3.6.17

ΜΕΡΟΠΗΣ ΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛΟΥ ΜΑΓΓΕΛ: Απόζαρι της ψυχής | Καστοριά της ψυχής


ΟΔΟΣ 24.11.2016 | 862

Το κείμενο που ακολουθεί, είναι η ομιλία της εικαστικού κ. Μερόπης Σωτηροπούλου Μάγγελ, από την εκδήλωση παρουσίασης του λευκώματος  του κ. Σπυρίδωνος Αναγνώστου «Απόζαρι της ψυχής», που πραγματοποιήθηκε το περασμένο Σάββατο 19 Νοεμβρίου 2016 στην αίθουσα του δημοτικού συμβουλίου του δήμου Καστοριάς.

* * *

ΤΟ ΛΕΥΚΩΜΑ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΩΝ με τίτλο «Απόζαρι της ψυχής» αναφέρεται στις εποχές του ανθρώπινου χρόνου, που ευτύχισαν να καταγραφούν ως εικόνες επικοινωνίας, σπάνιο δείγμα πια ευαισθησίας και σωστής αντιμετώπισης των ανθρώπων και της σχέσης τους με τον χώρο και τον τόπο.
Φωτογραφία, μία γλώσσα διεθνής, πανανθρώπινη, μια γραφή αναγνωρίσιμη απ’ όλους, με έργα που δεν έχουν ανάγκη μετάφρασης και ερμηνείας και κρατούν πολύτιμα στοιχεία της λαογραφικής έρευνας, της αρχαιολογικής αναζήτησης, της ιστορίας.

Η μνήμη της ιστορίας, το αρχείο της επιστήμης, η καταγραφή του παρελθόντος, όλα αυτά θα ήταν πολύ φτωχά χωρίς την σπουδαία αυτή εφεύρεση.  Και αυτή η σύγχρονη τέχνη, ίσως θα ήταν σήμερα φτωχότερη χωρίς την φωτογραφία, της οποίας ο πρώτος και σημαντικός ρόλος ήταν να κάνει πλατιά γνωστή την παγκόσμια καλλιτεχνική δημιουργία, που έμενε απρόσιτη ακόμη και για τους ιστορικούς.

Το φως και ο φωτογράφος, χτίζουν μια εποχή που στέκεται με ευγνωμοσύνη πολλές φορές απέναντι στον τόπο, τον χρόνο, τα πρόσωπα, αναφέρει ο Σπύρος Αναγνώστου στον πρόλογο του λευκώματος. Και έχει απόλυτο δίκαιο. Ίσως το κρυφό περιεχόμενο του χρόνου να το συλλαμβάνουν πολύ πιο καίρια οι ποιητές και οι ζωγράφοι, ίσως οι συγγραφείς, όμως οι φωτογράφοι είναι οι υμνωδοί της εικόνας.

Μία φωτογραφία γίνεται ποίημα, ζωγραφικό έργο, διήγημα. Οι φωτογραφίες του λευκώματος ζωγραφίζουν με το φως, διηγούνται με την λαμπρότητα των παραστάσεών τους, μεταστοιχειώνοντας έναν ολόκληρο σοφά οργανωμένο κόσμο, σε μία πραγματικότητα που αναβλύζει χαρά. Περιπλάνηση για το βλέμμα και την ψυχή. Μαρτυρίες για τα περασμένα κι ανεπανάληπτα που τα σκέπασε ο χρόνος για να φέρει άλλα καινούρια… Κι όμως ως τις μέρες μας, φτάνουν απόηχοι εκείνων των χρόνων, θροΐσματα νόστου, απροσδιόριστος ρεμβασμός και θλίψη για ό,τι περνά και χάνεται.

Ο χώρος είναι ένα στοιχείο που προσδιορίζει την ταυτότητα των ανθρώπων που ζουν μέσα σ’ αυτόν. Καταλύτης η πόλη τους, η γειτονιά τους.  Αστοί που βρίσκονται σε άμεση σχέση με το περιβάλλον τους και την φύση, με μια αφοπλιστική απλότητα, σε γλέντια και χαρές δίπλα στην ροδάνη, ανάβοντας την μπουμπούνα, ετοιμάζοντας τα σύνεργα για το ψάρεμα ή πλένοντας τα ασπρόρουχα στην όχθη της λίμνης.  Κατοικία τους τα αρχοντόσπιτα της πόλης, με τα προεξέχοντα σαχνισιά και τα παράθυρα που λάμπουν με το αντιφέγγισμα στο χάραμα και το δειλινό. Μαχαλάδες που οδηγούν σε λιθόστρωτα σοκάκια και πεζούλια ολόγυρα στις βυζαντινές εκκλησίες της γειτονιάς. Περβάζια με γλάστρες , βασιλικούς και τριανταφυλλιές. Αρραβώνες και γάμοι, εκεί όπου και εσύ μπαίνεις μέσα γιατί αισθάνεσαι μέρος τους. Οι διηγήσεις από τους παλιότερους έχουν περάσει στην μνήμη σου.

Φωτογραφικά πορτραίτα και μικροσκοπικές φιγούρες, με μια ανυπέρβλητη ακρίβεια, όμοια με την πραγματικότητα, δεν είναι ανθρώπινα έργα. Είναι  ο ίδιος ο άνθρωπος αιχμάλωτος μιας μηχανικής διαδικασίας. Ακίνητοι για αρκετά λεπτά της ώρας, ακουμπισμένοι πάνω σε κρυφά βοηθητικά στηρίγματα, με μια έκφραση που ήξεραν ότι θα διαρκέσει αιώνια. Οι άνθρωποι φωτογραφίζονται μέσα σε ανάλογα σκηνοθετημένους χώρους ή μπροστά σε ζωγραφισμένα φόντα.

Φωτογραφίες ξενιτεμού και προσμονές ξενιτεμένων, σε κομμάτια από θραυσμένες εμπειρίες  και ιστορίες, που όταν συγκολλώνται ή περιγράφονται, αποκτούν δύναμη και ουσία.
Πρόσωπα μυστηριακά, όρθια, καθιστά, μόνα τους, σε ομάδα, σε προσπάθεια ενός διαλόγου και μιας αναζήτησης, μιας πρόσβασης στην καθημερινότητα, αλλά και σ’ έναν κόσμο εξυψωμένο τελικά στην σφαίρα του μύθου, ανέγγιχτο από την ευτέλεια των νέων καιρών και απομονωμένο μέσα σε μια ομίχλη που δεν λέει να περάσει.

Ίσως πέρα από την αισθητική τέρψη, θα πρέπει να αναζητήσουμε και τον πυρήνα της ουσίας του λευκώματος. Πέρα από την αποτύπωση της πραγματικότητας των φωτογραφιών, υπάρχει σίγουρα και τη αναζήτηση της μνήμης, κάποια ίχνη της οποίας μας οδηγούν σε δρόμους με λυτρωτική πορεία.
Μνήμη παιδικών χρόνων, εικόνα μιας χαμένης Καστοριάς μας παραδίδει ο θρύλος της τέχνης Λουκάς Σαμαράς: «Μια από τις πιο δυνατές εικόνες που έχω από τον παρελθόν μου, είναι όταν πέθανε η προγιαγιά μου. Μαζί με έναν ξάδελφό μου περπατήσαμε μερικά μίλια για να πάμε σε κάποιο σπίτι, σε μια άλλη πλευρά της πόλης, να δανειστούμε την θαυματουργή εικόνα, την οποία μεταφέραμε στο σπίτι της προγιαγιάς μου».

Ο ίδιος στην αυτοβιογραφία του αποσπασματικά αναφέρει:
«Ήμουν Καστοριανός και αυτό περιλάμβανε τα σπίτια που ήταν μυστικά και μαγικά, τους γέροντες, τα έθιμα, την μάνα μου και την οικογένειά της. Το σόϊ του πατέρα μου και τον τόπο τους… τον φρουτόκηπό μας.
»Ήμουν συμβολικά συνδεδεμένος με τον Άγιο Λουκά, συνδεδεμένος με όλα τα παλιά ονόματα… Οι Καστοριανοί ψάρευαν το καλοκαίρι και έραβαν γούνες τον χειμώνα… Νοιώθω σαν η ιστορία του κόσμου να έλαβε χώρα στα παιδικά μου χρόνια. Σαν ένα κύτταρο που έχει την δυνατότητα να εξελιχθεί σε άνθρωπο, το παρελθόν μου σ’ αυτήν την πόλη, περιείχε όλες τις πληροφορίες για να καταλάβει κανείς την κοινωνία…. Ένα μέρος του μυαλού μου περιμένει το αύριο, ένα άλλο μέρος αναμοχλεύει το παρελθόν». Μήπως αυτό δεν έκανε και ο Σπύρος Αναγνώστου, ψάχνοντας το παρελθόν, προσπαθώντας να ανακαλύψει και τελικά να διασώσει από την φθορά κομμάτια της πόλης που διέπλασαν και την δική του ψυχή;

Δρόμοι και διαδρομές. Ανάμεσα σε σπίτια, σε συγγενείς, από το Απόζαρι στο Ντολτσό, από τα Πετσιά στο Τσαρσί. Ανάμεσα στον χρόνο, διασχίζοντας μονοπάτι, σιμά σε κισσούς, μ’ έναν νήμα στο χέρι που ενώνει και σχηματίζει αλυσίδα από κοινές εικόνες, κελύφη αναμνήσεων, παρατακτικά δεμένα μεταξύ τους, για όλους τους Καστοριανούς που βίωσαν και χρωμάτισαν αυτήν την πόλη και την συνοικία τους, το Απόζαρι.

Παγωμένο χιόνι, πάγος καλύπτει την λίμνη και ο κρότος του ουρλιάζει. Τα δένδρα γλυπτά και οι νύχτες ασημένιες. Και όταν ο χρυσός ήλιος έρχεται, φωνές και γέλια στα πεζούλια, ζιμπίλια στους μπαξέδες, αστράφτουν τα αστέρια την νύχτα και μεταμορφώνει το φεγγάρι σε κόσμημα την κάθε εκκλησία.
Εκεί που ηχούν ακόμη τα βήματα αυτών που απουσιάζουν, που έφυγαν για πάντα.

Κεριά θύμησης οι φωτογραφίες του λευκώματος. Εκεί που όταν βλέπεις με τα μάτια της ψυχής όπως ο Σπύρος, κοιτάζεις τον παππού σου σκυμμένο στο τεζιάκι, η μητέρα σου σε περιμένει στην αυλόπορτα του σπιτιού, ακούς τις γειτόνισσες να κουβεντιάζουν. Αναζητάς την παιδικότητά σου ψάχνοντας την μυρωδιά στα κατώγια των σπιτιών.

Ο Αρθούρος Ρεμπώ λυρικά γράφει: «Ένας αρχαίος γλυπτός μπουφές, δρύϊνος και σκοτεινός. Το ύφος επήρε το αγαθόν, ανθρώπων γερασμένων. Απ’ την σκιά του αναδίνεται όταν μένει ανοιχτός κάτι σαν κύμα από κρασί παλιό και ευωδιασμένο. Γιομάτος: ένα χάος σωστό απ’ αρχαίες παλιατσαρίες. Κίτρινα, εύοσμα ασπρόρουχα, βελούδα που παιδιά. Ή γυναίκες τα φόρεσαν, δαντέλες για κυρίες. Και σάρπες όλο γυπαετούς που φόραγε η γιαγιά».

Ανάμεσα στις σελίδες του λευκώματος καρναβαλιστές, φιγούρες που «κάθονται» ανάλαφρα επάνω στο απλό καστοριανό καρναβάλι, έρχονται να μας συναντήσουν. Ιεροφάντες του εθίμου, στέκονται μπροστά στον φακό, φορώντας βελούδα και δαντέλες, εσάρπες όλο γυπαετούς και κεντήματα, τσαντάκια με πούλιες και χάντρες στα χέρια, κινέζικες ομπρέλες περιτριγυρίζουν τα καλοχτενισμένα μαλλιά.

Ανάμεσά τους ένα ναυτάκι. Είναι η Αθηνά Κεφαλοπούλου Μασιακού, που συγκεντρώνει, εκτός από την καλαισθησία και αρτιότητα της στολής, την καταπληκτική στάση χαιρετισμού και το αθώο παιδικό ειλικρινές βλέμμα που ταξιδεύει, τον καθένα στην πατρίδα της παιδικής του ηλικίας.

Σε χορό τριημέρου οι καρναβαλιστές με σκηνικό την ίδια την πόλη, σε ατέλειωτο παιχνίδι πίσω από την μάσκα, μακεδονομάχοι, απάχηδες, καμπαλιέρος…  «Εδώ θα βρείτε μενταγιόν, τσουλούφια από μαλλιά, λευκά ή ξανθά, φωτογραφίες και άνθη ξερά που το άρωμά τους έσμιξε το μύρο απ’ την οπώρα. Μπουφέ παμπάλαιε, άλλου καιρού ιστορίες ξέρεις πολλές, κι όλες να τις πεις θα ‘θελες, και θορυβείς την ώρα που οι πόρτες σου αργά ανοίγουνε, σαν χείλη οι σκοτεινές», αναφέρει ο Ρεμπώ στο ποίημά του ο Μπουφές. Μέσα σε μπουφέδες και κομοδίνα άλλου καιρού, ανάμεσα σε βιβλία και φυλαγμένες καλά σε κουτιά, πολλές φορές και σε πανέμορφες κορνίζες στολισμένες, φυλάχθηκαν όλες αυτές οι φωτογραφίες που κοσμούν το λεύκωμα «Απόζαρι της ψυχής».

Πάνω σε αυτό το κομμάτι τυπωμένο χαρτί, που σιγά-σιγά με τα χρόνια κιτρινίζει, ο άνθρωπος φύλαξε την χαρά, την λύπη, την προσμονή, την οικογενειακή ενότητα, την ελπίδα. Μόνιμοι σύντροφοι της ζωής του, μάρτυρες της εφήμερης παρουσίας του.

Η πόλη δεν είναι όπως παλιά. Οι δρόμοι άλλαξαν και τα αστέρια δεν λάμπουν για τις ίδιες γειτονιές και τους ανθρώπους όπως άλλοτε. Τα νερά της λίμνης δεν λικνίζουν τα παραδοσιακά καστοριανά καράβια, ο άνεμος βουΐζει ανάμεσα στα ξεχαρβαλωμένα παραθυρόφυλλα και τα βήματά σου σε οδηγούν σε μονοπάτια λησμονιάς. Έχεις το κουράγιο να περπατήσεις στα ίδια όμορφα στενά της πόλης, αντικρίζοντας καμμένα αρχοντικά, ραγισμένους τοίχους, άδεια πεζούλια, άλλους ανθρώπους και κλειστές εκκλησίες. Αυτές υπερασπίζουν την μνήμη με εγκαρτέρηση στην φθορά, το σαράκι, την βροχή, τον άνεμο, στήνοντας γέφυρα ανάμεσα στο εφήμερο και την ποθεινή αιωνιότητα.

Ακούς φωνές μυστικές. Σου αποκαλύπτουν την πόλη που χάθηκε και σε στέλνουν σ’ άλλο χρόνο, σ’ άλλο τόπο. Εκείνον της ψυχής, εκτείνοντας την στιγμή πέρα από το γεγονός. Κάνοντάς σε να δεις πέρα από την φθορά και την απουσία τα πράγματα. Σε ό,τι έχεις φυλάξει μέσα σου από παιδί, σ’ αυτά που έχεις ζήσει και αγαπήσει.

Και όλα αυτά τα λιτά και αμόλευτα στην αρχέγονη γνησιότητά τους, ενώ κάποιοι πασχίζουν να τα ξεπεράσουν, για άλλους είναι η αλήθεια και η κληρονομία τους. Ένας από αυτούς είναι ο Σπύρος Αναγνώστου, που έκανε τα ασήμαντα σημαντικά, γιατί τα λογάριασε συλλέγοντας και προβάλλοντας τις φωτογραφίες στο λεύκωμα και πείθοντας τελικά τον καθένα από εμάς πως ό,τι πιάνεται από την ψυχή σου έχει αξία και αντιστέκεται στην φθορά.



Σημείωση: 
Η κ. Μ. Σωτηροπούλου Μάγγελ, στο τέλος της ομιλίας της, ευχήθηκε –χωρίς να ελπίζει– η επόμενη παρουσίαση βιβλίου, να μην πραγματοποιηθεί στην αίθουσα του δημοτικού συμβουλίου, αλλά σε ένα νέο πνευματικό κέντρο


Για την αγορά του λευκώματος (25,00 €): Σ. Αναγνώστου, τηλ. 6948308825.

Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 24 Νοεμβρίου 2016, αρ. φύλλου 861


Σχετικά:

3 σχόλια:

  1. Ανώνυμος3/6/17

    Υπερβολικός θόρυβος για ένα μετριώτατο λεύκωμα....

    α υ τ ό χ θ ω ν

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ανώνυμος4/6/17

    Καθόλου μετριώτατο λεύκωμα.
    (Υπερβολική ζήλια μάλλον έχεις Αυτόχθονα)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Ανώνυμος4/6/17

    Αν ζήλια λέγεται ή λύπη για τα 25 Ευρώ που ξόδεψα τότε ναι ...έχω "υπερβολική".
    [μην ξεχνάς πάντως ότι υπάρχει στη σχετική βιβλιογραφία της πόλης μέτρο σύγκρισης. Αλλά αυτό πρέπει να το έχεις "συναντήσει". Ή να το έχεις υπόψη σου...]

    α υ τ ό χ θ ω ν

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ