15.2.18

ΧΡΥΣΟΥΛΑΣ ΠΑΤΡΩΝΟΥ ΠΑΠΑΤΕΡΠΟΥ: Η καμπάνα



Είδαμε ένα πρωί τον κυρ-Λουκά να τινάζει ο ίδιος τα στρώματα! Πολύ περίεργο! Γιατί, και γυναίκα είχε, και κόρη της παντρειάς! Ποιος τολμούσε όμως να ρωτήσει... Κατηφής και αμίλητος πάντα. Φοβισμένες και "σκιαγμένες", όπως τις χαρακτήριζαν οι γειτόνισσες, οι γυναίκες του σπιτιού. Από σπίτι εκκλησιά, από εκκλησιά σπίτι.
Την πλησιέστερη εκκλησία είχαν αναλάβει να περιποιούνται, αλλά δεν έλειπαν ποτέ από εσπερινούς και παρακλήσεις, όσο μακριά και αν έπρεπε να παν. Με χαμηλωμένα, καλυμμένα με μαντήλι πάντα, κεφάλια. Όταν δε περνούσες μπροστά από την είσοδο, σου έπνιγε τα ρουθούνια μια έντονη μυρωδιά από θυμίαμα...
Υπήρχε και ο μεγάλος γιος. Αυτός είχε ξενιτευτεί από πολύ μικρός στην Αμερική· είχαν εκεί πολλούς κοντινούς συγγενείς. Κατά τα φαινόμενα, αυτός πρέπει να τους συντηρούσε, γιατί ο κυρ-Λουκάς δεν δούλευε, αλλά δεν φαινόταν να τους μαστίζει και η φτώχεια...
Το σπίτι-ερείπιο σωστό, κληρονομιά της γυναίκας ήταν. Σε πολύ καλή κατάσταση όταν εγκαταστάθηκαν, το άφησαν να ρημάξει σιγά-σιγά. Ούτε ένα καρφί δεν μπήκε από τότε που παντρεύτηκαν...
Το επόμενο πρωί, πάλι τα ίδια. Άφαντες οι γυναίκες· σαν σκιασμένος τίναζε ο κυρ-Λουκάς την κουβέρτα και έκλεινε βιαστικά το παράθυρο. Παρατηρήσαμε επίσης, ότι σταμάτησε να μυρίζει ο χώρος γύρω από την είσοδο θυμίαμα. Μας έτρωγε η περιέργεια· εκείνον, απ’ ό,τι φαίνεται, τον έτρωγε η μοναξιά!...
Η μοναξιά δεν άργησε να τον χτυπήσει στο κεφάλι. Ξυπνήσαμε ένα πρωί από δυνατές φωνές. Σαν κάποιος να έβγαζε προεκλογικό λόγο· περίοδος εκλογών, πάντως, δεν ήταν. Αλλά και πάλι, μέσα στα άγρια χαράματα, τι σήμαινε κάτι τέτοιο; Βγήκαμε όλοι στα παράθυρα -τα άκουγες να ανοίγουν το ένα μετά το άλλο, μ’ εκείνον τον χαρακτηριστικό ήχο του ξύλου που κάπου σκαλώνει, ώσπου να ελευθερωθεί από το γάντζο που το κρατά κλειστό. Διάπλατα ανοιχτό κι εκείνο του κυρ-Λουκά!
Δεν τίναζε όμως κουβέρτες! Λόγο έβγαζε, τον Λόγο του Θεού κήρυττε με στεντόρεια φωνή, σωστός ιεροκήρυκας σε άμβωνα! -Μετανοείστε αμαρτωλοί, φώναζε, -αλλιώς σας περιμένει η κόλαση! Ακούστε τον Λόγο του Κυρίου, εγώ είμαι ο Υιός του Θεού!- Τα χάσαμε. Κοιτάζαμε απορημένοι -και έντρομοι θα έλεγα- ο ένας τα παράθυρα του άλλου και σταυροκοπιόμασταν. Τι ήταν πάλι αυτό!
Ναι μεν τροφή για σχόλια και κουτσομπολιό στις αυλές για τις γυναίκες και στα καφενεία για τους άντρες, αλλά μας κατέλαβε και ένας πρωτόγνωρος τρόμος για τα μελλούμενα.
Τα παιδιά στην αρχή άρχισαν να το διασκεδάζουν. Χειροκροτούσαν κιόλας, μόλις τέλειωνε το κήρυγμα. Δεν συνεχίστηκε για πολύ ο ενθουσιασμός τους, γιατί ένα πρωί, πήρε εκείνος έναν κουβά βρομόνερα και τα εκσφενδόνισε στα κεφάλια τους...
Πήγαν οι άντρες στην Αστυνομία, κατήγγειλαν το γεγονός -μην τον πειράζετε -ήταν η απάντηση- και μην τον κοροϊδεύετε... Τα κηρύγματα συνεχίστηκαν. Κάθε μέρα γίνονταν και πιο παθιασμένα, πιο απειλητικά.
Ο μόνος που είχε μια στοιχειώδη επικοινωνία μαζί του, ήταν ο μπακάλης της γειτονιάς. Πήγαινε κάθε βράδυ, λίγο πριν κατεβάσει εκείνος τα ρολά και ψώνιζε τα ελάχιστα βρώσιμα. Ο μπακάλης ήταν εκείνος που φρόντιζε επίσης να τον προμηθεύει με ψωμί και φρούτα. Τα έγραφε όλα στο τεφτέρι και πλήρωνε, μόλις ερχόταν το τσέκι από τον γιο.
Όσες φορές προσπάθησε κάποιος να μάθει κάτι περισσότερο, έδινε πάντα την λακωνική απάντηση: -Αφήστε ήσυχο τον φουκαρά τον κυρ-Λουκά! Κακό δεν σας κάνει!
Κακό πράγματι δεν έκανε σε κανέναν. Ένα βράδυ, ακούστηκε στη γειτονιά κάτι σαν σύρσιμο, σαν κάποιος να προσπαθούσε να μετακινήσει ολόκληρο βαρέλι, γεμάτο κρασί... Επειδή ωστόσο, και χειμώνας ήταν, και ο αέρας φυσούσε μανιασμένα, κανείς δεν τόλμησε να βγει από τη ζεστασιά των μάλλινων σκεπασμάτων...
Πρωί-πρωί άρχισε να χτυπά η καμπάνα! Πολύ κοντά ακουγόταν, και κάπως περίεργο ήχο έβγαζε! Βιγλίσαμε από τις χαραμάδες, και τι να δούμε. Ο κυρ-Λουκάς είχε κρεμάσει τη μικρή καμπάνα -το καμπανάκι- της παρακείμενης εκκλησιάς στο παράθυρό του, σε έναν σιδερένιο γάντζο που προεξείχε, και την χτυπούσε με ένα ρόπαλο δυνατά! Νταν-ντουν! Νταν- ντουν! -Μετανοείστε αμαρτωλοί, εγώ είμαι ο Υιός του Θεού! Και πάλι νταν- ντουν.
 Ό,τι δεν κάναμε όλοι στη γειτονιά με την Αστυνομία, έγινε με την παρέμβαση της εκκλησίας. Του πέρασαν ζουρλομανδύα, σε τρελάδικο τον μετέφεραν. Η καμπάνα επέστρεψε στο παρακείμενο εκκλησάκι.
Μάθαμε τότε απ’ το μπακάλη, ότι η γυναίκα και η κόρη του είχαν κλειστεί σε μοναστήρι για να γλυτώσουν από την αμαρτία του κόσμου. Ο κυρ-Λουκάς το πήρε τόσο κατάκαρδα, που αποφάσισε να σώσει όλους εμάς από την αμαρτία...


Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 20 Ιουλίου 2017, αρ. φύλλου 895

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ