ΟΔΟΣ 27.10.2016 | 857 |
Φύτρωσα, εδώ που με βρήκες, μέσα σ’ αυτό το απέραντο δάσος, σε ψηλό βουνό... γύρω μου δέντρα, δέντρα, δέντρα... πάνω μου ο ουρανός, μου έμαθε τις εποχές, τον καιρό, τη μέρα και τη νύχτα, ήλιος και φεγγάρι, σύννεφα και βροχή, το χιόνι... κι ο αέρας,
αυτός μου άρεσε πιότερο απ’ όλα... αισθανόμουνα την πνοή του καθώς ερχόταν, πότε ήρεμος και ζεστός, καλοκαιρινός, και πότε άγριος και δυνατός, με πάγωνε, χειμωνιάτικος... να προλάβω να τον ρωτήσω, «από που’θε έρχεσαι;» «από το βοριά» «πώς είναι στο βοριά;» «πόλεμος» ...
τι να ’ναι ο πόλεμος σκεφτόμουνα, ρώτησα και τους γειτόνους μου αλλά δεν ήξεραν, όταν ξανάρθει, θα τον ρωτήσω αμέσως...
«τι είναι ο πόλεμος;» «αλληλοσκοτώνονται οι άνθρωποι» μου απάντησε κι έφυγε... οι άνθρωποι; τι είναι πάλι αυτό; πάλι κανείς δεν ήξερε...
«τι είναι οι άνθρωποι;»... «χειρότεροι και απ’ τα αγρίμια» μου φώναξε... αν είναι έτσι να μην τους συναντήσω ποτέ, έχω τις αρκούδες και τους λύκους και τα όμορφα τα ελάφια μου, μου φτάνουν...
και τα χρόνια περνούσαν και απ’ όπου κι αν ερχόταν μια λέξη άκουγα « πόλεμος » και τον μίσησα αυτόν τον πόλεμο, όποιος κι αν ήταν...
τα φύλλα κιτρίνισαν και τα σύννεφα γίνονταν απειλητικά, φθινόπωρο ερχόταν, κι ο άνεμος περνούσε βαρύς και στενάχωρος «γιατί είσαι λυπημένος;» «απ’ αυτά που βλέπω κι ακούω» «πάλι ο πόλεμος;» «ναι ναι ναι»...
δεν είχε ξημερώσει ακόμα και πέρα μακριά, πίσω απ’το δικό μας βουνό, άστραφτε ο ουρανός κι ακούγονταν βροντές, θύελλα θα ερχόταν, σιγοψιθυρίζαμε…
«πόλεμοοοος» μας φώναξε ο αέρας… εδώ στο βουνό μας; τι κακό που μας βρήκε, τι θα κάνουμε; «έρχονται οι στρατιώτες, ανοίγουν τα μονοπάτια»... «οι στρατιώτες;» «άνθρωποι είναι», αναστατώθηκα, και ο πόλεμος και οι άνθρωποι, τι θα μας κάνουν; τι θα πάθουμε;
τους είδα, τους είδα τους ανθρώπους, δεν ήσαν αγρίμια, είχαν δυο πόδια και μιλούσαν, δεν μούγκριζαν, δεν καταλάβαινα τι έλεγαν... όμορφοι ήσαν... δεν έμοιαζαν αναμεταξύ τους, ήσαν διαφορετικοί... τι αγρίμια μου είπε ο αγέρας, με κορόιδεψε, όμως δεν του είπα τίποτα...
ο καιρός αγρίευε, είχε χρόνια να κάνει τέτοιο ψυχρό φθινόπωρο, τα χιόνια θα έρχονταν νωρίς, οι στρατιώτες περνούσαν με τα μουλάρια τους φορτωμένα, κι όταν έπεσαν τα πρώτα χιόνια είδα και γυναίκες, ο αέρας μου το είπε, κουβαλούν πολεμοφόδια στο μέτωπο, στον πόλεμο θα ήθελε να μου πει...
σιγά σιγά, άρχισα να καταλαβαίνω τι έλεγαν οι άνθρωποι, κατάλαβα αυτή την κραυγή που ερχόταν από μακριά, αέραααα, αέραααα... τον καλούσε ο πόλεμος, κάτι θα του έκανε, δεν τον ρώτησα, ήταν βιαστικός κι άκεφος...
είχε έρθει η άνοιξη αλλά πρώτη φορά δεν μπορούσα να χαρώ την ομορφιά της, κάτι μέσα μου με βάραινε, δεν ήξερα τι ... στρατιώτες περνούσαν με σκυμμένο κεφάλι, έκλαιγαν και πολλοί ήσαν πληγωμένοι, και τους άκουσα,
«μας πρόδωσαν, οι πουλημένοι οι πολιτικοί» «είμαστε οι νικητές γιατί συνθηκολὀγησαν;» «θα τους πετάγαμε στη θάλασσα τους μακαρονάδες»,
κάθησαν κάτω από τα δέντρα να ξαποστάσουν κι έστησα αυτί «οι προδότες, κρέμασμα που θέλουν» «τα όπλα να κρύψουμε, αδέλφια, μην τους τα παραδώσουμε» «θα βγούμε στα βουνά να πολεμήσουμε τους φασίστες»...
και τα έκρυψαν κάτω στις ρίζες μας και ένας στρατιώτης χάραξε στο κορμό μου ένα σταυρό, με φίλησε και μου είπε βουρκωμένος «φύλαξέ μου τ’όπλο και θα’ρθω γρήγορα να το πάρω» «θα στο φυλάξω αδελφέ μου» σκοτείνιαζε...
«σαν μολυβένιος περνάς» είπα μια μέρα του ανέμου «έχει πολλά βάσανα ο κόσμος κάτω, πείνα, θανατικά, κατοχή, πως να περνώ ανάλαφρα»
και ήρθε εκείνη η μέρα, που γύρισαν πολλοί απ’τους στρατιώτες και ξέθαψαν τα όπλα τους... «σύντροφοι με αυτά τα όπλα, που δοξάστηκαν στα βουνά της Πίνδου, με αυτά να διώξουμε και τους κατακτητές της πατρίδας μας», ΟΧΙ, άλλη μια φορά...
πατρίδα, τι είναι; ποιά είναι η πατρίδα μας; κανείς δεν μ’άκουσε για να μου απαντήσει... κι ο αέρας τον τελευταίο καιρό, δεν μου μιλούσε, χανόταν θλιμμένος, μόνο μια λέξη έλεγε «κατοχή» ... κάτι πολύ κακό θα ήταν αυτή η κατοχή, κι ο πόλεμος ένα γύρω μου...
«λευτερωθήκαμε, έφυγαν οι κατακτητές» φωνές χαράς και τραγούδια άκουγα κι ο άνεμος με χάιδεψε απαλά «ζήτω η ελευθερία» μου φώναξε «ζήτω», ποιά είναι αυτή πάλι; αφού όλοι ήσαν χαρούμενοι, ήμουνα κι εγώ... «ζήτω» φώναζα κι εγώ... ποιά είναι η πατρίδα μας; «ζήτω»...
και ξαφνικά ησυχία, μόνο τα πουλιά ακούγονταν, μετά από τόσα χρόνια πολέμου, ηρεμία... όμορφη που ‘ναι η ελευθερία, να ήταν πάντα έτσι... «είσαι ευτυχισμένος;» τον ρώτησα, μου χαμογέλασε και πέρασε σιωπηλός...
πόσα δάκρυα να έχυνα για να σταματούσα το κακό που ερχόταν, το ένοιωθα, «ας κάνουμε κάτι να το σταματήσουμε» του είπα, μ’ αγκάλιασε και κλάψαμε μαζί...
αυτός, ήταν ένας άλλος πόλεμος, διαφορετικός, εμφύλιο τον είπε, «αδέλφια σκοτώνουν αδέλφια» με πρόλαβε... δεν θα τον ρωτούσα, θα έκλεινα τα μάτια και τ’ αυτιά μέχρι να σταματήσει, δεν ήθελα να ξέρω... συννέφιαζε...
μαύρο καλοκαίρι ήταν, ούτε τα πουλιά πετούσαν ούτε ο ήλιος έβγαινε φωτεινός, δεν ήθελα να θυμάμαι τίποτα, δεν ήθελα αλλά, όλα στριφογύριζαν στο μυαλό μου... δεν ξέχασα τίποτα απ’ όσα είδα κι άκουσα... αγρίμια οι άνθρωποι,
αεροπλάνα βομβάρδιζαν το απέναντι βουνό και κανόνια σφυροκοπούσαν αδιάκοπα τα χωριά, πόσο αίμα; μια φάλαγγα από αντάρτες περπατούσε βιαστικά στα μονοπάτια μας, σκυφτά κεφάλια, κοπέλες έκλαιγαν, σκάλισαν στο κορμό μου, έσκυψα τα κλαδιά μου, πού πἀτε; αντίο αδέλφια...
«πότε θα σε ξαναδούμε πατρίδα μας» «Μάνα»...
«ποιά είναι η πατρίδα μας;» τον ρώτησα κλαίγοντας «η Ελλάδα» δεν τον ξαναρώτησα τίποτα,
μην κλαις άνθρωπε, τώρα μπορείς να με κόψεις.
“Αυτά τα δέντρα
δεν βολεύονται
με λιγότερο ουρανό...”
Γιάννης Ρίτσος
Ρωμιοσύνη
Η αναγνώστρια της ΟΔΟΥ εξέφρασε την επιθυμία να υπογράψει με ψευδώνυμο.
Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 27 Οκτωβρίου 2016, αρ. φύλλου 857
Υπέροχο κείμενο,καλογραμμένο και τόσο επίκαιρο.
ΑπάντησηΔιαγραφή