31.10.23

ΝΙΚΟΥ ΤΣΕΜΑΝΗ: Στην Άνω Μερά της Σύρου

 
ΟΔΟΣ εφημερίδα της  Καστοριάς
ΟΔΟΣ 29.6.2023 | 1181


Είναι από τα λίγα όμορφα μέρη στα νησιά μας που έχουν μείνει ελληνικά, που δεν τα έχει ισοπεδώσει η λαίλαπα της απρογραμμάτιστης τουριστικής κερδοσκοπίας. 


Ένας φίλος από τα παλιά με κάλεσε στην Άνω Μερά στη Σύρο. Μου υποσχέθηκε ότι έχει το ποιο ωραίο κρασί στον κόσμο να πιώ. Ήταν 10 Ιουλίου του 2018. Βγήκα από το πλοίο με το μηχανάκι μου, κατευθύνθηκα προς την Άνω Σύρο, ακολούθησα τις ταμπέλες προς τον προϊστορικό οικισμό Καστρίου, έφερα βόλτα ένα κτήμα περιφραγμένο με ξερολιθιές και φραγκοσυκιές και έφτασα σε ένα αγροτόσπιτο στην πλαγιά.

Ο φίλος μου ο Θωμάς που με φιλοσοφική διάθεση είχε αφήσει τα γένια του να μεγαλώσουν με περίμενε στην είσοδο του αγροτόσπιτου. Μου υπέδειξε με νοήματα να παρκάρω το μηχανάκι στο σημείο που άρχιζε το παραδοσιακό μονοπάτι και με την τσάντα μου στον ώμο συνέχισα με τα πόδια τα λίγα μέτρα μέχρι το σπίτι. Ο Θωμάς με οδήγησε μέσα από τις αυλές του αγροτόσπιτου στο τόπο φιλοξενίας μου. Ήταν ένα μικρό παράσπιτο λίγα μέτρα μακριά από το σπίτι.

Το Μυλαράκι όπως ονομάζανε το παράσπιτο που κάποτε φαίνεται φιλοξενούσε γαιδάρους μετρίου αναστήματος είχε σίγουρα πάρει το όνομα του από το ημικυκλικό τμήμα των πέτρινων τοίχων του. Η είσοδος στο Μυλαράκι δεν ήταν αυτονόητη. Τα φύλλα μιας κληματαριάς είχαν δημιουργήσει μια καταπράσινη ζωντανή κουρτίνα που έκρυβε την πόρτα. Η πόρτα ήταν δίφυλλη, κοφτή με κάθε φύλλο να έχει πλάτος μόνο τριάντα εκατοστά. Σίγουρα αν ήσουνα χοντρός δεν θα χώραγες να περάσεις. Περάσαμε μέσα στο παράσπιτο. Ο Θωμάς μου έδειξε που είναι τα φώτα, πως ανάβει ο θερμοσίφωνας και με προσκάλεσε να ανέβω στο σπίτι για καφέ αφού τακτοποιηθώ.

Άφησα την τσάντα μου σε μία παγκάδα αριστερά και καθισμένος στην άκρη του κρεβατιού άρχισα από αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον να περιεργάζομαι τον χώρο γύρω μου. Οι τοίχοι ήταν πέτρινοι τουλάχιστον εβδομήντα εκατοστά πάχος. Το δάπεδο ήταν από πατητή τσιμεντοκονία, τη χαρά του ξυπόλητου. Παντού υπήρχαν εσοχές στον τοίχο για να ακουμπάς χρήσιμα εργαλεία και τροφές. Ο Θωμάς στους άσπρους τοίχους του μονόχωρου κτίσματος είχε ενσωματώσει όποια πέτρα με επιγραφή αρχαίου προγόνου είχε βρει στα χωράφια, όποιο μαρμάρινο σουβενίρ είχαν αφήσει οι Ρωμαίοι στο πέρασμα τους από την περιοχή, όποιο επώνυμο κεραμίδι βυζαντινής εποχής είχε ξεβράσει η θάλασσα στην παραλία από κάποιο ναυάγιο φορτηγού πλοίου της εποχής. Φαίνεται ότι του άρεσε να αποδεικνύει ότι οι αρχαίοι προγονοί του, αυτοί που πέρασαν από την ένδοξη γεμάτη ιστορία περιοχή που ζούσε, ήταν φορείς πολιτισμού. 

Ο χώρος του μπάνιου - κουζίνας ήταν διακριτικά συνεχόμενος με το καθιστικό. Περνούσες ένα άνοιγμα χωρίς πόρτα. Έκανα δύο βήματα από το κρεβάτι προς το μπάνιο. Το κεφάλι μου ακουμπούσε τα ξύλα της οροφής καθώς περνούσα. Από το παραθυράκι του μπάνιου έβλεπες την γαλάζια θάλασσα και τα χωριά της Τήνου. Στην δεξιά πλευρά ένας παλιός, σπασμένος μαρμάρινος νεροχύτης ακουμπούσε σε δύο άσπρους λεπτούς τοίχους ειδικά κατασκευασμένους να τον στηρίζουν. Στα δεξιά του υπήρχαν τρείς βαθιές εσοχές στον τοίχο που φιλοξενούσαν όλα τα απαραίτητα για την κουζίνα σκεύη. Οι σωληνώσεις του μπάνιου ήταν από εμφανείς χάλκινους σωλήνες που χωρίς ντροπή ακολουθούσαν εξωτερικά την πορεία τους προς τις βρύσες. Η ντουζιέρα στη γωνία ήταν ημικυκλική από πορσελάνη. Στη βρύση της κρεμόταν μία γαλάζια πλούσια μπομπονιέρα γάμου που αντί για κουφέτα είχε πολύχρωμα σαπουνάκια για να απλώνεις ομοιόμορφα την σαπουνάδα στο κορμί σου. Η μεγάλη έκπληξή ήταν μια πολυτελείας σκάρα καλοριφέρ στον τοίχο που στεγνώνει τις πετσέτες και την συναντάς στα πιο σικ διαμερίσματα των Αθηνών. Έκανα ένα χαλαρωτικό ζεστό ντους ξεπλένοντας καυσαέρια και σκόνες και ξάπλωσα αυτή την φορά δροσερός και καθαρός στο κρεβάτι με ποιητική διάθεση. 

Το κρεβάτι στο Μυλαράκι, ας το ονομάζουμε χαϊδευτικά που και που για ιστορικούς λόγους και γαϊδουρόσπιτο του Θωμά ήταν το πιο όμορφο κρεβάτι που έχω δει ποτέ στον κόσμο όλο. Για να ακριβολογώ δεν ήταν ένα απλό κρεβάτι αλλά μία ανοικτή, σε σχήμα ακανόνιστης έλλειψης, υπερυψωμένη ξύλινη επιφάνεια που σε προσκαλούσε για ύπνο. Πάνω στην ξύλινη αυτή επιφάνεια ήταν τοποθετημένο ένα σκληρό αφρολέξ λεπτό στρώμα που είχε κοπεί προσεκτικά για να ταιριάξει στο μη ορθογωνισμένο σχήμα του κρεβατιού. Πάνω στο στρώμα η Δέσποινα είχε στρώσει κάτι καλοκαιρινά σεντόνια με λεπτές γαλάζιες ελληνικές ρίγες. Στο μέσο του κρεβατιού ένα μικρό παραθυράκι τριάντα επί πενήντα περίπου εκατοστά έβλεπε τα χωριά της Τήνου μέσα από τα γαλάζια κύματα της θάλασσας. Στον τοίχο αριστερά πίσω από τα μαξιλάρια ήταν μια μεγάλη εσοχή ιδιαίτερης συμβολικής αξίας: η ταΐστρα του γαιδάρου. Στο βάθος, στο πάνω μέρος της εσοχής σιγόκαιγε μια ημίγυμνη λάμπα αφήνοντος ευγενικά χώρο να ακουμπάς από κάτω μερικά βιβλία.

Ξάπλωσα ανάσκελα στο κρεβάτι αυτό και άνοιξα και τέντωσα όσο μπορούσα πόδια και χέρια Τα πνευμόνια μου γέμισαν οξυγόνο. Το ασύμμετρο κρεβάτι είχε μεταβλητό πλάτος κάτι λιγότερο από δύο μέτρα και μήκος κάτι περισσότερο από δύο μέτρα. Η καλαμένια οροφή του παράσπιτου που έβλεπα ξαπλωμένος ήταν ένας θρίαμβος της λαϊκής Αιγαιοπελαγίτικης αρχιτεκτονικής. Ξύλα που βρέθηκαν εδώ και εκεί και πάνω τους καλάμια από ρέματα ελληνικά. Κανένα ξύλο δεν ήταν ίδιο με το άλλο, κανένα δεν είχε την ίδια διατομή, το ίδιο μήκος, την ίδια απόσταση από το άλλο. Η –αυτοκράτειρα– συμμετρία αν έβλεπε την ασύμμετρη αυτή ομορφιά θα κοκκίνιζε από την ζήλια της. Όλα τα ξύλα ήταν ανεξάρτητα, όλα ήταν διαφορετικά, άλλου χρώματος, άλλης σκληράδας, άλλης αντοχής, διαφορετικής καταγωγής. Φίδες, κυπαρίσσια, τράβες, ελατάκια, βελανιδιές, καστανιές, οξιές ξύλα της Μεσογείου, της Αφρικής και της Ασίας που είχαν αντέξει στο χρόνο, στα καράβια, και είχαν αναμετρηθεί με τα κύματα ο Θωμάς τα είχε μαζέψει με τα χρόνια και είχε έρθει η ώρα να φανούν χρήσιμα, να βρουν την σωστή τους θέση στην ανακατασκευή της οροφής του παλιού αυτού κυκλαδίτικου στάβλου. Μερικά από τα ξύλα είχαν τοποθετηθεί με κατεύθυνση Βορράς-Νότος, άλλα με κατεύθυνση Ανατολή-Δύση. 

Στο κέντρο στεκόταν με καμάρι ένα δυνατός κορμός άγριας φίδας που ήταν ο αδιαμφισβήτητος στυλοβάτης της οροφής. Έμοιαζε με την πλεξούδα των μαλλιών του Αχιλλέα. Το ατρόμητο αυτό ελληνικό ξύλο, μια μορφή άγριου κέδρου, που στα συριανά το λένε αρεφτιά, αργεί να μεγαλώσει αλλά ποτέ δεν πεθαίνει και έχει την φήμη ότι όποιο έντομο τολμήσει να το ροκανίσει καταστρέφει τα δόντια του για πάντα. Όλα τα ξύλα είχαν τοποθετηθεί εκεί που έπρεπε για να σηκώσουν τα βάρη της οροφής, κανένα για να εντυπωσιάσει. Παρατηρούσα την οροφή αυτή για ώρα μέχρι που πιάστηκα έτσι ανάσκελα και γύρισα το σώμα μου στο πλάι. Από το παραθυράκι του κρεβατιού θαύμαζα το απέραντο γαλάζιο με φόντο τα βουνά της Τήνου.


Η ταΐστρα του γαϊδάρου 

Το κρεβάτι στο Μυλαράκι θα ήταν απλώς ένα εξαίσιο δείγμα αιγαιοπελαγίτικής αρχιτεκτονικής αλλά δεν θα κέρδιζε κανένα βραβείο παγκόσμιας μοναδικότητας αν δεν υπήρχε στο προσκεφάλι του η ταΐστρα του γαιδάρου και αν ο Θωμάς δεν είχε προβεί χωρίς να το ξέρει σε μια ενέργεια ύψιστης αρχιτεκτονικής σύλληψης: να σκάψει τον απέναντι τοίχο κατασκευάζοντας άλλη μία εσοχή –όμοια με την ταΐστρα του γαϊδάρου– στην άλλη πλευρά του κρεβατιού. Έτσι προέκυψαν εκατέρωθεν δύο σιαμαίες εσοχές, διαβολικά όμοιες με τον ίδιο φωτισμό, σε ίση απόσταση από το μικρό παραθυράκι. Μετά την εξέλιξη αυτή κανένας πια δεν μπορούσε με σιγουριά να πει ποιο είναι το κεφάλι και ποια τα πόδια του κρεβατιού. Κανένας δεν ήταν σίγουρος ποια είναι η καλύτερη θέση να τοποθετήσεις το κεφάλι σου για να κοιμηθείς στο κρεβάτι αυτό. Το δίλλημα άρχισε να γίνεται εκ των πραγμάτων υπαρκτό αφήνοντας πολλά περιθώρια για αντιπαραθέσεις. Ο κακόμοιρος νέος επισκέπτης όπως εγώ θα έπρεπε μόνος του να αποφασίσει κοντά σε πια από τις δύο ταΐστρες του γαιδάρου θα έστρωνε το μαξιλάρι του το βράδυ εκείνο. 

Με την ενέργεια του αυτή ο Θωμάς χωρίς να το ξέρει ότι είχα από μικρός πρόβλημα αναποφασιστικότητας, ότι δεν μπορούσα να διαλέξω ανάμεσα σε ξανθιές και μελαχρινές, σε μαύρα ή άσπρα μπλουζάκια με είχε βάλει σε μπελάδες. Γνωρίζοντας ότι είχα ταλέντο να τροφοδοτώ την αναποφασιστικότητα μου με λογικά επιχειρήματα συνεπικουρούμενα από σοφιστείες φοβήθηκα μην μείνω ξάγρυπνος το βράδυ εκείνο διαλογιζόμενος αν θα βάλω το μαξιλάρι μου αριστερά ή δεξιά, στην ανατολή ή στη δύση. Προβληματισμένος από την αναπάντεχη αυτή πρόκληση, αποφάσισα να παρακάμψω το θέμα και ανέβηκα στο αγροτόσπιτο για καφέ. 


 Γαύρος και ντομάτες γεμιστές

Η ώρα είχε περάσει και η Δέσποινα εν τω μεταξύ είχε στρώσει το τραπέζι για το μεσημεριανό φαγητό με γεμιστές ντομάτες και πιπεριές. Την γέμιση χωρίς κρέας την είχε γλυκάνει με κορινθιακές σταφίδες. Το κόκκινο κρασί ήταν από τα λιγοστά αμπέλια της Άνω Μεράς, το νέκταρ των θεών του Αιγαίου. 

Δίπλα στα γεμιστά ήταν ένα βαθύ μπωλ γεμάτο γαύρους. Αρνήθηκα να φάω γαύρο με το επιχείρημα ότι θα ήθελα να πιω ένα κιλό τσίπουρο να ξεπλύνω την αλμυρή ψαρίλα από το στόμα μου. Η Δέσποινα επέμεινε να δοκιμάσω και δεν ήθελα να την προσβάλω. Έπιασα ένα μικρό ψαράκι από την ουρά και το έβαλα στο στόμα μου. Η γεύση ήταν υπέροχη. Η Δέσποινα είχε καταφέρει το ακατόρθωτο να τρως ψάρι και να μην σου αφήνει ψαρίλα στο στόμα. Μου εκμυστηρεύτηκε μάλιστα χωρίς ίχνος κρυψίνοιας το μυστικό: βάζεις τον γαύρο μία ολόκληρη νύχτα στο λεμόνι μου είπε. 

Φάγαμε, ήπιαμε και διηγηθήκαμε ιστορίες διάφορες. Πριν αποχωρήσω για ξεκούραση στο Μυλαράκι με ρώτησαν αν θέλω να μου δώσουν κανένα βιβλιαράκι να διαβάσω και ξεχαστώ. Απάντησα θετικά και μου έδωσαν δύο δανεικά από την δημοτική βιβλιοθήκη της Ερμούπολης μικρά βιβλία να μου κρατήσουν μεταμεσημεριανή συντροφιά. Το Καμένο Ρόδο και οι Γαλάζιες Τίγρεις του Μπόρχες και Οι Τσέντσι 1599 του Σταντάλ. 


Μπόρχες εναντίον Σταντάλ 

Έφτασα στο Μυλαράκι κρατώντας τα δύο βιβλία στο χέρι. Ο Θωμάς το είχε πάλι καταφέρει να με βάλει σε δίλημμα. Έπρεπε να διαλέξω πιο από τα δύο βιβλιαράκια να διαβάσω το μεσημέρι εκείνο. Κάθισα σε μια πολυθρόνα σκηνοθέτη και άρχισα να περιεργάζομαι τα δύο βιβλία. Συνήθως ξεκινάω να περιεργάζομαι ένα βιβλίο ξεφυλλίζοντας την τελευταίες σελίδες. Σήμερα για κάποιο ανεξήγητο λόγο ξεκίνησα από την πρώτες σελίδες. 

Ο Μπόρχες προσπαθούσε με μαγικά να αναστήσει από τις στάχτες του κάποιο καμένο ρόδο και κατάλαβα ότι πρόκειται για κάποιο υψηλού συμβολισμού παραμύθι. Το βιβλιαράκι μου άρεσε γιατί ήταν δίγλωσσο. Στην αριστερή σελίδα τα αργεντίνικα ισπανικά του Μπόρχες και στην δεξιά η ελληνική μετάφραση. Τα γράμματα ήταν μεγάλα και τα διάβαζες ξεκούραστα.

Το άλλο βιβλιαράκι είχε μικρότερες εξωτερικές διαστάσεις. Ο Σταντάλ κατάλαβα σκιαγραφούσε τις προσωπικότητες τον Δον Ζουάν και πραγματευόταν τον Ιταλό Δον Ζουάν Φραγκίσκο Τσέντσι. Η μετάφραση ήταν του Στρατή Τσίρκα. Από την πρώτη σελίδα κατάλαβα ότι ήταν βιβλίο πιο βαθυστόχαστο από το άλλο και δεν είχα καμία διάθεση για ψυχολογική ανάλυση ανάμεσα στον Δον Ζουάν του Μολιέρου, τον Δον Ζουάν του Μότσαρτ και τον Τσέντσι. Εξάλλου ήταν τυπωμένο με γράμματα μικρά.

Επέλεξα λοιπόν το βιβλίο του Μπόρχες που εκτός των άλλων είχε το πλεονέκτημα ότι αν σε κούραζε το ελληνικό κείμενο μπορούσες να ξεκουράσεις το μυαλό σου ρίχνοντας μερικές ματιές στην ισπανική μετάφραση φέρνοντας στην επιφάνεια μνήμες από μαθήματα λατινογενών γλωσσών στα σχολικά σου χρόνια. Αυτό το μεσημέρι ήταν από τις λίγες φορές που κατάφερα να τελειώσω ένα ολόκληρο βιβλίο χωρίς κάτι άλλο να μου αποσπάσει την προσοχή και φώναξα με υπερηφάνεια ποτέ δεν είναι αργά.


Τα φώτα του Αιγαίου

Ο ήλιος είχε αρχίσει να δύει και ανέβηκα στο αγροτόσπιτο. Μια τεράστια κληματαριά στεγάζει την ανατολική αυλή του σπιτιού. Το φυτό ήταν τόσο πράσινο και ζωντανό με κάτι τεράστια τσαμπιά. σταφύλια που σίγουρα οι ρίζες του θα βρίσκουν υγρασία κάτω από το πλακόστρωτο της αυλής. Η θέα ήταν καταπληκτική. Τα πλοία της γραμμής περνούσαν καμαρωτά τα στενά ανάμεσα στη Σύρο και τα απέναντι νησιά. Η Άνδρος, η Τήνος και η Μύκονος σχημάτιζαν ένα επίπεδο ουράνιο τόξο γύρω σου. Όλα όσα έχει να σου διηγηθεί το νησιωτικό Αιγαίο τα είχες δίπλα σου στην βεράντα αυτή. Αμπέλια, συκιές, ελιές, φραγκοσυκιές, σκοίνα, κάκτοι αθάνατοι, αιώνιες ξερολιθιές, αυθεντικά πλακόστρωτα, γαλάζια κύματα, όλα έπαιζαν παιχνίδια με το φως.

Γρήγορα ο ήλιος σταμάτησε να φωτίζει το Αιγαίο. Τα πρώτα φώτα απέναντι φάνηκαν στον ορίζοντα. Τα φώτα της Μυκόνου πολύχρωμα, δυνατά. Φώτα από πολυόροφα κρουαζιερόπλοια, ντίσκο, ξενοδοχεία, θαλαμηγούς πλουσίων, φώτα προβολείς δημοσιότητας, όλα μαζί θύμιζαν από μακριά ένα φωταγωγημένο λούνα παρκ. Τα φώτα από τα χωριά της Τήνου, πιο σεμνά πιο αληθινά, πιο ταπεινά σκορπισμένα στον ανάγλυφο όγκο του νησιού σε άφηναν να φανταστείς αληθινούς νησιώτες να περπατάνε στα στενά δρομάκια, στα Υστέρνια, στην Καρδιανή, στην Βρυσιώτισσα και να καταλήγουν όλοι στο λιμάνι, στην Παναγιά. Τα φώτα της Άνδρου ήταν ακόμα πιο μακριά και μόλις ξεχωρίζανε στον ορίζοντα.

Εκείνο το βράδυ ένα ζευγάρι φίλοι ήρθαν στο αγροτόσπιτο για βεγκέρα. Είχαν μαζί τους φέρει ταπεράκια φαγητό. Πάνω από το μακρύ τραπέζι της βεράντας κρεμόταν από ένα ξύλο της πέργολας ένα φωτιστικό σε σχήμα μικρής καμπάνας εκκλησίας. Ήταν από τα φωτιστικά "πόκερ" σχεδιασμένο να φωτίζει μόνο τα χαρτιά και όχι τους χαρτοπαίκτες. Την βραδιά αυτή το μεταλλικό φωτιστικό φώτιζε ατμοσφαιρικά το τσατζίκι, τις φλωρινιώτικες κόκκινες πιπεριές, τα κεφτεδάκια και τα ποτήρια κρασί που η Δέσποινα είχε απλόχερα στρώσει στο τραπέζι. Γελάσαμε με την καρδιά μας εκείνο το βράδυ. Μέσα στην απόλυτη ησυχία της εξοχής τα γέλια μας ήταν τόσο δυνατά που θα φοβήθηκαν όλες οι κουκουβάγιες, όλες οι άγριες γάτες στην περιοχή. 


Το μεγάλο δίλημμα

Κατέβηκα στο Μυλαράκι λίγο πριν τα μεσάνυχτα κρατώντας ένα φακό. Το φεγγάρι ήταν μια λεπτή φέτα ημισέληνος που άφηνε γύρω της ένα λεπτό στεφάνι φως και έμοιαζε σαν κόσμημα που λάμπει στον ουρανό. Τελικά είχε έρθει η ώρα, έπρεπε να αποφασίσω σε πια πλευρά να βάλω το μαξιλάρι μου. Αριστερά ήταν σκαλισμένη στον πέτρινο τοίχο η αυθεντική ταΐστρα του γαιδάρου. Δεξιά ήταν η νέα ταΐστρα που κατασκεύασε ο Θωμάς. Αριστερά θα έβλεπα την Ανατολή. Δεξιά θα έβλεπα την Δύση. Δίπλα στο κρεβάτι σε ένα πέτρινο πάγκο ήταν ακουμπισμένη μια μικρή τηλεόραση και από κάτω χαμηλά ένα διακόπτης να κλείνεις όλα τα φώτα πριν κοιμηθείς. 

Αν ξάπλωνα αριστερά από το μικρό παραθυράκι θα έβλεπα προς Τήνο και Μύκονο, θα ήμουνα πιο κοντά στον διακόπτη να σβήσω το φώς, θα κατέβαινα με το δεξί πόδι από το κρεβάτι και προχωρούσα πιο εύκολα για το μπάνιο, ο αέρας του ανεμιστήρα θα περνούσε όλη τη νύχτα ξυστά πάνω από το κεφάλι μου, το βλέμμα μου με τα μάτια κλειστά θα ήτανε στραμμένο προς την Μέκκα, την Μεδίνα και την Ιερουσαλήμ.

Αν ξάπλωνα δεξιά θα έβλεπα ειδήσεις στη μικρή τηλεόραση χωρίς να σηκώσω το κεφάλι μου από το μαξιλάρι, το πρωί θα έβλεπα από το παραθυράκι την Άνδρο πριν η κορυφογραμμες του άμοιρου νησιού γεμίσουν με ανεμογεννήτριες τέρατα και κολώνες με ηλεκτροφόρα καλώδια, θα ακουμπούσα δίπλα το βιβλίο μου σε ένα ημικυκλικό κομμάτι τμήματος μαρμάρινης κολώνας που έπαιζε τον ρόλο κομοδίνου, ο αέρας από τον ανεμιστήρα θα φύσαγε στα σκεπασμένα με ένα σεντόνι πόδια μου, το βλέμμα μου με κλειστά τα μάτια θα κοιτούσε δυτικά προς την Ρώμη, προς τον Ατλαντικό, προς την Νέα Υόρκη. 
Είχα πιεί λίγο παραπάνω εκείνο το βράδυ και δεν είχα δυνάμεις για άλλες μεταφυσικού και θρησκευτικού περιεχομένου αντιπαραθέσεις με στόχο να διαλέξω την καλύτερη για το κάρμα μου θέση να τοποθετήσω το κεφάλι μου την ώρα του ύπνου. Έτσι σε μία στιγμή απρόσμενης αποφασιστικότητας επέλεξα την πλευρά της αυθεντικής ταΐστρας του γαιδάρου να βάλω το μαξιλάρι μου και κοιμήθηκα αμέσως. 


Περιμένοντας τους άλλους να ξυπνήσουν

Το πρωί ξυπνάω νωρίς. Μου αρέσει να ξυπνάω νωρίς. Ποτέ μου δεν έχω μετανιώσει όταν έχω ξυπνήσει νωρίς ότι ώρα και να έχω κοιμηθεί το βράδυ. Τα παντζούρια στα παράθυρα τα αφήνω ανοιχτά να με ξυπνήσει το φώς της μέρας. Οι πρωινές ώρες είναι ανεκτίμητα δικές μου, ανεκτίμητα προσωπικές, το κινητό μου δεν θα χτυπήσει ποτέ τόσο νωρίς το πρωί. Αυτές τις προσωπικές ώρες, νιώθεις ότι ξεχωρίζεις από τους άλλους, μια μορφή σεμνής υπεροψίας σε διαπερνάει μια και είσαι ο μόνος ξύπνιος και όλοι οι άλλοι την ώρα εκείνη κοιμισμένοι. 

Εκείνο το πρωί στην Άνω Μερά της Σύρου ξύπνησα λίγο πριν τις έξη. Τα πουλάκια είχαν αρχίσει τα τιτιβίσματα. Βγήκα έξω και προσπάθησα να καταλάβω από πού φυσάει ο άνεμος την μέρα εκείνη. Χάιδεψα τον βασιλικό στη γλάστρα και η μυρουδιά του πλημύρισε την αυλή όλη. Άρχισα να περπατάω και να πηδάω μάντρες για να πλησιάσω την θάλασσα. Μάταιη η προσπάθεια, τα κρεμνά που χωρίζανε την θάλασσα από την στεριά δεν με άφηναν να πλησιάσω την ακτή. Τα θυμάρια, οι ρίγανες και τα αγριόχορτα που πατούσα στο πέρασμα μου γέμιζαν τον αέρα ευωδιές. Γύρισα πίσω στο αγροτόσπιτο. Πέρασα με σιγανά βήματα από την ανατολική αυλή που τρώγαμε το βράδυ και βρέθηκα στον προεστό, μία άλλη σκεπασμένη και αυτή με κληματαριά αυλή στην είσοδο του σπιτιού. Σε αυτή την αυλή πάνω σε ένα τραπέζι βρήκα ένα μεγάλο Γερμανικό Λεξικό. Κάτω από το λεξικό ήταν ένα βιβλίο Der Konformist του Alberto Moravia. Ξαφνιάστηκα δεν ήξερα ότι ο Θωμάς μαθαίνει Γερμανικά σε ώριμη ηλικία. Άρχισα να διαβάζω τις πρώτες σελίδες του βιβλίου μέχρι κάποιος σε αυτό το αγροτόσπιτο να δώσει σημεία ζωής. Πρώτα ξύπνησε η Δέσποινα και ετοίμασε ένα υπέροχο πρωινό. Κάναμε και οι δύο λίγο φασαρία να ξυπνήσει και ο Θωμάς. Η ώρα πλησίαζε εννέα. Είχε έρθει η ώρα του αποχαιρετισμού.
Εντυπώσεις και αναμνήσεις 

Έφτασα στο λιμάνι της Ερμούπολης νωρίς. Κάθισα σε ένα καφενείο στην παραλία κοντά στο μαγαζί του Λειβαδάρα με τα λουκούμια και τις χαλβαδόπιτες. Πετάχτηκα και πήρα τέσσερα κουτιά λουκούμια τριαντάφυλλο παραγγελιά της κόρης μου. Μια νεαρή σερβιτόρα κάτω τον είκοσι χρονών ήρθε να με σερβίρει καφέ. Το χαμόγελο της άξιζε περισσότερο από τα τετρακόσια Ευρώ που έπαιρνε το μήνα για την δουλειά της. Απέναντι οι γερανοί από τα ναυπηγεία στο Νεώρειο έδειχναν καινούργιοι, φρεσκοβαμμένοι και κάνανε κάποιες νωχελικές κινήσεις στον ορίζοντα. Είχα δύο ολόκληρες ώρες να περιμένω το πλοίο. Έβγαλα τον κομπιούτερ, τον ακούμπησα στο τραπέζι και άρχισα να γράφω. Εντυπώσεις, αναμνήσεις και συναισθήματα από την επίσκεψη αυτή στη Σύρο. 

Η Άνω Μερά της Σύρου είναι από τα λίγα όμορφα μέρη στα νησιά μας που έχουν μείνει ελληνικά, που δεν τα έχει ισοπεδώσει η λαίλαπα της απρογραμμάτιστης τουριστικής κερδοσκοπίας. Στα δρομάκια της δεν θα βρεις σπασμένα μπουκάλια που πετάνε μεθυσμένοι τουρίστες. Ο ήχος της διπλανής ντίσκο με την μουσική στο διαπασών δεν θα έχει καταστρέψει τα όνειρά σου για ένα ήσυχο σπίτι με θέα το απέραντο γαλάζιο του Αιγαίου. Κερδοσκόποι επιχειρηματίες, μεσίτες, χρηματιστές, έμποροι, δικηγόροι, περιφερόμενοι πολιτικάντηδες στην εξουσία, όλοι εκείνοι που αλόγιστα και ανεξέλεγκτα χρόνια τώρα ισοπεδώνουν την παράδοση, τις παραλίες και τα όμορφα τοπία της χώρας μας για να κερδοσκοπήσουν δεν έχουν προλάβει να κάνουν την εμφάνιση τους στην περιοχή της Άνω Μεράς. 

Η Άνω Μερά της Σύρου αντιστέκεται ακόμα στις σειρήνες της τουριστικής κερδοσκοπίας. Θυμάρια, αλώνια, ξερολιθιές, αγροτόσπιτα έχουν ακόμα κάτι το αυθεντικό να πουν. Έχουν ιστορίες να διηγηθούν. Μεγάλωσαν σαν αυτά τα αιώνια ξύλα,τις φίδες, αργά, με σεβασμό στο κυκλαδικό τοπίο, δεν φύτρωσαν εκεί για να εκμεταλλευτούν κανέναν, δεν ήρθαν στην ζωή για να πουλήσουν ούτε για να πουληθούν. Ας ελπίσουμε η Άνω Μερά της Σύρου να μείνει για μερικά χρόνια ακόμα αυθεντική, ένας φάρος της αιγαιοπελαγίτικης παράδοσης και ομορφιάς στα νησιά του Αιγαίου. 


Το Μυλαράκι 

Το Μυλαράκι αυτό το ανακαινισμένο γαϊδουρόσπιτο ήταν η ευχάριστη έκπληξη. Ήταν ένα δείγμα προσπάθειας σεβασμού της αιγαιοπελαγίτικης αρχιτεκτονικής. Η προσπάθεια του Θωμά ήταν μια πρόκληση που αγγίζει τα όρια της προσβολής προς όλους εκείνους τους δήθεν επιστήμονες μηχανικούς, που χρόνια τώρα σιωπούν μπροστά στην καταστροφή της ομορφιάς του ελληνικού χώρου, προς όλους εκείνους το χρήμα και την εξουσία έχοντες που σήμερα, τρέχουν με τις επιδοτούμενες μπουλντόζες τους να ισοπεδώσουν όποιο τυχόν μυλαράκι βρεθεί εμπόδιο στο κερδοσκοπικό τους δρόμο, που τρέχουν να ιδιωτικοποιήσουν και εκμεταλλευτούν όποια παραλία γεννήθηκε όμορφη σε αυτή την χώρα, όλους εκείνους που τρέχουν με την με την fast track ατάλαντη βιασύνη τους να αναπτύξουν το εγώ τους καταστρέφοντας τα τελευταία προστατευόμενα τοπία ιδιαιτέρου φυσικού κάλλους που έχουν σωθεί στον τόπο μας. 

Μετά το ξέσπασμα αυτό για την περιβαλλοντική και αισθητική υποβάθμιση αυτής της χώρας που ζούμε καθημερινά η θύμηση μου γύρισε στην ταΐστρα του γαιδάρου. Έβλεπα το καλοσυνάτο αυτό ζώο, αυτό το σύμβολο υπομονής να τρώει στην εσοχή αυτή του τοίχου και αισθάνθηκα προνομιούχος που η τύχη μου έκανε την τιμή να βάλω τόσο κοντά εκεί το μαξιλάρι μου. 

Ο Θωμάς και η Δέσποινα είναι από τους λίγους μη πλαστικοποιημένους Έλληνες. Ο Θωμάς κάνει το δικό του κρασί. Κρατάει ο ίδιος με τα χέρια του την φρέζα που οργώνει τα άγονα χωράφια γύρω από το αγροτόσπιτο. Φυτεύει ό ίδιος τις ντομάτες, τα αγγούρια, τα κολοκυθάκια και ότι άλλο χρειάζεται για την σαλάτα του σπιτιού. Η Δέσποινα μαζεύει τα σύκα, τα φραγκόσυκα, κάνει μαρμελάδες, καθαρίζει τις μελιτζάνες πριν τις μαγειρέψει και σου σερβίρει γαύρο τόσο νόστιμα μαγειρεμένο που δεν έχουν φάει άλλοι στη γη. Ο Θωμάς και οι Δέσποινα είναι από τους πιο τακτικούς πελάτες της δημοτικής βιβλιοθήκης της Ερμούπολης στη Σύρο. Είναι από τους Έλληνες που αγαπάνε την πατρίδα τους, τον τόπο τους, τα φυτά, τα βιβλία, τα αστέρια, τα κύματα του Αιγαίου περισσότερο από το χρήμα. Όσα και εκατομμύρια και να σκόρπιζε στο διάβα τους κανένας άπληστος χρηματιστής δεν θα πουλούσαν ποτέ το αγροτόσπιτο των προγόνων τους. Ο Θωμάς και η Δέσποινα είναι από εκείνους τους Έλληνες που χαίρεσαι που είναι τόσο δυνατοί και λυπάσαι που είναι τόσοι λίγοι.


Αποχαιρετισμός 

Η Σύρος έχει ακόμα ελληνική ψυχή. Έχει παράδοση που την κρατάει ακόμα, έχει ιστορικά κτήρια που τα προσέχει, έχει στους δρόμους της ιστορίες του χθες να διηγηθεί, έχει δημοτική βιβλιοθήκη να δανειστείς βιβλία, έχει λουκούμια, έχει κάτι το αυθεντικό να πει. Έχει στην παραλία της χώρους με σήμανση να αφήνεις το μηχανάκι σου χωρίς να κινδυνεύεις να σε γράψουν.

Το Bluestar μπήκε στο λιμάνι με φόρα, έκανε για το μέγεθος του μια ακροβατική περιστροφή και έριξε τον καταπέλτη. Σηκώθηκα βιαστικά να βάλω τον κομπιούτερ στην τσάντα και δέσω την τσάντα με λαστιχένιο χταπόδι στο μηχανάκι. Ανέβηκα την ράμπα του πλοίου με πολλούς άλλους ψαρομάλληδες και νεολαίους μηχανόβιους. Κάποιος από το πλήρωμα έδεσε το μηχανάκι μου με ένα αριστουργηματικό κόμπο για να μην ανατραπεί. Καλά που είναι και αυτός ο εργαζόμενος σκέφτηκα που μας δένει για να μην αναποδογυρίσουμε με την πρώτη τρικυμία.

Η επίσκεψη στην Ανω Μερά είχε τελειώσει. Αποχαιρέτησα τη Σύρο με ένα συναίσθημα νοσταλγικής αισιοδοξίας. Την ταΐστρα του γαιδάρου δεν θα την ξεχάσω ποτέ.


Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 29 Ιουνίου 2023, αρ. φύλλου 1181.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ