15.4.18

Marilena Nik: Ο σκύλος που έβλεπε τα τραμ να περνούν...


ΟΔΟΣ 26.10.2017 | 907

Το χτύπημα στην πόρτα δειλό «εμπρός», η καμαριέρα έκανε την εμφάνιση της «καλημέρα, πώς είστε σήμερα κυρία;», «καλημέρα, νοιώθω καλύτερα, ευχαριστώ, άσε το δίσκο κοντά στο παράθυρο σε παρακαλώ, θα σηκωθώ» τη βοήθησε να φορέσει τη μεταξωτή ρόμπα της κι όταν κάθισε στην πολυθρόνα, της χτένισε τα μακριά ξανθά μαλλιά της «να τα μαζέψω σε κότσο κυρία;», «όχι, ευχαριστώ». Χάιδεψε τον Γκρέκο, ένα κανελί γκριφόν που της το δώρισε ο σύζυγος της μόλις επέστρεψαν από το γαμήλιο ταξίδι τους στη Νότια Γαλλία, πριν τρεις μήνες. Αυτός γαύγισε και με τα μπροστινά ποδαράκια του γρατζούνιζε το τζάμι και κουνούσε την ουρά του «πάλι το τραμ περνάει Γκρέκο;» γαύγισε ακόμα μια φορά «το κατάλαβε, κυρία, τι μανία κι αυτή με το τραμ» γέλασαν κι αγκάλιασε το σκυλί της τρυφερά.

Κοίταξε έξω, μια φθινοπωρινή μέρα ξεκίνησε με λιακάδα, «πολύς ο κόσμος στο δρόμο, έχει συμβεί κάτι;» άνοιξαν το παράθυρο και χάζευαν τη via Cavour και τον κόσμο που ερχόταν απ’ τον κεντρικό σταθμό και κατέβαινε προς το Κολοσσαίο.

Η πόρτα άνοιξε σιγανά και το κεφάλι της πεθεράς της πρόβαλλε «καλημέρα, μπορώ να μπω;», «μα φυσικά, περάστε», «θέλετε να φέρω το πρωινό σας εδώ κυρία;» κοίταξε τη νύφη της κι εκείνη είπε στη καμαριέρα να το φέρει εδώ. «Τι γρίπη κι αυτή που σε ταλαιπώρησε δύο εβδομάδες τώρα, ίσως η αλλαγή του καιρού να έφταιγε, θα το συνηθίσεις το κλίμα της Ρώμης, είναι πιο ζεστό αλλά θέλει προσοχή τα βράδια», «τι συμβαίνει έξω;» και κοίταξαν και οι δύο τη λεωφόρο. «Οι μελανοχίτωνες του Μουσολίνι κάνουν πορεία και δηλώνουν ότι θα πάρουν την εξουσία, ο Στέφανο μ’ ανησυχεί για τη συμπάθεια που τους δείχνει», «δεν μου έχει πει κάτι τέτοιο αν και με την αρρώστια μου δεν μιλήσαμε πολύ», «ο πατέρας του θα τρελαθεί αν κάνει καμιά απερισκεψία» της φίλησε το χέρι «Σάντρα σε παρακαλούμε, μάλωσέ τον, μην τον αφήσεις να πάει μαζί τους» τα πράσινα μάτια της είχαν βουρκώσει, αριστοκράτισσα η πεθερά της κι ευγενικός άνθρωπος, «δεν θα πάει, δεν μπορεί να γίνει αυτό αφού ο πατέρας του είναι βουλευτής του σοσιαλιστικού κόμματος».

Το γαύγισμα του Γκρέκο την ξύπνησε, το φως της μέρας είχε λιγοστέψει, μούχρωμα, ο ρωμαϊκός ουρανός ήταν ένας πανέμορφος πίνακας με τα κόκκινα και τα μαβιά του, πλησίασε το παράθυρο, δεν περνούσε το τραμ, τον πήρε αγκαλιά «ούτε κι εσύ, τους συμπαθείς, ομορφιά μου», όχλος κρατώντας δάδες αναμμένες παρέλαυνε, μια άσχημη διαίσθηση την τύλιξε «Στέφανο μην είσαι μαζί τους, σε παρακαλώ»... οι φανοστάτες του δρόμου άναψαν…

«Σάντρα, Ιρένε, ξυπνήστε γρήγορα» με κόπο άνοιξε τα μάτια της, η πεθερά της έκλεινε τις βαλίτσες, γύρισε κάτωχρη προς το μέρος τους «έχουμε πόλεμο με την Ελλάδα» ένας λυγμός της ξέφυγε αλλά σαν κύμα ήρθαν κι άλλοι, έκλαιγε γοερά «δεν πρέπει να χάσουμε χρόνο, κορίτσι μου» την αγκάλιασε «πρέπει να φύγετε τώρα, τώρα» η Ιρένε πετάχτηκε σβέλτα απ’ το κρεβάτι «σήκω μαμά, φεύγουμε» έκρυψε το πρόσωπό της στα μαξιλάρια, το περίμεναν απ’ το καλοκαίρι αυτό το μαντάτο αλλά, άλλο να το περιμένεις με την ελπίδα ότι δεν θα γίνει κι άλλο να τ’ ακούς σαν γεγονός de facto.

«Γιαγιά, ο μπαμπάς είναι στην Αλβανία, θα πολεμήσει εναντίον της Ελλάδας; Πώς μπορεί να το κάνει αυτό;», «ο γιος μου άλλαξε με την είσοδο του στο φασιστικό κόμμα του Μουσολίνι, είναι ικανός για όλα, θυσίασε τα πάντα γι αυτούς» ...

«Να’ μαστε πάλι, μπροστά σ’ αυτό το παράθυρο, όπως πριν 18 χρόνια και την ίδια μέρα που ο Μουσολίνι πήρε την εξουσία», αγκαλιάστηκαν θερμά «δεν πέρασες καλά κοντά του, κορίτσι μου, συγχώρεσέ τον αν μπορείς, τελικά σ’ αγάπησα περισσότερο απ’ το γιο μου, ευτυχώς που σε είχαμε μαζί μας όλα αυτά τα χρόνια και μετά ήρθε και η Ιρένε μας», «κι εγώ αισθάνομαι τυχερή που ήμουν εδώ, κοντά σας», «μαμά, γιαγιά, αφήστε τα αυτά τώρα, άρχισε να φωτίζει, πρέπει να φύγουμε, έλα μαζί μας γιαγιά, τί θα κάνεις μόνη σου;», «δε φεύγω απ’ την πόλη μου, όχι, μου πήραν το γιο μου, μου σκότωσαν τον άντρα, εμένα δε θα με διώξουν» άνοιξε την αγκαλιά της και χώρεσαν μέσα κι οι δυο, ο σκύλος γαύγισε, γέλασαν και οι τρεις πικρόχολα «σαν τον πατέρα του κι αυτός, μανία με τα τραμ», τον αγκάλιασε και τον φίλησε «Γκρέκο, να προσέχεις τη γιαγιά αγόρι μου».

«Θα βγείτε απ’ τη πίσω πόρτα, στο στενό πιο πάνω θα σας περιμένουν μ’ αμάξι οι φίλοι του μπαμπά σου», «γιαγιά, τα ξέρουμε καλά, μας τα έχεις ξαναπεί» φιλήθηκαν σταυρωτά κλαίγοντας «γιαγιά, να προσέχεις» τους χαμογέλασε ψύχραιμα «Αλεξάνδρα, Ειρήνη, καλό ταξίδι, καλή αντάμωση» τις ξάφνιασε με τα ελληνικά της, «εις το επανιδείν», συννεφιασμένη η αιώνια πόλη τις αποχαιρετούσε, ξημέρωνε...

Τα γαυγίσματα του σκύλου την υποδέχτηκαν μόλις μπήκε στον κήπο, «εδώ που δεν υπάρχουν τραμ, με τι έχει μανία αυτός;» τις ρώτησε γελώντας, «με τις πάπιες της λίμνης γιαγιά, καλώς ήλθες, επιτέλους, στην Καστοριά», «μαμά, καλώς όρισες στο πατρικό σπίτι του πατέρα σου», το σκυλί χοροπηδούσε ανάμεσα στα πόδια τους «Γκρέκο, θα την ρίξεις κάτω τη γιαγιά», ξαφνιάστηκε ευχάριστα «ακόμα ένας Γκρέκο; έχω χάσει το μέτρημα», έδειχνε συγκινημένη «μαμά, έλα να δεις το δωμάτιο σου». Βγήκε στο μπαλκόνι, το φθινόπωρο είχε ντύσει την πόλη, η λίμνη αντανακλούσε την ομορφιά της, τα βουνά ολόγυρα, ερωτευμένα έπεφταν στην αγκαλιά της. Ανάσανε βαθειά, «εδώ είναι οι ρίζες μας» δάκρυα κύλησαν στα μάγουλα της «τ’ αρχοντικό των παππούδων μου ξαναζωντάνεψε», η Ειρήνη την αγκάλιασε «έγινε καλή δουλειά, σαν καινούριο έγινε». Γέλια και γαυγίσματα στον κήπο, «Ελεονόρα, τί συμβαίνει;», «γεια σας κυρία Ειρήνη, να πάρουμε μαζί μας την Ελεονόρα στη βόλτα μας;» δυο κορίτσια κι ένα αγόρι τις χαιρετούσαν «γιαγιά, θα σου γνωρίσω μετά τους φίλους μου» τους έστελνε φιλιά με το χέρι «πόσο της μοιάζει, τα πράσινα μάτια της, αριστοκρατική, ίδια, όνομα και πράμα».

«Μαμά, αύριο είναι 28η Οκτωβρίου, μετά την παρέλαση θα πάμε στον τόπο εκτέλεσης του μπαμπά, θα έρθεις;» αναστέναξε «δε θα ‘ρθω κόρη μου, ποιόν να τιμήσω; τον εχθρό μου; πριν τον εκτελέσουν οι Ναζί μαζί με τους άλλους Ιταλούς, είχε σκοτώσει Έλληνες, είχε σκοτώσει εμένα, τους γονείς του, τίποτα δεν σεβάστηκε, μην τον κάνεις ήρωα στα μάτια της, να της πεις όλη την αλήθεια. Είμαι κουρασμένη». Φόρεσε τη χοντρή μάλλινη ζακέτα της και η ματιά της χάθηκε στα λαμπυρίζοντα νερά της λίμνης…

Το ολόγιομο αυγουστιάτικο φεγγάρι χόρευε με τη θάλασσα του κόλπου της Τεργέστης, τα φώτα του Μιραμάρε ζήλευαν και ζητούσαν επίμονα το δικό τους χορό μαζί της. Η ελληνική παροικία της πόλης έδινε τον ετήσιο χορό της, ο Μεγάλος Πόλεμος φάνταζε μακρινός, το 1921. Οι κυρίες με μακριές τουαλέτες και περίτεχνα κοσμήματα που αστραφτοκοπούσαν και οι κύριοι με φράκο.

«Ποιά είναι αυτή;» όλα τα βλέμματα έπεσαν πάνω της, θαυμάζοντας την ψηλόλιγνη κορμοστασιά της, τα καστανά μαλλιά της μαζεμένα σε ελαφρύ σινιόν, η αέρινη τουαλέτα της στο χρώμα των ματιών της, σμαραγδί και το χαμόγελό της φώτιζε το πρόσωπό της, «Κοντέσσα Ελεονόρα Τομάζι, ο άντρας της είναι βουλευτής του σοσιαλιστικού κόμματος κι εκείνος ο όμορφος δίπλα τους, είναι ο γιος τους».

Ο πατέρας της σαν πρόεδρος της παροικίας τους υποδέχτηκε «να σας συστήσω και την κόρη μου Αλεξάνδρα», της έδωσε το χέρι κι εκείνη της το έσφιξε ζεστά «χάρηκα Αλεξάνδρα, τι όμορφο ελληνικό όνομα, να σου γνωρίσω το γιο μου Στέφανο»... οι δυο νέοι χαμογέλασαν κι άρχισαν να στροβιλίζονται στη μελωδία ενός βαλς, ενός έρωτα.


Φωτογραφία: O Benito Mussolini στην πλατεία του Βιργιλίου της Μάντοβας Ιταλίας, στις 24 Οκτωβρίου 1912.

Η αναγνώστρια της ΟΔΟΥ εξέφρασε την επιθυμία να υπογράψει με ψευδώνυμο 
Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 26 Οκτωβρίου 2017, αρ. φύλλου 907

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ