4.4.18

ΓΙΩΡΓΟΥ ΧΑΤΖΗΔΗΜΗΤΡΙΟΥ: Θαμώνες του χαμού




Για να είμαι εξαρχής ειλικρινής, ο Τζίμης ο Γαβρίλης δεν ήταν αυτό που θα έλεγα κολλητός μου φίλος. Ήταν όμως σίγουρα φίλος. Από αυτούς που συναντάς απρόβλεπτα στην πορεία και δένεσαι μετά ισόβια απολαμβάνοντας με μιαν προνομιακή εγγύτητα, την κοινή θέα προς τα επικείμενα.

Με κάποιον που τα έχεις πιει κάμποσες νύχτες –στην αρχή με το χέρι στο ποτήρι κι ύστερα με το χέρι στην καρδιά- κι έχεις μοιραστεί έως τις πρωϊνές ώρες μερικές σπαρταριστές ιστορίες δεν γίνεται να είσαι αδιάφορος.

Γι΄ αυτό και με στεναχώρησε βαθειά ο χαμός του. Έχουμε εθιστεί διαβρωτικά οι άνθρωποι να ζούμε με εύθραυστες βεβαιότητες. Όμως ο "μεγάλος θεριστής" κάνει τα δικά του κουμάντα και αφαιρεί κάθε φορά ηγεμονικά και αυθαίρετα τα "πιόνια" που θέλει να αποσυρθούν από το παιχνίδι. Μεταφυσικές ερμηνείες για να τονώνουν τις ευάλωτες προσωπικές μας αντοχές θα πει κανείς…

Αλλά, από εκεί ακριβώς προκύπτει εν συνεχεία στους εναπομείναντες, μια αδιανέμητη και αμετακίνητη φτώχεια. Γιατί ο Τζιμάκος ήταν από τους τύπους που πλούτιζαν τις παρέες.

Ένας φίλεργος, πολυτάραχος στο ιδιωτικό του σύμπαν και ικανός άνδρας, γενναιόδωρος και μαχητικός στη ζωή και με ιδιαίτερο χιούμορ που πήγαζε πρωτευόντως από τον αυτοσαρκασμό του, ένα «παιδί της γειτονιάς» στην οποία επέστρεφε για να μοιραστεί τις πολύπλαγκτες εμπειρίες του, γοητευτικός παραμυθάς, συνοπτικά, ένα από εκείνα τα αφανή αλάνια που χωρίς να είναι πρωταγωνιστές -και αυτό εν γνώσει τους, στην τελική- αφήνουν εντούτοις διακριτό αχνάρι πίσω τους.

Γιατί ήξερε να παραμερίζει, από μια βαθειά συμπάθεια που ήταν διαλυμένη στο αίμα του κι από ανιδιοτέλεια, με τρόπο ώστε να έχουν όλοι το μερτικό τους στο προσκήνιο.

Μαθητεύουμε λέω διαρκώς, υπό συνθήκες λεηλατημένων καταστάσεων που προσπαθούμε να διαχειριστούμε επιχειρώντας με σχετική επιτυχία μικρές διαφυγές, με την ζωτική συνδρομή των φίλων, ώστε να εξοικειωθούμε με την αέναη φθορά και να αντέξουμε κατόπιν τη ζωή που μας περιπαίζει, γιατί συχνά παίρνουμε πολύ στα σοβαρά τον εαυτό μας.

Διαπρέπει σε αυτές τις μαύρες στιγμές και το διαπιστώνω εκ πείρας ο άνθρωπος -που περιφρονεί, είτε λυγίζει από αυτό το ημερήσιο υπαρξιακό χαμαλίκι- στην αυτοπάθεια.

Κι ύστερα έρχονται οι αναπάντεχες απώλειες που δεν υπακούουν στην κοινή λογική και μας αποκαλύπτουν αφοπλιστικά, ότι από την ώρα που γεννηθήκαμε έχουμε πάρει, σαν όπως σε έναν θλιβερό θρίαμβο, έναν αγύριστο δρόμο.

Ενδιαμέσως, αναζητούμε τη λύτρωση στις αναγκαστικές αναστολές- λόγων και προθέσεων και μέσα σε ηθικά κατάστιχα που διαμορφώνουν τους κοινούς μας κώδικες και φουσκώνουν τη μαγιά της συνύπαρξης.
Παρ΄ όλα αυτά, ο θάνατος μας γνέφει.

Στα έργα οι άνθρωποι διαφέρουν- στη ζωή οι οδοιπόροι είναι ίδιοι. Κι ο πιο ευγενικός τρόπος να κρατάς τους άλλους σε μια διακριτή απόσταση είναι αυτός ο, αδιέξοδος συχνά, εσωτερικός αναχωρητισμός που δεν μοιράζεται και φθάνει μέχρι την άκρη, απωθώντας την γελοιότητα της πόζας και την έξωθεν επιδοκιμασία.

Γι’ αυτό σέβομαι βαθειά τη μνήμη του και πενθώ τον χαμένο φίλο.

Υπό την έννοια αυτή, ο Δημήτρης Γαβριήλ υπήρξε αυθεντικός απέναντι σε όλες τις πράξεις του. Και επειδή είμαστε τελικά ό,τι έχουμε χάσει, δεν ήθελα γι΄ αυτόν τον καλό κι αγαπημένο φίλο που συνυπήρξαμε θαμώνες στον χαμό, να μην έχουνε γραφεί δυό, τυπικά έστω, λόγια.

Ώρα καλή ρε Τζιμάκο και δώσε εκεί όπου τώρα αλαργεύεις, χαιρετίσματα στους δικούς μας.

Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 19 Οκτωβρίου 2017, αρ. φύλλου 906

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ