21.7.19

ΕΛΕΝΗΣ ΒΑΦΕΙΑΔΟΥ-ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ: Αθανάσιος Χριστόπουλος (1772-1847) [I]



ODOS | newspaper of Kastoria
ΟΔΟΣ 18.4.2019 | 982

Γιὰ τὸν Καστοριανὸ ποιητὴ Ἀθανάσιο Χριστόπουλο τὰ πρῶτα, ποὺ διάβασα ἦταν ἀπὸ τὸ βιβλίο-ἀφιέρωμα στὸν ποιητὴ τοῦ σοφοῦ φιλολόγου καὶ ποιητῆ Θωμᾶ Παπαθωμᾶ, μεγάλου θαυμαστῆ τοῦ Χριστόπουλου. Τὸν ἀποκαλοῦσε μεγάλο λυρικὸ ποιητή, λαμπρὸ ἀγλάϊσμα τῶν ἑλληνικῶν Γραμμάτων καὶ τοῦ τόπου μας. 


Γεννήθηκε, ὅπως ἔγραφε, στὴν «πολυθέλγητρη» Καστοριὰ τὸν Μάϊο τοῦ 1772. Θὰ ἦταν ὡραία εὐκαιρία ἄν ἡ πόλη τιμοῦσε τὴ μνήμη τῶν γενεθλίων του ἔστω μὲ λίγα λουλούδια μπροστὰ στὸ «κουρσεμένο» πατρικό του σπίτι, ποὺ κατὰ τὰ λόγια τοῦ Παπαθωμᾶ -άλλου ἀγνοημένου πνευματικοῦ τιτάνα, ποὺ ἀνέδειξε ὁ τόπος- «...εἰς παραλίμνια μέρη πλησίον λευκῶν καὶ ὀπωροφόρων δένδρων, ἐντὸς ἀνθοστολίστων κήπων, πρὸ πολλοῦ κατέπεσεν κυρτωθείσα ὑπὸ τὸ βάρος τῶν ἐτῶν ἡ στέγη κάτωθεν τῆς ὁποίας πρωτοεῖδε τὸ φῶς ἡ στομύλη ἀηδών».


Στὴ συνέχεια τῆς βιογραφίας του ὁ Παπαθωμᾶς ἀναφέρει γιὰ τὸ Χριστόπουλο: Ὁ πατέρας του Ἰωάννης φαίνεται, ὅτι κατάγονταν ἀπὸ τὴν Ἤπειρο. Παντρεύτηκε στὴν Καστοριὰ τὴν Ἐλιά, θυγατέρα τοῦ τότε Σακελλάριου [1] Παπανάνου καὶ μὲ τὴν πρόταση καὶ προστασία τοῦ πεθεροῦ του χειροτονήθηκε καὶ ἔγινε ἱερέας. Μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Παπανάνου πῆρε τὸ ἀξίωμα τοῦ Οἰκονόμου. Μη ἀνεχόμενος ὅμως τὶς θηριωδίες τῶν Τούρκων μετανάστευσε στὸ Βουκουρέστι, ἐνῶ οἱ δύο γιοί του ἦταν ἀκόμη μικροί. Τὸ σπίτι τὸ πούλησε στὴν πεθερά του Ἀγνὴ Παπανάνου, τὸ γένος Παπακωνσταντίνου, (στενή συγγενὴς μὲ τὴν Περσεφόνη Παπακωνσταντίνου σὐζυγο τοῦ Δούκα Σαχίνη).

Στὸ σημεῖο αὐτὸ ἄς ἐπισημάνουμε τὶς προτροπὲς, ποὺ ἔκαναν μὲ τὸ γραπτό τους λόγο, σε ὅ,τι ἀφορᾶ τὸ σπίτι, ποὺ πρωτοεῖδε τὸ φῶς ὁ ποιητής μας, δύο σημαντικὲς προσωπικότητες δηλαδή ὁ σπουδαῖος Βυζαντινολόγος καθηγητὴς Πανεπιστημίου καὶ Ἀκαδημαϊκός Ἀναστάσιος Ὀρλάνδος, στὸ Βιβλίο του «Βυζαντινὰ Μνημεῖα τῆς Καστοριᾶς» (Άθῆναι 1939) καὶ στὸ κεφάλαιο «Τὰ Παλιὰ Ἀρχοντόσπιτα τῆς Καστοριᾶς» καὶ ὁ ἀείμνηστος καθηγητὴς Κωνσταντίνος Ἀναστασίου Πηχιών στὸ ἄρθρο του «Τὰ Ἱστορικὰ Σπίτια» (ἐφημερὶς Καστοριά, ἀρ. φυλ. 731, 1937) γιὰ τὸ συγκεκριμένο σπίτι τοῦ Παπανάνου.


Ὁ Ὀρλάνδος γράφει: «Πρέπει μάλιστα νὰ σημειωθεῖ ὅτι μερικὰ ἀπὸ τὰ σπίτια τῆς Καστοριᾶς πλὴν τῆς ἀρχιτεκτονικῆς των ἀξίας ἔχουσι καὶ ἱστορικὴν τοιαύτην, ὅπως τὸ ἀπέναντι τῆς ἐκκλησίας τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος εὐρισκόμενον σπίτι τοῦ Παπανάνου, τὸ ὁποῖον κατὰ τὸν κον Κ.Α. Πηχιών εἶναι πιθανώτατα αὐτὸ ἐκεῖνο, ἔνθα ἐγεννήθη ὁ Καστοριεύς λυρικὸς ποιητὴς Ἀθανάσιος Χριστόπουλος...». 


Καὶ ὁ καθηγητὴς Κ. Ἀ. Πηχιών: στὰ Ἱστορικὰ Σπίτια: «... τὸ σπίτι μάλιστα τοῦ Παπανάνου ἀπέναντι τῆς ἐκκλησίας τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος ἔχει ἱστορικήν ἀξίαν, διότι εἰς αὐτὸ, εἶναι ἡ μεγαλυτέρα πιθανότης, ὅτι ἐγεννήθη ὁ διάσημος Καστοριανὸς ποιητὴς Ἀθανάσιος Χριστόπουλος, ὁ ἐπονομασθείς Νέος Ἀνακρέων. Μίαν ἀξίαν προσοχῆς παράδοσιν εἶχα ἀκούσει ἀπὸ τὴν μακαρίτισσα Θεοδόταν Ἀν. Τζώτζα πρὸ ὀλίγων ἐτῶν. Ἡ σεβαστὴ γραία ὑπήρξεν ὡς γνωστὸν γέννημα, θρέμμα καὶ ἀνάστημα ἐκλεκτὸν τῆς ἀρχοντικῆς οἰκογενείας Καραμπίνα. Μοῦ ἔλεγεν, ὅτι ἐνεθυμεῖτο καλά, πὼς μικρὰ ἤκουε "νὰ παραδείχνουν", ὅτι "στὸ σπίτι τοῦ Παπανάνου κατοικοῦσεν ἕνας παπᾶς, ποὺ εἶχε δύο υἱούς καὶ ἀναγκάσθηκε νὰ φύγει στὴ Βλαχία οἰκογενειακῶς. Ὁτι ἐκεῖ κατοπινὰ ὁ ἕνας υἱὸς ἔγινε σπουδαῖος ἄρχοντας καὶ ξακουστὸς στὰ γράμματα" καὶ συνεχίζει. Χωρὶς δισταγμόν δυνάμεθα νὰ παραδεχθῶμεν, ὅτι πρόκειται περὶ τοῦ Χριστοπούλου, τοῦ ὁποίου τὸ σπίτι ἦτο γνωστὸν εἰς τὴν προπαρελθούσαν γενεὰν καὶ ἐδεικνύετο. Δι’ αὐτὸ πρέπει καὶ ἡμεῖς νὰ τὸ δεικνύωμεν εἰς τοὺς μεταγενεστέρους καὶ μάλιστα εἰς τοὺς ἐπισκέπτας τῆς πόλεως, πολλοὶ τῶν ὁποίων ἐρωτοῦν διὰ τὸ σπίτι τοῦ ποιητοῦ καὶ θέλουν νὰ τὸ ἰδοῦν. Ἐπιβάλλεται μάλιστα, καθὼς καὶ μὲ τὸ ὑπέδειξαν μερικοὶ διακεκριμμένοι ἐν τοῖς γράμμασιν ἐκδρομεῖς, νὰ ἐντοιχίσωμεν πλάκα μαρμαρίνην ἐμφαίνουσαν, ὅτι ἐκεῖ ἐγεννήθη ὁ Χριστόπουλος».


Ἕνας στενὸς φίλος τοῦ ποιητῆ μᾶς ἄφησε μιὰ πολύτιμη βιογραφία του, ποὺ ἔρχεται νὰ συμπληρώσει τὴν ἀπουσία προφορικῶν πληροφοριῶν καὶ τὴν ἀνεπάρκεια στοιχείων προηγουμένων βιογράφων. Στὴν πραγματικότητα ὁ συγγραφέας αὐτὸς τῆς βιογραφίας τοῦ ποιητῆ, δίνει μερικὲς λεπτομέρειες, ποὺ προφανῶς τὶς ἔχει ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν ποιητή καὶ οἱ ὁποῖες ἔκαναν μερικοὺς νὰ πιστέψουν ἐσφαλμένα, ὅτι ὁ ἄγνωστος βιογράφος ἦταν ὁ ἴδιος ὁ Ἀθανάσιος Χριστόπουλος. Ὁ ἄγνωστος βιογράφος δεν εἶναι ἄλλος ἀπὸ τὸ φίλο τοῦ ποιητῆ Νικόλαο Κοριτζᾶ. Ὁ Κλέων Ραγκαβὴς τὸ ἐπιβεβαιώνει στὴ σύντομη βιογραφία τοῦ Χριστόπουλου, ποὺ ἐξέδωσε τὸ 1882 ὅτι « ὁ βιογράφος καὶ ἐκδότης τοῦ βιβλίου “Ἑλληνικὰ ἀρχαιολογήματα” εἶναι ὁ φιλόμουσος κος Νικόλαος Κοριτζᾶς.


Ὁ Νικόλαος Κοριτζὰς ἔζησε στὴ Ρουμανία καὶ ὑπῆρξε ἕνας ἀπὸ τοὺς στενοὺς φίλους τοῦ Χριστόπουλου κατὰ τὴ διάρκεια τῶν συζητήσεών του μὲ τὸν ποιητὴ συνέλεγε διάφορες πληροφορίες, ὥστε ἔγραψε κάποτε τὴ βιογραφία του. Ἡ βιογραφία ξεκινάει μὲ τὰ ἤδη γνωστὰ, ὅτι ὁ Ἀθανάσιος Χριστόπουλος γεννήθηκε στὴν Καστοριὰ τὸ 1772. Ὁ πατέρας του, ὁ ἱερέας Ἰωάννης, γιὰ να ὰ’ποφύγει τὸν διωγμὸ τῶν τούρκων, πουλάει τὸ σπίτι του στὴν Καστοριὰ στὴν πεθερά του καὶ μὲ τοὺς δύο γιούς του Ἀθανάσιο καὶ Κυριάκο κατέφυγε στὸ Βουκουρέστι. 


Ὁ νεαρὸς Ἀθανάσιος ἀπὸ μικρὸς ἔδωσε δείγματα μεγάλου ζήλου γιὰ σπουδὲς καὶ στάλθηκε σε ἠλικία 8 ἐτῶν στὴν πριγκηπική Σχολή στὸ Βουκουρέστι, ποὺ διευθύνονταν τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἀπὸ τὸν περιώνυμο ἑλληνιστὴ Νεόφυτο Καυσοκαλυβίτη. Μεταξὺ τῶν καθηγητῶν τοῦ Χριστοπούλου συναριθμοὺνται ἐπίσης ὁ Γρηγόριος Κωνσταντᾶς, διάδοχος τοῦ Καυσοκαλυβίτη (1784) στὴ διεύθυνση τῆς Σχολῆς καὶ ὁ Λάμπρος Φωτιάδης καὶ αὐτὸς ἐπίσης διευθυντὴς τῆς Σχολῆς τὸ 1792, καθὼς πιθανὸν καὶ ὁ Μανασής Ἠλιάδης. 


Ὁ T. Bartas, ἕνας ἄλλος βιογράφος τοῦ Χριστοπούλου, ἀναφέρει τὰ λόγια, ποὺ ὁ σοφὸς καθηγητὴς Καυσοκαλυβίτης ἀπηύθυνε στὸν ἐξαίρετο μαθητή του μέσα στὴν τάξη ἐνώπιον τῶν συμμαθητῶν του: «Παιδί μου, εἶμαι εὐτυχής, ποὺ εἶμαι καθηγητής σου καὶ εὐελπιστῶ, ὅτι ἡ εὐφυΐα σου καὶ οἱ γνώσεις σου θὰ σε βοηθήσουν νὰ τιμήσεις τὴν πατρίδα σου». Στὴ Σχολὴ αὐτὴ τοῦ Βουκουρεστίου εἰκάζεται, ὅτι μαθήτευσε γιὰ ἕξι χρόνια. Κατόπιν συνέχισε τὶς σπουδές του στὴ Βούδα (Βουδαπέστη), ὅπου ὑπῆρχε μεγάλη ἑλληνικὴ παροικία. Ἀρχικὰ φοίτησε στὸ Πανεπιστήμιο τῆς Βούδας. Κατόπιν στὸ Πανεπιστήμιο τῆς Πάδουας, ὅπου σπούδασε Λατινικὰ, Φιλοσοφία, Νομικὰ καὶ Ἰατρική.

Μὲ τὴν ἐπιστροφή του στὸ Βουκουρέστι διετήρησε ἐπαφὲς μὲ σημαντικὲς προσωπικότητες, ὅπως ὁ Λάμπρος Φωτιάδης, ὁ διευθυντὴς τῆς Πριγκηπικῆς Σχολῆς τοῦ Βουκουρεστίου. Ὁ ἐλλόγιμος καθηγητὴς ἤξερε νὰ ἐκτιμήσει τὶς γνώσεις τῶν ἑλληνικῶν, τῶν λατινικῶν καὶ τῶν ἄλλων τομέων τῆς ἐπιστήμης τοῦ νεαροῦ μαθητή του καὶ τὸν συνέστησε στὸν πρίγκηπα τῆς Βλαχίας Ἀλέξανδρο Μουρούζη. Αὐτὸς θαύμασε τη μόρφωση καὶ τὶς ἀρετὲς τοῦ Χριστόπουλου καὶ τὸν προσέλαβε ὡς παιδαγωγὸ τῶν παιδιῶν του παίρνοντάς τον στὴ Μολδαβία. Μὲ τὴν ἐγκατάστασή του ἐκεῖ τὸν προήγαγε στὸ ἀξίωμα τοῦ caminar καὶ τὸν ὀνόμασε δικαστὴ σε ἕνα ἀπὸ τὰ δικαστήρια τοῦ Ἰασίου. 


Κατὰ τὴν παραμονή του στὸ Ἰάσιο ὁ Χριστόπουλος συνέγραψε, μὲ προτροπὴ τοῦ πρίγκηπα Μουρούζη, τὸ γνωστό του «Δρᾶμα ἡρωικὸν ἢ Ἀχιλλεύς», τὸ ὁποῖο παίχτηκε μὲ πολλὲς ἐπαναλήψεις καὶ μεγάλη ἐπιτυχία τόσο στὸ Ἰάσιο ὅσο καὶ στὸ Βουκουρέστι· ἐπίσης καὶ τὴ «Γραμματική» του, τὴν πρώτη γραμματικὴ τῆς καθομιλουμένης ἑλληνικῆς ἢ «Αἰολοδωρικῆς», ὅπως τὴν ἀποκαλοῦσε ὁ Χριστόπουλος. Ὅταν ὁ Μουρούζης ἔβαλε να κατασκευαστοῦν πολλές κρῆνες στὴν πρωτεύουσα τῆς Μολδαβίας, ὁ Χριστόπουλος συνέθεσε ἕνα ἐπίγραμμα μὲ ἕξι στίχους, ποὺ χαράχτηκε σε μεταλλικὴ πλάκα καὶ τοποθετήθηκε σε μία κρήνη, ποὺ εἶχε μόλις ἐγκατασταθεῖ. Οἱ στίχοι αὐτοὶ κυκλοφόρησαν στὰ ἑλληνικὰ, τὰ ρουμάνικα καὶ τὰ βουλγαρικὰ.


Ἐπιγραφή στὴ βρύση

Εἰς τὸν κύκλον τῶν Ζωδίων εἶμαι Λέων¹ φλογερός.
Εἰς τὴν πόλιν Ἰασίου Ὑδροχόος δροσερός.
Ἐκεῖ φλόγες, ἐδῶ δρόσος, ἐκεῖ πῦρ, ἐδῶ νερόν.
Ἐξερεύγομαι³ καὶ χύνω ἀπὸ φάρυγγα ξερόν.
Ὁλην μ’ἄλλαξε τὴν φύσιν ὁ τῆς πόλεως σωτήρ,
ὁ Ἀλέξανδρος Μουρούζης τῶν ὑδάτων ὁ δοτήρ


Οἱ ἴδιοι στίχοι εἶχαν χαραχτεῖ καὶ στὰ ρουμάνικα καὶ τὰ βουλγάρικα
_____
[1]  Προφανῶς ἡ βρύση εἶχε τὴ μορφὴ κεφαλῆς λιονταριοῦ
[2] Ἀπό τὸ στόμα τοῦ λιονταριοῦ ἔβγαινε τὸ νερό.


Τὸ 1807 ὁ Μουρούζης ἄφησε τὸ θρόνο τῆς Μολδαβίας γιὰ νὰ ἐπιστρέψει στὴν Κωνσταντινούπολη παίρνοντας μαζί του καὶ τὸ Χριστόπουλο. Ἐκεῖ στὸ ἀρχοντικὸ του Μουρούζη, ποὺ βρίσκονταν στὴν ἀκρογιαλιὰ τοῦ Βοσπόρου καὶ στὸ ὁποῖο σύχναζαν πολλοὶ ἕλληνες καὶ ξένοι λόγιοι, ὁ Χριστόπουλος ἔζησε ἥσυχα γιὰ μερικὰ χρόνια. Στὴν πλούσια βιβλιοθήκη τῆς οἰκογένειας Μουρούζη μπροστὰ στὴν ὑπέροχη θέα τοῦ Βοσπόρου ὁ Χριστόπουλος συνέθεσε τοὺς ἀθάνατους βακχικοὺς καὶ ἐρωτικούς του στίχους, ποὺ διαδόθηκαν εὐρύτατα καὶ ἔγιναν τραγούδια, ὥστε οἱ λόγιοι τῆς ἐποχῆς νὰ τὸν ὀνομάσουν «ὁ Νέος Ἀνακρέων».

Ὁ Χριστόπουλος ἦταν κοσμικὸς, κοινωνικὸς, ἀξιαγάπητος καὶ εὐγενικὸς στὶς κοινωνικές του σχέσεις. Οἱ φίλοι του ἐπιζητοῦσαν τὴ συντροφιά του, τὸν ἄκουγαν μὲ ἐνδιαφέρον, γιατὶ ὁ ποιητὴς εἶχε τὸ χάρισμα νὰ συζητᾶ μὲ μεγάλη εὐχέρεια διάφορα προβλήματα. ἐπιστημονικά, γλωσσικά, θεολογικά, ἰατρικά καὶ νομικά. Ἡ συνομιλία μαζί του ἦταν εὐχάριστη γιὰ τοὺς φίλους του, Ἕλληνες καὶ ξένους, ποὺ ἔρχονταν συχνὰ νὰ τὸν ἐπισκεφθοῦν στὸ ἀρχοντικὸ τῶν Μουρούζη. 


Μεταξὺ τῶν ξένων φίλων του συγκαταλέγονταν ὁ κόμης Marcellus, ὁ πρέσβυς τῆς Γαλλίας στὴν Κωνσταντινούπολη, ὁ ὁποῖος μᾶς ἄφησε μερικὲς πολὺ ἐνδιαφέρουσες ἐνδείξεις γιὰ τὴ γνώση, ποὺ εἶχε ὁ Χριστόπουλος τῶν ἔργων τῶν ἀρχαίων ἑλλήνων κλασσικῶν. Ὁ Marcellus μιλάει στὰ ἀπομνημονεύματά του μὲ μεγάλο θαυμασμὸ γιὰ τὸν ἕλληνα ποιητή καὶ ὑπογραμμίζει τὴ βαθειά του σοφία, τὴν ἀνεξάντλητη δύναμη γιὰ ἐργασία καὶ τὸ ἐγκυκλοπαιδικό του πνεῦμα. Ὁ γάλλος διπλωμάτης γνώρισε τὸ Χριστόπουλο, σύμφωνα μὲ ὅσα διηγεῖται, στὸ ξύλινο σπίτι τοῦ Ἀλέκου Σούτσου, ποὺ βρίσκονταν στὴν ἀκτὴ τοῦ Βοσπόρου, σε μικρὴ ἀπόσταση ἀπὸ τὴν Πρεσβεία τῆς Γαλλίας.


Μετὰ τὰ τραγικὰ γιὰ τὴν οἰκογένεια Μουρούζη συμβάντα τοῦ 1812, δηλαδή τὸν ἀποκεφαλισμὸ ἀπὸ τοὺς Τούρκους δύο ἀδελφῶν Μουρούζη, τὴν καταδίκη στὰ κάτεργα τοῦ ἴδιου τοῦ πρίγκηπα Ἀλέξανδρου Μουρούζη καὶ τὸν ἐπακολουθήσαντα θάνατό του, ὁ Χριστόπουλος δέχτηκε τὴν πρόταση τοῦ νέου πρίγκηπα τῆς Βλαχίας Ἰωάννη Καρατζᾶ (φωτογραφία), νὰ τὸν ἀκολουθήσει στὴ Βλαχία. Ὁ χωρισμὸς του ἀπὸ τὴν οἰκογένεια Μουρούζη τοῦ ἦταν πολύ ἐπώδυνος καὶ αἰσθάνονταν συντετριμμένος ἀπὸ τὰ τραγικὰ γεγονότα μὲ τὴν καρδιά του νὰ σφίγγεται καθὼς ἐγκατέλειπε τὸ ἀρχοντικὸ τῶν Μουρούζη στὰ Θεραπειά. Αἰσθάνονταν δεμένος μὲ τόσες ὡραῖες ἀναμνήσεις καὶ ἦταν εκεῖ, ποὺ εἶχε συνθέσει τοὺς ἀθάνατους στίχους του. Τώρα ἔπρεπε νὰ διακόψει τὴ λογοτεχνική του δραστηριότητα, ποὺ εἶχε ἀναπτύξει στὶς ὄχθες τοῦ Βοσπόρου.


Ὁ Χριστόπουλος βρῆκε στὸ πρόσωπο τοῦ πρίγκηπα Ἰωάννη Καρατζᾶ ἕναν δεύτερο προστάτη, ὁ ὁποῖος ἀπὸ τὴν πλευρά του ἦταν εὐτυχὴς νὰ ἔχει στοὺς κόλπους τῆς αὐλῆς του ἕναν σύμβουλο τοῦ ἀναστἠματος καὶ τῆς ἀξίας τοῦ Χριστόπουλου, τόσο προικισμένου καὶ μὲ τόσες γνώσεις στὸ πεδίο τοῦ Δικαίου. Μὲ τὴν ἄφιξή του στὸ Βουκουρέστι ὁ Ἰωάννης Καρατζᾶς ὀνόμασε τὸν Χριστόπουλο δικαστὴ στὸ δικαστήριο τῶν μεγάλων βογιάρων. Μετὰ ἀπὸ ἕνα μικρὸ διάστημα, στὰ τέλη περίπου τοῦ 1812, ὅταν ὁ Καρατζᾶς ἵδρυσε ἕνα νέο δικαστήριο, ὁ Χριστόπουλος προήχθη στὴν τάξη τοῦ μεγάλου λογοθέτη τῶν Ἐξωτερικῶν. Ὁ Χριστόπουλος συμμετεῖχε ἔτσι στὸ πριγκηπικὸ συμβούλιο. 


Στὶς 27 Ἰανουαρίου τοῦ 1813 ὑπέγραφε τὰ πρακτικὰ στὸ πλευρὸ τῶν ἄλλων βογιάρων. Παράλληλα ὑπέγραψε τὴν 23η Φεβρουαρίου τοῦ 1816 τὸ διάταγμα, ποὺ ἐκδόθηκε ἀπὸ τὸν κυβερνήτη πρίγκηπα Ἰωάννη Καρατζᾶ καὶ ἀφοροῦσε τὸν ὀργανισμὸ τοῦ πριγκηπικοῦ Σχολείου στὸ Βουκουρέστι. Τὸ ἴδιο διάταγμα ἀποφάσιζε τὴν ὀνομασία τοῦ Clucer Νέστορα στὸ ἀξίωμα τοῦ καθηγητοῦ τοῦ δικαίου καὶ μπορεῖ κανεὶς νὰ θεωρήσει, ὅτι αὐτὴ ἡ ὀνομασία ὀφείλονταν κυρίως στο Χριστόπουλο, τὸν πιὸ ἱκανὸ σ’ αὐτὸ τὸ πεδίο ἀπὸ ὅλα τὰ μέλη τοῦ συμβουλίου... 


Ἀλλὰ χρειάστηκε νὰ ἀφήσει τὴ θέση τοῦ μεγάλου λογοθέτη τῶν Ἐξωτερικῶν, ὅταν ὁ πρίγκηπας Ἱωάννης Καρατζᾶς τὸν διόρισε σε νὲα ἐμπιστευτικὴ ὑπηρεσία, ἐκείνη τοῦ μεγάλου Καμαράση (camaras), ποὺ εἶχε ὡς ἀποστολὴ τὴ διεύθυνση τῶν ἐσόδων τοῦ πριγκηπικοῦ θησαυροφυλακίου. Χωρὶς ἀμφιβολία ὁ ποιητὴς δὲν ἄσκησε γιὰ πολύ αὐτὰ τὰ καθήκοντα, ἀλλὰ μέχρι τὶς 12 Ὀκτωβρίου τοῦ 1818, ἡμερομηνία, ποὺ ὁ Ἰ. Καρατζᾶς ἐγκατέλειψε τη θέση του καὶ διέφυγε στὸ ἐξωτερικό. Μετὰ τὴ φυγὴ τοῦ Καρατζᾶ εἶχε πολλὰ νὰ ὑποφέρει ὁ ποιητὴς διηγεῖται ὁ βιογράφος του.




(συνεχίζεται)


[1] ἱερατικὸς τίτλος, ὅπως καὶ ὁ τίτλος οἰκονόμος. Ἀπό αὐτοὺς τοὺς τίτλους προέρχονται καὶ πολλὰ σημερινὰ ἐπίθετα π.χ. Σακελλαρίου, Σακελλαρόπουλος, Οἰκονόμου Οἰκονομίδης κλπ
Φωτογραφία: Αντίγραφο της προσωπογραφίας του  Αθανασίου Χριστοπούλου από την Πινακοθήκη του Βελιγραδίου (δημοσιεύεται στο β' μέρος), του βιεννέζου ζωγράφου Johann Frankenberger (1807-1874), που βρίσκεται στην κατοχὴ του απογόνου του Χριστόπουλου Marius Gergescu.


Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 18 Απριλίου 2019, αρ. φύλλου 982


Σχετικά: 



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ