σχεδόν κάθε Κυριακή στην οικογένειά του στη Γερμανία, οι οποίες ανοίχτηκαν μόλις το 1989 κι έτσι αποφασίστηκε «να ξεκινήσουν στη Μήλο πορεία μνήμης στα ίχνη προσφοράς του συζύγου και πατέρα». Κι όταν έζησαν την υποδοχή που δεν περίμεναν κατάλαβαν ότι ο Χανς Λέμπερ θα πρέπει να είχε προσφέρει κάτι το απερίγραπτο στα χρόνια της Κατοχής στη Μήλο». Αλλά εξίσου απερίγραπτη είναι και η συνέχεια:

«Ο γιατρός Χανς Λέμπερ, αν και στην υπηρεσία του Γερμανού κατακτητή, άφησε μια σημαντική παρακαταθήκη ανθρωπιάς στη Μήλο, που ακόμη και μέχρι σήμερα έχει μείνει ζωντανή στη μνήμη των ντόπιων. Πάνω απ’ όλα υπήρξε γιατρός. Ίσως να ακούγεται περίεργο, αλλά, όταν σκοτώθηκε, οι Μηλιοί τον έκλαψαν σαν δικό τους άνθρωπο. Ακόμη και σήμερα, 70 χρόνια μετά τον θάνατό του, συνεχίζει να προσφέρει στη δημόσια υγεία, όπως έκανε το 1943 και 1944, καθώς οι εισπράξεις του βιβλίου διατίθενται όλες στο Κέντρο Υγείας της Μήλου» έγραψε πριν από δύο χρόνια η Deutsche Welle.

Κι από τη Μήλο στην Κρήτη, όπου ένας τίτλος τα λέει όλα: «Ρούντο Σβαρτς, Κρήτη, 1943. Ένας ζωγράφος με τη στολή της Βέρμαχτ». Ο Σβαρτς «σε αντίθεση με πολλούς συμπατριώτες του, εξοικειώθηκε με τον τόπο, αγάπησε τους ανθρώπους, τη φύση και τα μνημεία. Ακούμπησε τη ζεστή ματιά του στους ανθρώπους και τα πράγματα, αποτύπωσε και κατέγραψε εικόνες με ενδιαφέρον ερασιτέχνη αρχαιολόγου, λαογράφου και φυσιοδίφη» έγραψε το Μουσείο Μπενάκη, όταν το 2011 διοργάνωσε την έκθεση των έργων που έφτιαξε μέσα στον ενάμιση χρόνο όπου, αντί να πολεμά, ζωγράφιζε και φωτογράφιζε». Αλλά και αυτή η ιστορία έχει πολύ ενδιαφέρουσα συνέχεια, καθώς οι δυο γιοι του δώρισαν στην Εταιρία Κρητικών Ιστορικών Μελετών ένα μέρος του αρχείου και των έργων του πατέρα τους, αυτού του «καλού στρατιώτη που πολεμούσε με το πινέλο».

Το ξέρω πως είναι ριψοκίνδυνο αυτό που κάνω αυτήν τη στιγμή: να μιλώ υπέρ δύο Γερμανών, ενώ η πλειονότητα των Ελλήνων σήμερα πιστεύει για όλους τους τα χειρότερα. Μιλώ όμως για τους δύο συγκεκριμένους ανθρώπους που υπήρξαν εξαιρέσεις μες σ’ έναν αιματηρό περίγυρο στον καιρό όπου όλα όσα συνέβαιναν είχαν για ρίζα τους το μίσος. Και την τρέλα να επικρατήσουν οι Γερμανοί χωρίς να νοιάζονται καθόλου για το πόσους θα εξόντωναν πολεμώντας για το απάνθρωπο κι απαίσιο σχέδιό τους.

Ήταν ο καιρός και τα χρόνια όπου στην Πατρίδα μας συναντάμε πολλές περιπτώσεις Ελλήνων που τους έγραψε η Ιστορία με τα πιο λαμπρά γράμματα για τις λαμπρές επιλογές τους. Μια τέτοια περίπτωση ο Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός, για τον οποίο, πέρα απ’ όλα τα άλλα που του υπαγόρευε η ελληνική του ρίζα και το σχήμα του, διαβάζουμε:

«Η μέριμνά του για τη διάσωση των Ιουδαίων στο θρήσκευμα Ελλήνων πολιτών και των αθίγγανων, οι οποίοι από το 1943 άρχισαν μαζικά να οδηγούνται σε στρατόπεδα εξολόθρευσης, είναι από τις μεγαλύτερες στιγμές του και για τη δράση του αυτή τιμήθηκε αργότερα από την Ισραηλιτική κοινότητα. Κατ’ εντολή του εκδίδονταν πιστοποιητικά βαπτίσεως για τους Εβραίους ώστε να εμφανίζονται ως Χριστιανοί και να αποφεύγεται η σύλληψη και απέλασή τους. Επανειλημμένα διαμαρτυρήθηκε στους Γερμανούς ανώτερους διοικητές για τη συνεχιζόμενη πρακτική της δολοφονίας Εβραίων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι αυτό κατά το οποίο απέστειλε έγγραφη διαμαρτυρία, την 23η Μαρτίου 1943, υπερασπιζόμενος την ιουδαϊκή κοινότητα, απειλήθηκε από τον στρατηγό Στρόοπ με τυφεκισμό. Ο Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός απάντησε στην απειλή του Στρόοπ: "Οι Ιεράρχες της Ελλάδος, στρατηγέ Στρόοπ, δεν τουφεκίζονται, απαγχονίζονται. Σας παρακαλώ να σεβασθήτε αυτήν την παράδοσιν". Κι είναι η επιστολή διαμαρτυρίας του η παρακάτω:

“Η Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία και ο ακαδημαϊκός κόσμος του Ελληνικού Λαού, διαμαρτύρεται κατά της δίωξης των Εβραίων. Ο ελληνικός λαός, είναι βαθιά λυπημένος όταν έμαθε πως οι γερμανικές αρχές Κατοχής, έχουν ήδη θέσει σε εφαρμογή ένα πρόγραμμα σταδιακής απέλασης των Ελλήνων της εβραϊκής κοινότητας και ότι οι πρώτες ομάδες των εκτοπισμένων, βρίσκονται ήδη καθ’ οδόν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης της Πολωνίας. Σύμφωνα με τους όρους της ανακωχής, όλοι οι Έλληνες πολίτες, χωρίς διακρίσεις, φυλής ή θρησκείας, θα έπρεπε να τυγχάνουν ίσης μεταχείρισης από τις κατοχικές αρχές. Οι Έλληνες Εβραίοι έχουν αποδείξει την αξία τους. Έχουν συμβάλλει στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας, είναι νομοταγείς πολίτες και κατανοούν πλήρως τα καθήκοντά τους, ως Έλληνες. Έχουν κάνει θυσίες για την Ελλάδα και ήταν πάντα στην πρώτη γραμμή της πάλης του ελληνικού έθνους, για την υπεράσπιση των αναφαίρετων ιστορικών δικαιωμάτων του.

Στην εθνική μας συνείδηση, όλα τα παιδιά της Μητέρας Ελλάδας αποτελούν μια αναπόσπαστη ενότητα: είναι ισότιμα μέλη του εθνικού σώματος, ανεξαρτήτως θρησκείας. Η αγία Ορθόδοξη θρησκεία μας δεν αναγνωρίζει ανώτερη ή κατώτερη ποιότητα με βάση τη φυλή ή τη θρησκεία και η θρησκεία μας αναφέρει πως: «Δεν υπάρχει ούτε Εβραίος, ούτε Έλληνας» και συνεπώς καταδικάζει κάθε απόπειρα διακρίσεων ή δημιουργίας φυλετικών ή θρησκευτικών διαφορών. Είναι κοινή η μοίρα μας τόσο στις μέρες της δόξας όσο και σε περιόδους εθνικής ατυχίας και είναι άρρηκτοι οι δεσμοί μεταξύ όλων των Ελλήνων πολιτών, χωρίς εξαίρεση, ανεξάρτητα από τη φυλή.

Σήμερα, ανησυχούμε βαθύτατα για την τύχη των 60.000 συμπολιτών μας, οι οποίοι είναι Εβραίοι. Έχουμε ζήσει μαζί και οι δύο την δουλεία και την ελευθερία και εκτιμούμε τα συναισθήματά τους, την αδελφική τους στάση, την οικονομική τους προσφορά και το πιο σημαντικό, τον πατριωτισμό τους.
Αθήνα 23η Μαρτίου 1943».

Όχι, δεν αναφέρομαι στο θέμα εξαιτίας της αμφισβήτησης του ρόλου της Εκκλησίας στη διάρκεια της Κατοχής. Είμαστε πολλοί όσοι εδώ και χρόνια βλέπουμε με απορία την σκόπιμη συσκότιση αληθειών που είτε είναι εξαρχής φανερές είτε αποδεικνύονται εύκολα. Γιατί δεν είναι μονάχα ο Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός που ανοίγει την τεράστια αγκαλιά του δίχως να ξεχωρίζει κανέναν συμπατριώτη του. Είναι κι ο τότε Μητροπολίτης Δημητριάδος Ιωακείμ, ο οποίος, σε συνεργασία με τον Αρχιραββίνο του Βόλου Μωυσή Συμεών Πέσαχ, φυγάδευσε στα χωριά του Πηλίου και έσωσε τη ζωή του 95% του εβραϊκού στοιχείου της πόλης. Στους ναούς μάλιστα του Βόλου φυλάχτηκαν πολύτιμα σκεύη και τιμαλφή των διωκομένων Εβραίων, τα οποία επεστράφησαν στο ακέραιο μετά την απελευθέρωση. Για την όλη δράση του ο Μητροπολίτης Ιωακείμ τιμήθηκε από το ισραηλιτικό κράτος, που τον συμπεριέλαβε στους «Δικαίους των Εθνών». Αλλά και στον δικό μας μητροπολίτη, τον Νικηφόρο από το Δισπηλιό, αναφέρονται τα ισραηλιτικά αρχεία, επειδή βοήθησε τους Εβραίους της Καστοριάς, που όσοι Καστοριανοί έζησαν τότε θυμούνται τις σχέσεις αγάπης που τους έδεναν με τους Χριστιανούς συμπολίτες τους.

Συγκλονιστική όμως είναι κι η στιγμή του θανάτου στο πεδίο της μάχης του ήρωά μας Μαρδοχαίου Φριζή, Εβραίου στο θρήσκευμα. Όταν τον πέτυχε θραύσμα οβίδας και ριπή πολυβόλου, κατάφερε, πριν πεθάνει, να ψιθυρίσει: «Για την Ελλάδα». Μετά την επιδρομή ο ιερέας της ταξιαρχίας έσπευσε επιτόπου, αλλά δεν ήξερε τι να κάνει, αφού ο Φριζής δεν ήταν χριστιανός. Με δάκρυα στα μάτια έβγαλε από το σακίδιό του τα άμφια, έβαλε τα χέρια του στο γεμάτο αίματα κεφάλι του Φριζή και άρχισε να διαβάζει την επιθανάτιο εβραϊκή προσευχή «Άκουε, Ισραήλ, ο Θεός είναι Εις και Μόνος».

Στο δε βιβλίο με θέμα τη ζωή του ξεχωριστού αυτού Έλληνα Ήρωα με τίτλο «Έρις-Έρως, Αίμα-Άμμος» ο ήρωας σε κάποιο σημείο λέει με περηφάνια: «Ζω σε μία προνομιακή χώρα, την Ελλάδα, και δεν φοβήθηκα ποτέ να δηλώσω το θρήσκευμά μου, δεν με ρώτησε κανείς ποιον θεό πιστεύω. Η Δημοκρατία μας είναι ανοιχτή σ’ όλους τους κατοίκους της και η ανεξιθρησκία συνεχίζεται από την εποχή του διατάγματος του Μεδιολάνου από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο». 

Μα περισσότερο απ’ όλες τις περιπτώσεις όπου η ανθρωπιά νικάει το πηχτό σκοτάδι του πολέμου με συγκινεί και με συγκλονίζει (όχι λόγω της καταγωγής μου από τη Φλώρινα) η ιστορία του Νοσοκόμου του ξακουστού για τον ηρωισμό του 33ου Συντάγματος της Φλώρινας, που μπήκε πρώτο στο Βερνίκι και τη Βίγλιστα, του ηρωικού Συντάγματος για το οποίο έγραψε και ο Άγγελος Τερζάκης. Είναι αμέσως μετά την κατάληψη της Κορυτσάς από τους Έλληνες, συγκεκριμένα μάλιστα πρόκειται για μια μέρα γεμάτη πολεμική δράση και γι’ αυτό πολύ κουραστική.

Την επομένη οι στρατιώτες θα επιχειρήσουν να καταλάβουν ένα ύψωμα «πάση θυσία και το δυνατόν ταχύτερα», γι’ αυτό και προσπαθούν να ξεκουραστούν όσο καλύτερα μπορούν στις δύσκολες συνθήκες όπου ζούνε. Όλοι ησυχάζουν εκτός από τον νοσοκόμο. Βλέπετε, έχει ακούσει τις ικεσίες ενός τραυματισμένου Ιταλού, που εκλιπαρεί στη γλώσσα του τους καλούς Έλληνες να τον βοηθήσουν. Αδύνατον να κοιμηθεί ο νοσοκόμος, γι’ αυτό και πλησιάζει τον ανθυπολοχαγό του και τον παρακαλεί να τον αφήσει να πάει να τον φέρει. «Αποκλείεται» είναι η απάντηση, γιατί είναι πάρα πολύ επικίνδυνο και τον διώχνει να πάει να κοιμηθεί. Το ίδιο σκηνικό επαναλαμβάνεται για δεύτερη φορά και η απόφαση του ανωτέρου δεν αλλάζει. Και πριν ξημερώσει ακούγεται «ένας κατακλυσμός εχθρικών πολυβόλων που κροτάλιζαν δαιμονισμένα». Και μετά την επίθεση των Ελλήνων, την ώρα του απολογισμού της μάχης και της καταμέτρησης των απωλειών, ένας νεκρός αναφέρεται. Ένας νεκρός, που δεν είναι άλλος από τον συμπονετικό νοσοκόμο, που, μην αντέχοντας στις ικεσίες του εχθρού, είχε παρακούσει τον ανθυπολοχαγό του και είχε πάει να τον σώσει.

«Στη μέση σχεδόν του πλατώματος τα μάτια μου αντίκρισαν μια εικόνα που ο χρόνος δεν θα τη σβήσει ποτέ. Δυο κορμιά ξαπλωμένα μπρούμυτα το ένα πάνω στ’ άλλο. […] Νεκροί, κοκαλιασμένοι. Τα χέρια του νοσοκόμου περασμένα στην πλάτη του κρατούσαν τους μηρούς του Ιταλού. Χωρίς να λογαριάζουμε το πολικό κρύο, κοιτάζαμε ώρα πολλή το σύμπλεγμα τούτο που τόσα πολλά συμβόλιζε», γράφει ο Ανδρέας Παπακωνσταντίνου (το συγκεκριμένο συγκλονιστικό περιστατικό το έζησε και του το αφηγήθηκε ο σπουδαίος μουσικός της Φλώρινας Δημήτρης Λιώτσης, που πέθανε το 2015) στο πολύ ενδιαφέρον βιβλίο του «Καπετάν Κώττας» των εκδ. Πελασγός. Και συνεχίζει:

[…] Προσπάθησαν κι οι άντρες να χωρίσουν τον νοσοκόμο μας απ’ τον εναγκαλισμό του Ιταλού, μα στάθηκε και πάλι αδύνατον. […] Και τους βάλαμε μαζί, αγκαλιασμένους, στον προχειροσκαμμένο τάφο. Ύστερα τους σκεπάσαμε σπρώχνοντας το χώμα με τα φτυάρια και τις αρβύλες μας. 
Κι ένα χαρτάκι καρφωμένο στον σταυρό από το μνήμα του έγραφε: «Προς τον νοσοκόμο του 33ου Συντάγματος Πεζικού (Φλωρίνης). Θέλησες να σώσεις την ζωή του εχθρού σου κι έπεσες από εχθρικό βόλι επάνω του νεκρός, για να ντροπιάσεις με τη θυσία σου και αυτόν τον θάνατο».
Γιατί, τελικά, το μόνο που νικάει και τον ίδιο τον θάνατο είναι το μεγαλείο των ψυχών εκείνων που είναι πλασμένες για ν’ αγαπούν τον άλλον πολύ. Πολύ περισσότερο κι από τον εαυτό τους. Ακόμη κι αν είναι εχθρός τους… 


Φωτογραφία: Frank Brangwyn 1867-1956, Ο τυφλός.

Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 27 Οκτωβρίου 2016, αρ. φύλλου 857

Σχετικά:

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ