22.7.19

ΕΛΕΝΗΣ ΒΑΦΕΙΑΔΟΥ-ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ: Αθανάσιος Χριστόπουλος (1772-1847) [II]



ODOS | newspaper of Kastoria


Ὁ Χριστόπουλος ἔφυγε ἀπὸ τὸ Βουκουρέστι καὶ ἀποσύρθηκε στὴν Τρανσυλβανία στὸ Σίμπιου. Ἐκεῖ ζοῦσαν πολλοὶ πλούσιοι ἕλληνες ὀργανωμένοι σε μιὰ προνομιούχα κοινωνία ἔχοντας τὴν ἐκκλησία τους καὶ τὸ δικό τους σχολεῖο. Ἐγκατεστημένος ἐκεῖ τὸ 1819 μυήθηκε στὴ Φιλικὴ Ἐταιρεία καὶ ἦταν ἀπὸ τὰ πρῶτα της μέλη. Ὁ Νέος Ἀνακρέων ἦταν φλογερὸς πατριώτης, ὅπως τὸ δείχνει καὶ τὸ ἡρωϊκὸ δρᾶμα του «Ἀχιλλέας», ποὺ ὅταν ἀνέβηκε στὴ σκηνὴ τοῦ Βουκουρεστίου εἶχε ἐνθουσιάσει τοὺς νέους ἕλληνες καὶ ρουμάνους. Ὁ πατριωτισμός του καὶ ἡ ἀγάπη του γιὰ τὴν ἐλευθερία προκύπτουν καὶ ἀπὸ τὰ λόγια, ποὺ εἶπε στὸν Γάλλο διπλωμάτη Πρέσβυ Marcellus, γιὰ τὴν ὑπεράσπιση τῆς ἑλληνικῆς δημοτικῆς ποίησης: « Εἶναι αὐτὴ, ποὺ προετοίμασε τὶς παραδόσεις καὶ τὴν ἀντίστασή μας σὲ μιὰ μακριὰ σκλαβιά, εἶναι αὐτὴ, ποὺ προετοιμάζει τὴν παλινόρθωσή μας. Συντηρεῖ τὸν πατριωτισμὸ καὶ τὸ κουράγιο στὰ βουνά μας τὰ ἐλεύθερα καὶ τὰ μισοελεύθερα, ξαναστέλνει τὴν ἠχὼ μὲχρι τὰ πιὸ ὑπόδουλα νησιὰ καὶ ξεκινᾶ τὴν ἐλευθερία μας».

Κι’ ἀκόμη στὸ ἡμερολόγιό του ὁ Marcellus σημειώνει καὶ τὰ ἀκόλουθα λόγια τοῦ ποιητῆ: «Τί λοιπὸν νομίζετε, ὅτι ἐπειδὴ ἐγὼ τραγουδῶ τὸν Ἔρωτα καὶ τὸ Βάκχο, καὶ ἐπειδὴ τὰ μαλλιά μου ἔχουν ἀσπρίσει στὸ κεφάλι μου, νομίζετε, ὅτι δὲν φλέγομαι ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἐθνικὴ φωτιὰ, ποὺ ξεσπάει σε ὕμνους πολεμικούς;». Τὰ λόγια του αὐτὰ δείχνουν τὸ φωτισμένο πνεῦμα, ποὺ ἔλπιζε, ὅτι ἡ πατρίδα του γρήγορα θὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τοὺς καταπιεστές της.

Αὐτὸς λοιπὸν ὁ ἐνθουσιώδης πατριώτης δὲν θὰ μποροῦσε νὰ παραμείνει ἀπαθὴς στὶς προπαρασκευὲς τῆς Φιλικῆς Ἐταιρείας γιὰ τὴν ἀποτίναξη τοῦ ζυγοῦ. Φυσικὰ ὄχι. Ἦταν πεπεισμένος, ὅτι ὁ δίκαιος ἀγώνας θὰ στεφθεῖ ἀπὸ ἐπιτυχία καὶ ἡ πατρίδα θὰ ἀποκτήσει τὴν πολυπόθητη ἐλευθερία καὶ ἀνεξαρτησία της. Μὲ βάση αὐτὴ τὴ σκέψη ἐργάστηκε φλογερὰ στὸ Σίμπιου γιὰ να συγγράψει ἕνα ἔργο, ποὺ ὀνόμασε «Πολιτικὰ Παράλληλα».


Σὰν μέλος τῆς Φιλικῆς Ἐταιρείας ἀνέλαβε τὴν ἀποστολὴ νὰ ταξιδέψει στὰ Ἰόνια νησιὰ γιὰ τὴν προετοιμασία τῶν σχεδίων τῆς Ἐταιρείας. Στὸ δρόμο πρὸς τὴν Ἑλλάδα πέρασε πρῶτα ἀπὸ τὴ Βιέννη καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἔφτασε στὴ Ζάκυνθο στὶς 25 Ἰουνίου 1819 καὶ ἔμεινε μερικοὺς μῆνες στὴ Ζάκυνθο καὶ τὰ ὑπόλοιπα Ἰόνια νησιὰ καὶ τὴν Κέρκυρα μἐχρι τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1819 ὁπότε ἐπέστρεψε στὸ Σίμπιου.


Τὸ 1836 ὁ Χριστόπουλος ἀποφασίζει ἕνα ταξίδι στὴν ἀπελευθερωμένη Ἑλλάδα, κατὰ τὸν Βαλέτα γιὰ νὰ τὴν γνωρίσει καὶ νὰ ἀποτίσει φόρο τιμῆς στὸν Παρθενῶνα καὶ τὴν ἱερή του γῆ. Ἡ ἄφιξή του ποιητῆ στὴν Ἀθήνα ἔγινε δεκτὴ μὲ μεγάλο ἐνθουσιασμὸ ἀπὸ τὸν ἑλληνικὸ λαό, ὁ ὁποῖος αἰσθάνονταν μεγάλη ἱκανοποίηση νὰ ἔχει ἀνάμεσά του τὸν δημιουργὸ τόσων θαυμάσιων ποιημάτων, ποὺ διαβάζονταν καὶ τραγουδιόνταν σὲ κάθε γωνιὰ τοῦ ἑλληνικοῦ χώρου. Ὁ ἑλληνικὸς τύπος καὶ οἱ σύγχρονοι ἕλληνες ποιητὲς χαιρέτησαν μὲ μεγάλη χαρὰ τὴν παρουσία στὴν Ἑλλάδα τοῦ «Νέου Ἀνακρέοντα» παρακινώντας τον νὰ ξανακουρδίσει τὴ λύρα του καὶ νὰ ξαναπιάσει τὸ τραγούδι, ὅπως πρῶτα.


Ἡ ἐφημερίδα «Ἀναγεννηθείσα Ἑλλάς», ποὺ ἐκδίδονταν στὰ ἑλληνικὰ καὶ στὰ γαλλικὰ περιλάμβανε στὸ φύλλο της τῆς 8ης Ἰουλίου 1836 τὴν ἀκόλουθη ἀγγελία: «Ὁ πατήρ τῆς νεοελληνικῆς ποιήσεως, ὁ ὁποῖος εἰσήγαγε τὸν ρυθμὸν εἰς τὴν στιχοποιΐαν μας, τὴν ἔννοιαν εἰς τὴν ὁμοιοκαταληξίαν, τὴν κομψότητα εἰς τὸ ὕφος, ὁ Νέος Ἀνακρέων, ὁ γηραιὸς Ἀθανάσιος Χριστόπουλος εὐρίσκεται ἀπὸ προχθὲς εἰς τὴν πρωτεύουσάν μας, ἐρχόμενος ἀπὸ τάς χώρας τοῦ βορρᾶ, ὅπου ἀπὸ είκοσαετίας εἶχε ξεχάσει τὰς ἑλληνικὰς Μούσας. Ἡ ἐμφάνισίς του εἰς τὴν πόλιν μας ἐνδεδυμένου ἡμιασιατικῶς καὶ ἡμιευρωπαϊστί, μᾶς ἐνθυμίζει τὸν Ρουσώ ἀπὸ τὴν Γενεύην ζῶντα εἰς ἄλλας Ἀθήνας, πλέον φωτεινὰς ἐνδεδυμένον μὲ τὸ κυανοῦν ἔνδυμά του...».


Ἕνα περίπου μῆνα κράτησε ἡ ἐπίσκεψη τοῦ Χριστόπουλου στὴν Ἑλλάδα ἀπὸ τὶς ἀρχὲς μέχρι τὸ τέλος Ἰουλίου. Ὁ ποιητὴς βιάστηκε νὰ ἐπιστρέψει στὴ Βλαχία, ἐγκαταστάθηκε στὸ Βουκουρέστι μέχρι καὶ τὸ θάνατό του το 1847. Θὰ πρέπει νὰ σημειωθεῖ, ὅτι τὰ ποιήματα τοῦ Χριστόπουλου ὄχι μόνο διαβάστηκαν πολύ, ἂλλὰ καὶ μελοποιημένα τραγουδήθηκαν ἐπίσης. ¨Ο καθηγητὴς Ἰωάννης Πλεμένος, μὲ τὴν ἔρευνα, ποὺ ἔκανε στὸ Βουκουρέστι, διαπιστώνει τὴν ὕπαρξη πενήντα μελοποιημένων ποιημάτων τοῦ Χριστόπουλου. Τὴ μελοποίηση τῶν ποιημάτων ἔκανε τὸ 1810 ὁ Νικηφόρος Καντουνιάρης, ποὺ κατάγονταν ἀπὸ τὴ Χίο καὶ ζοῦσε στὴ Ρουμανία. Ἀλλὰ καὶ ὁ ἴδιος ὁ Χριστόπουλος, ὅπως ἀναφέρει ὁ βιογράφος του Ν. Κοριτζᾶς, γνώριζε μουσικὴ, (ἔπαιζε ταμπούρι καὶ αὐλό) καὶ μελοποίησε πολλὰ ἀπὸ τὰ ποιήματά του. Ὁ ἴδιος ὁ ποιητὴς ὑποστήριζε, ὅτι ἡ ἁπλῆ ἀνάγνωση τοῦ ἔμμετρου λόγου ὑπολείπεται σε ἐκφραστικότητα ἀπὸ ἐκείνη τῆς μελοποιημένης ποίησης. Ἐξ ἄλλου εἶναι γνωστὴ ἡ ἔκδοση βιβλίου του στὴ Βιέννη (1811), ὅπου προβάλλεται τὸ ὑπόδειγμα τοῦ «ἀνακρεοντισμοῦ», δηλαδή τὸ ἔντονο λυρικὸ στοιχεῖο, ποὺ κυριαρχεῖ στὶς ἀνακρεόντειες ὠδές.


Ὅσο ζοῦσε ὁ Χριστόπουλος εὐτύχησε νὰ δεῖ ἕνδεκα ἐκδόσεις τοῦ ποιητικοῦ του ἔργου στὶς πόλεις Βιέννη, Παρίσι, Ἀθήνα, Στρασβοῦργο, Σμύρνη. Ὁ ἴδιος ὁ Κωστῆς Παλαμᾶς στὸν πρόλογό του γιὰ τὴν ἔκδοση τῶν «Ἁπάντων» τοῦ Δ. Σολωμοῦ γράφει: «..Ὑστερα (ἀπὸ τὸ Ρήγα) ἔρχονται ὁ μακεδονίτης Χριστόπουλος καὶ ὁ ἠπειρώτης Βηλαρᾶς. Ὁ ἕνας μὲ τ’ ἀρχοντολόγια τῆς πόλης καὶ τῆς Βλαχιᾶς, ὁ ἄλλος μές τὰ Γιάννενα, κάτω ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ λύκου, μορφωμένοι καὶ οἱ δύο, τεχνίτες τοῦ στίχου μὲ κάποια γνώση καὶ χάρη, πιστοὶ τῆς ζωντανῆς μας γλώσσας, μ’ ἐκείνη τραγουδᾶνε, φυσικά,καῖ γιὰ κείνη πολεμοῦν καὶ τὰ πρῶτα λιθαράκια κουβαλᾶνε γιὰ ἕνα χτίσιμο. Ἡ ποίησή μας χτίζεται...». Καὶ ὁ Ροΐδης ἔγραψε τὸ 1877 στὸ ἔργο του «Περὶ συγχρόνου ἑλληνικῆς ποιήσεως» (σελ. 31). «...Ἀλλὰ δὲν ὑπάρχουν καὶ σήμερον οἱ δυνάμενοι νὰ συγκριθῶσιν πρὸς τὸν Σολωμὸν, τὸν Χριστόπουλον καὶ τὸν Βηλαρᾶν. Δύο μόνοι, νομίζομεν, καὶ εἰς ὅλων ἡμῶν τὰ χείλη ἀναβαίνουσι τὰ ὀνόματα τοῦ Βαλαωρίτου καὶ τοῦ Ἀχιλλέως Παράσχου....». Ὁ Σ. Δεβιάζη γράφει στὴν ἔκδοση «Ποιήματα Ἀθ. Χριστόπουλου» (Ζάκυνθος 1880, σελ. 51-52): «...καὶ ἐμπλούτισε τὸν ἡμέτερον Παρνασσόν δι’ εὐόσμων καὶ χαριεστάτων ποιητικῶν ἀνθέων...».


Ἐλέχθη, ὅτι ὁ Χριστόπουλος, μολονότι στὰ γεράματά του αἰσθανόταν τὴ στιχουργική του ἐπιδεξιότητα πλέον ὤριμη, δὲν ἀποτόλμησε νὰ ἀντιπαραθέσει τὴν ποιητικὴ του δεινότητα στὶς ἤδη ἀναγνωρισμένες μορφὲς τῆς ἑπτανησιακῆς καὶ ἀθηναϊκῆς σχολῆς. καὶ ὅμως μὲ τὴν ποιητικὴ παράδοση, ποὺ ἔλλειπε, ὁ Χριστόπουλος ἔδειξε τὸ σωστὸ δρόμο στὴ μεγαλύτερη ποιητικὴ μορφὴ τῆς νεώτερης Ἑλλάδας, τὸν Διονύσιο Σολωμό.. Ὁ Διονύσιος Σολωμὸς προμηθεύτηκε ἀπὸ τὸ Σπυρ. Τρικούπη ἕνα ἀντίτυπο τῶν «Λυρικῶν» τοῦ Χριστόπουλου. Μ’ αὐτὸ τὸ βοήθημα ἔκανε τὰ πρῶτα του βήματα στὸν ἑλληνικὸ Παρνασσό. Ὁ Καβάφης ἐπίσης ἔδειξε τὴν ἀγάπη του γιὰ τὸν ποιητὴ τῆς προεπαναστατικῆς Ἑλλάδας, γράφοντας (1891) τὸ ποίημά του μὲ τίτλο «Ἀθανάσιος Χριστόπουλος» τὸ ὁποῖο δυστυχῶς χάθηκε. Σώζεται ὅμως τὸ χειρόγραφο τοῦ ποιήματος «βουνὸ», ποὺ ὁ Καβάφης ἐμπνεύστηκε ἀπὸ τὸ ὁμώνυμο ποίημα τοῦ Χριστόπουλου, στὸν ὁποῖο τὸ ἀφιερώνει μαζὶ μὲ ἕνα πεζὸ κείμενο. 


Στὸ χειρόγραφο τοῦ «Βουνοῦ», στὴν πρώτη σελίδα τοῦ ἐξωφύλλου αὐτοῦ εἶναι γραμμένος μὲ μεγάλα ψηφία ὁ τίτλος «Τὸ Βουνό». Κι’ ἀπὸ κάτω μὲ μικρότερα: «λεξάνδρεια, Ἰούνιος 1893». Ρομαντικὴ ἱστορία ἀνάβασης πρὸς τὸ ἱδανικό, ποὺ τελικὰ παραμένει ἀπρόσιτο. Ἡ τρυφερὴ συνοδοιπόρος, ἡ Ἀγάπη, πεθαίνει ἀπὸ τὶς κακουχίες τοῦ δύσκολου δρόμου κι’ ὁ Νέος, ἀφοῦ σκύψει στὸν τάφο της, ξαφνικὰ «διὰ πρώτην φορὰν παρατηρεῖ, ὅτι τὸ ἔδαφος καλύπτουν τάφοι πολλοί», συνέπειες ἀπὸ πλῆθος ἄλλες τέτοιες ἦττες. Ἡ κορυφὴ τοῦ βουνοῦ, ὅπως καὶ πρίν, μαγνητίζει μὲ τὴν «εὐμορφίαν της». Ἀλλὰ μήπως «εἶναι ὀπτικὴ ἀπάτη αὐτὴ ἡ κορυφή;», ἢ ὑπάρχουν κάποιοι ἄνθρωποι δυνατοὶ καὶ θαρραλέοι, ποὺ «κατώρθωσαν νὰ ἀναβοῦν;». Μὲ αὐτὴν τὴ λυρικὴ μινιατούρα ἀρχίζει καὶ μ’ αὐτὴν τελειώνει τὸ κείμενό του σὰν νὰ ἀποκρυπτογραφεῖ τὸ νόημα τοῦ Χριστόπουλου, ἀναπτύσσοντάς το σε μιὰ πλατύτερη ἑρμηνεία, ὅπως γράφει ἡ Σόνια Ἰλίνσκαγια στὸ βιβλίο της «Κ.Π. Καβάφης: Οἱ δρόμοι πρὸς τὸ ρεαλισμὸ στὴν ποίηση τοῦ 20ου αἰώνα».

Ἔχω ἀκόμη μία ἐνδιαφέρουσα πληροφορία ἀπὸ τὴν Κα Κικὴ Παπακωνσταντίνου, σχετικὰ μὲ μιὰ τιμητικὴ ἐκδήλωση στὴν Ἀθήνα ἀφιερωμένη στὴ μνήμη τοῦ Ἀθανασίου Χριστόπουλου. Θυμᾶται πρίν πολλὰ χρόνια νὰ διηγεῖται ὁ δικηγόρος πεθερός της Παπακωνσταντίνου κατὰ τὴν ἐπιστροφή του ἀπὸ ἕνα ταξίδι στὴν Ἀθήνα ὅτι παραβρέθηκε στὴν ἐκδήλωση ἐκείνη καὶ ὁ ἴδιος καὶ μάλιστα ὅτι σε αὐτὴ ὁ σπουδαῖος καὶ ἀξέχασιος ἠθοποιὸς Ἀλέξης Μινωτὴς ἀπηγγειλεε ποιήματα τοῦ Χριστόπουλου.

Τέλος θὰ πρέπει νὰ τονίσουμε, ὅτι τὴ μνήμη τοῦ ποιητῆ πραγματικὰ ἀνέσυραν ἀπὸ τὴ λήθη τοῦ χρόνου ὁ Θωμᾶς Παπαθωμᾶς, ὁ Θωμᾶς Βαλαλᾶς καὶ ἡ ὀμάδα τῶν λογίων τῆς Καστοριᾶς τῆς περιόδου 1918-1932. Αὐτοὶ ἦταν, ποὺ ἔστησαν στὴν τοποθεσία τοῦ Ἀηθανάση τὸν καλλιμάρμαρο ἀνδριάντα τοῦ ποιητῆ, τὸν ὁποῖον ἰδιαίτερα θαύμαζαν.




* * *

Ἀρκετὸ καιρὸ πρίν διάβασα ἀπόσπασμα  ἀπὸ τὸ βιβλίο Κ.Π.Καβάφη Τὰ πεζὰ (1882-1931), Ἔκδοση Ἴκαρος σε μετάφραση ἀπὸ τὰ Ἀγγλικὰ καὶ ἐπιμέλεια Μιχάλη Πιερὴ. Ε.Β.-Π.:




Κ.Π. ΚΑΒΑΦΗΣ

Τί θυμᾶμαι ἀπὸ τὴν ἐργασία μου γιὰ τὸν Χριστόπουλο


Ἀθανάσιος Χριστόπουλος, ὁ μεγαλύτερος λυρικὸς ποιητὴς τῆς νεώτερης Ἑλλάδος, γεννήθηκε τὸ 1770[2] στὴν Καστοριά, μιὰ πόλη τῆς Μακεδονίας. Ὁ βιογράφος του δὲν ἀναφέρει τὸ ὄνομα τῆς μητέρας του[3] καὶ γιὰ τὸν πατέρα του μᾶς λέει, ὅτι λεγόταν Ἰωάννης Χριστόπουλος καὶ ὅτι ἦταν ἔνας ταπεινὸς ἱερωμένος στὴν ἴδια περιοχή. Ὅταν ὁ Χριστόπουλος ἦταν ἀκόμη παιδί, ὁ πατέρας του ἐγκατέλειψε τὴ γενέτειρά του γιὰ νὰ ἐγκατασταθεῖ στὴ Βλαχία. Ἡ αἰτία τῆς ἀναχώρησής του δὲν εἶναι ἐξακριβωμένη. Ὁ Μπάρτας ἀναφέρει μάλιστα, ὅτι ἀναγκάσθηκε νὰ μεταναστεύσει ἐξ αἰτίας τῆς καταδυνάστευσης τῶν Τούρκων, ἀλλὰ δὲν μπορῶ νὰ πιστέψω, ὅτι ὁ πατήρ Ἰωάννης, ὁ ὁποῖος εἶχε γεννηθεῖ καὶ μεγαλώσει μέσα σ’ αὐτὴν τὴν καταδυνάστευση, δὲν θὰ τὴν εἶχε μᾶλλον συνηθίσει καὶ ὅτι θὰ θεωροῦσε αὐτὴν τὴν εἰδικὴ κατἀσταση ὡς αἰτία μετανάστευσης περισσότερο ἀπὸ τοὺς ἄλλους συμπατριῶτες του, οἱ ὁποῖοι δὲν ἔδειχναν τότε διάθεση νὰ ἐγκαταλείψουν τὶς ἑστίες τους. Σίγουρα πιὸ ἁπτὸς ἦταν ὁ κίνδυνος νὰ συλληφθεῖ ἀπὸ τοὺς κλέφτες, ποὺ λυμαἰνονταν ἰδιαίτερα τὴ Θεσσαλία καὶ τὴ Μακεδονία, κάνοντας συχνὲς ἐπιδρομὲς στὰ πεδινὰ χωράφια καὶ δὲν δίσταζαν νὰ ληστέψουν τοὺς «παπάδες» τους, ἐνίοτε δὲ να σκλαβώσουν τὶς μανάδες καὶ τὶς κόρες τους. Ὅπως καὶ νὰ εἶχε, εἶναι βέβαιο, ὅτι περὶ τὸ 1780, ὁ Ἰωάννης Χριστόπουλος κίνησε γιὰ τὴ Βλαχία κομίζοντας μαζί του τοὺς δύο γιούς του, Ἀθανάσιο καὶ Κυριάκο, στοὺς ὁποίους, ὅπως λέγεται, συνέστησε, ὅταν ἡ ἀπὸσταση ποὺ τὸν χώριζε ἀπὸ τὸ παλιό του σπίτι γινόταν βαθμηδὸν μεγαλύτερη, καὶ τὰ ἀντικείμενα ποὺ γνώριζε ἀπὸ παιδὶ ἄρχιζαν νὰ σμικραίνουν καὶ νὰ ἐξαφανίζονται στὸν ὁρίζοντα, νὰ προσπαθήσουν πάνω ἀπ’ὅλα νὰ ἀποκτήσουν τὸ δῶρο τῆς γνώσεως, χάρις στὸ ὁποῖο καὶ μόνο θὰ μποροῦσαν νὰ ἐλπίζουν, ὅτι θὰ διαπρέψουν καὶ θα κερδίσουν ἐπάξια τὸν σεβασμὸ τοῦ κόσμου.


Ἡ Βλαχία γιὰ τὴν ὁποία ὁ ἱερωμένος ἐκίνησε, ἦταν, ὅπως οἱ περισσότερες παραδουνάβιες ἡγεμονίες τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας σε σχετικὰ ἀνθηρὴ κατάσταση. Οἱ κάτοικοί της ἦταν χριστιανοὶ καὶ ἡ Πόρτα ἀνέθετε τὴ διακυβέρνησή τους ἐν γένει στοὺς Φαναριῶτες Γραικοὺς τῆς Κωνσταντινούπολης, οἱ ὁποῖοι, ὅποια κι’ ἄν ἦταν τὰ ἄλλα τους ἐλαττώματα, ἀπέδειξαν ὅτι ἦταν εὐεργετικοὶ καὶ εὐφυεῖς προστάτες τῆς μάθησης. Φιλοδοξοῦσαν νὰ ἱδρύσουν ἑλληνικὰ δικαστήρια στὶς σλαβόφωνες χῶρες, τὼν ὁποίων ἡ διακυβέρνηση τοὺς εἶχε ἀνατεθεῖ. Γι’αὐτὸν τὸ σκοπὸ ἔφεραν ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη πλῆθος φίλων, συγγενῶν καὶ κατωτέρων ἀξιωματούχων τοῦ Φαναρίου. Αὐτὴ ἡ εὔνοια ἴσως νὰ ἦταν ἐπιβλαβὴς[4] γιὰ τὸν ντόπιο πληθυσμὸ, ἀλλὰ εἶχε καὶ τὴν καλὴ πλευρὰ, γιατὶ ὁ κάθε Φαναριώτης, ὅσο φτωχὸς κι’ἄν ἧταν, ἦταν εὐγενὴς καὶ συνεπῶς ἦταν μορφωμένος καὶ κάτοχος σεβαστοῦ κεφαλαίου γνώσεων γιὰ τὴν ἐποχή. Ἔτσι σταδιακὰ ἱδρύθηκαν ἕδρες μάθησης σε ξένες χῶρες, δημοφιλῆ θέατρα μὲ θιάσους, ποὺ δὲν ἦταν τελευταίας διαλογῆς, ἀνεγέρθησαν λαμπρὰ οἰκοδομήματα γιὰ τὴν ὑποδοχὴ ὑπουργῶν καὶ ἄλλων ἐπισήμων καὶ τὸ εὐγενὲς ἰδίωμα τῆς ἑλληνικῆς ἀκουγόταν καὶ καταλαβαινόταν ἐλεύθερα παντοῦ. Καὶ δὲν εἶναι ὑπερβολικὸ νὰ ποῦμε, ὅτι ἡ αὐλὴ ἑνὸς Μουρούζη ἢ ἑνὸς Ὑψηλάντη ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ἐντυπωσίαζε ἕναν ἐπισκέπτη ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη, ὅσο ἡ αὐλὴ τοῦ Ἀρχελάου τοῦ βασιλέως τῶν Μακεδόνων, θὰ πρέπει νὰ ἐντυπωσίαζε ἕναν ἀθηναῖο ταξιδιώτη, μὲ ἐξαίρεση τὸν Εὐριπίδη.


Ἀφοῦ ἐγκαταστάθηκε σε μιὰ τέτοια χώρα, ὁ Ἰωάννης Χριστόπουλος θεώρησε φυσικὸ νὰ μεριμνήσει πρωτίστως γιὰ νὰ δώσει στὰ παιδιά του τὴν καλύτερη παιδεία, ποὺ μποροῦσε. Τὰ ἐμπιστεύθηκε παραυτα στὸν Νεόφυτο Καυσοκαλυβίτη, ὁ ὁποῖος ἦταν τότε Σχολάρχης ἑνὸς σχολείου, ποὺ ἦταν φημισμένο στὴν Ἀνατολή. Ἐδῶ ὁ Ἀθανάσιος διέπρεψε σύντομα μὲ τὴ φιλομάθειά του καὶ μὲ τὴν εὐκολία μὲ τὴν ὁποίαν ἔμαθε τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ γλώσσα. «Τέκνον μου», τοῦ εἶπε κάποτε ὁ Ν. Καυσοκαλυβίτης ἐνώπιον τῶν συμμαθητῶν του «θεωρῶ ἐμαυτὸν εὐτυχῆ, ὅτι εἶμαι διδάσκαλός σου καὶ σὲ προλέγω, ὅτι διὰ τῆς εὐφυΐας σου καὶ παιδείας θέλεις τιμήσει τὴν πατρίδα μας». Τέτοια περιστατικὰ καταγράφονται καὶ ἀνακαλοῦνται μὲ εὐχαρίστηση γιατὶ δὲν συμβαίνει συχνὰ νὰ πετυχαίνουν τὶς ὑψηλότατες θέσεις στὴ ζωὴ οἱ πλέον θαυμαζόμενοι μαθητὲς τῶν δασκάλων.

Ἀφοῦ τελείωσε τὶς ἑλληνικὲς σπουδές του στὸ Βουκουρέστι, ἐπισκέφθηκε τὴ Βούδα καὶ τὴν Πάδοβα στὶς σχολὲς τῶν ὁποίων σπούδασε νομικὰ, ἰατρικὴ καὶ φιλολογία. Ἐκεῖ ἔκανε τὴ γνωριμία διαφόρων ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι τὸν περιγράφουν ἀνεξαιρέτως μετὰ ἀπὸ χρόνια ὡς ἕναν ἄνθρωπο χαμηλῶν τόνων ἐκλεπτυσμένων τρόπων καὶ καλλιεργημένης ὁμιλίας.



Λίγα λόγια γιὰ τὸν Καβάφη

Γεννημένος στὴν Ἀλεξάνδρεια τὸ 1863 ὁ Κωνσταντίνος Καβάφης ἦταν ὁ μικρότερος ἀπό τὰ ἐννέα παιδιὰ μιᾶς οἰκογένειας προερχόμενης ἀπὸ πολλὲς γενεές ἀπὸ τὴν εὐημεροῦσα ἑλληνικὴ κοινότητα τῆς Κωνσταντινούπολης. Τόσο ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ πατέρα του, ὅσο καὶ ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῆς μητέρας του, ὑπῆρχαν ἐξέχοντες πρόγονοι, ἕνας κυβερνήτης τῆς Μολδαβίας καὶ ἕνας Ἀρχιεπίσκοπος Ἀντιοχείας, ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ πατέρα του, καὶ ἕνας Ἀρχιεπίσκοπος Καισαρείας ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῆς μητέρας του. Λέγεται μάλιστα, ὅτι ἡ οἰκογένεια τῆς μητέρας του εἵλκυε τὴν καταγωγὴ ἀπὸ τὸν βυζαντινὸ αὐτοκρατορικὸ οἶκο τῶν Δουκῶν.

Ὁ πατέρας τοῦ ποιητῆ Πέτρος ἀκολούθησε τὸν μεγαλύτερο ἀδελφό του στὴν Ἀγγλία, ὅπου τὸ 1849 ἵδρυσαν τὴν Ἑταιρεία εἰσαγωγῶν –ἐξαγωγῶν «Ἀφοί Καβάφη», ποὺ ἐμπορεύονταν αἰγυπτιακὸ βαμβάκι καὶ ὑφάσματα ἀπὸ τὸ Μάντσεστερ. Τὴν ἴδια χρονιὰ κατὰ τὴ διάρκεια ἐπίσκεψής του στὴν Κωνσταντινούπολη ὁ Πέτρος παντρεύτηκε τὴ Χαρίκλεια, θυγατέρα ἐμπόρου διαμαντικῶν καὶ ἐπέστρεψε μαζί της στὴν Ἀγγλία. Τὸ 1852 ἀπέκτησε τὴν Ἀγγλικὴ ὑπηκοότητα. Πέντε χρόνια ἀργότερα ὁ Πέτρος μετοίκησε μὲ τὴν οἰκογένειά του στὴν Ἀλεξάνδρεια, ὅπου προχώρησε στὴ σύσταση τῆς ἑταιρείας «Π.Ι.Καβάφης & Σια» μὲ ἀντικείμενο τὴν ἐμπορία σιταριοῦ καὶ βαμβακιοῦ μὲ ὑποκαταστήματα στὸ Κάϊρο, τὸ Λονδίνο καὶ τὸ Λίβερπουλ. Ἐπωφελούμενος ἀπὸ τὸν Κριμαϊκό Πόλεμο, ποὺ ἐκτόξευσε τὴν τιμὴ τοῦ σιταριοῦ καὶ ὕστερα ἀπὸ τὸν Ἀμερικανικὸ Ἐμφύλιο Πόλεμο, ποὺ ἀνάγκασε τὰ ἀγγλικὰ βαμβακουργεῖα νὰ στραφοῦν στὴν Αἴγυπτο γιὰ τὶς ἀπαραίτητες προμήθειες σε βαμβάκι, ὁ Πέτρος ἔγινε ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ πλούσιους ἐμπόρους στὴν Ἀλεξάνδρεια. Πλούσιος, δραστήριος καὶ καλλιεργημένος κυκλοφοροῦσε στοὺς πιὸ ὑψηλοὺς κύκλους καὶ συγκατέλεγε τοὺς Χεδίβες Σαΐντ καὶ Ἰσμαὴλ ἀνάμεσα στοὺς φίλους του. Ὁ Κωνστντίνος γεννήθηκε στὸ ζενίθ τῆς ἀκμῆς τοῦ βαμβακιοῦ στὴν ἀριστοκρατικὴ ὁδὸ Σερίφ Πασᾶ. Ὁ Πέτρος πέθανε τὸ 1870 ἀφήνοντας τὴν ἐπιχείρηση στὴν οἰκογένεια, πλὴν ὅμως μικρὴ πραγματικὴ περιουσία.

Στὸ βιβλίο της «Κριτικὴ Παρουσίαση τοῦ Κωνσταντίνου Καβάφη» ἡ Γαλλίδα Μαργαρίτα Γιουρσενάρ, ἡ πρώτη γυναίκα ποὺ βραβεύτηκε ἀπὸ τὴ Γαλλικὴ Ἀκαδημία, ἔγραφε τὸ 1958 γιὰ τὸν Καβάφη: «Ὁ Κωνσταντίνος Καβάφης εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ διάσημους ποιητὲς τῆς νεώτερης Ἑλλάδας. Εἶναι ἐπίσης ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ μεγάλους της, ὁ πιὸ λεπταίσθητος, ὁ πιὸ καινούργιος καὶ ὁ πιὸ θρεμμένος ἀπὸ τὴν ἀνεξάντλητη οὐσία τοῦ παρελθόντος». (Ἐκδ.Ι.Δ. Χατζηνικολῆ, μετάφ.Γ. Π. Σαββίδη, 1981) Σε μικρὴ ἀπόσταση ἀπὸ τὴν ὄχθη μιᾶς λίμνης ἔχουν χτίσει οἱ Κινέζοι τὸ «Τεῖχος τῶν Ποιητῶν» μήκους δέκα καὶ ὕψους τριῶν μέτρων. Στὴν κορυφή του εἶναι τοποθετημένα, χαραγμένα σε γρανίτη τὰ πορτραῖτα εἰκοσι περίπου δυτικῶν ποιητῶν, ἀπὸ τὸν καιρὸ τοῦ Σαίξπηρ μέχρι τὶς μέρες μας, μαζί με τοὺ κινέζους ποιητὲς τῆς δυναστελιας τῶν Τάνγκ. Ἐκεῖ εἶναι καὶ τὸ πορτραῖτο τοῦ Κ. Καβάφη δίπλα στοῦ Γέιτς. Πολλοὶ λένε ὅτι σύντομα ὁ Καβάφης θὰ θεωρεῖται ὁ μεγαλύτερος ποιητὴς τοῦ 20ου αἰώνα.

(τέλος)



[2] Τὸ σωστὸ εἶναι τὸ 1772
[3] ὀνομάζονταν Ἐλιὰ καὶ ἦταν θυγαγέρα τοῦ Παπανάνου
[4] Δυσάρεστη ἴσως ἀλὰ ὄχι μόνο δὲν ὑπῆρξε ἐπιβλαβής, ἀλλὰ ἀποτέλεσε τὴ βάση τοῦ δικαιακοῦ συστήματος, τῶν Συνταφμάτων καὶ τῆς παιδείας τους. τὸ ἀναγνωρίζουν ἄλλωστε καὶ οἱ ἴδιοι.
Η μετάφραση αποσπασμάτων, από το βιβλίο «Αθανάσιος Χριστόπουλος» (εκδ. Ινστιτούτου Βαλακανικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 1981) του Νέστορος Καμαριανού από τα γαλλικά, είναι του κ. Δημοσθένη Παπανικολάου. 
Φωτογραφία: Προσωπογραφία του Αθανασίου Χριστοπούλου από την Πινακοθήκη του Βελιγραδίου, του βιεννέζου ζωγράφου Johann Frankenberger (1807-1874), που βρίσκεται στην κατοχὴ του απογόνου του Χριστόπουλου Marius Gergescu· αντίγραφό της δημοσιεύτηκε στο α' μέρος.



Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 25 Απριλίου 2019, αρ. φύλλου 983



Σχετικά: 

2 σχόλια:

  1. Κείμενο εξαιρετικά ενδιαφέρον κι εμπλουτισμένο με πολύτιμες πληροφορίες. άγνωστες στους πολλούς. Θερμά συγχαρητήρια για τη μεθοδικότητα και το μόχθο της κας Παπανικολάου, αλλά και για την ποιότητα της ΟΔΟΥ.
    Ευτέρπη Μαρκή

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Romylos Mantzouras [fb]23/7/19

    Η κ.Ελένη συνεχίζει αθόρυβα και τεκμηριωμένα να φωτίζει και να αναδεικνύει την ιστορία του τόπου. Η προσφορά της πρέπει να επιβραβευτεί.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ