«...Ναι, ναι, μάλιστα, κύριε Αθανασόπουλε. Και βέβαια σας άκουσα. Μην τα επαναλαμβάνετε. Ελάτε στις εννιά το πρωί και θα τα έχω όλα έτοιμα. Όπως σας εξήγησα, θα τα φροντίσω μόνος μου. Εσείς να κάνετε τα τυπικά. Η τελευταία περιποίηση είναι δική μου υπόθεση…. Τι είπατε; Δεν σας άκουσα… Δεν είναι θέμα χρημάτων, είναι θέμα αρχής και παρακαλώ να το σεβαστείτε» (Βαγγέλης Χρόνης, ‘Και τώρα τι κάνουμε;’).
Τον Ιούνιο του 2022, οι εκδόσεις Καστανιώτη κυκλοφόρησαν τη συλλογή κειμένων του ποιητή Βαγγέλη Χρόνη που εν προκειμένω φέρει τον τίτλο 'Αειθαλής Χρόνος'. Το εξώφυλλο της συλλογής κοσμεί μία δημιουργία του ζωγράφου Αλέκου Φασιανού, η οποία, χωρίς να προοικονομεί το περιεχόμενο της συλλογής, συνιστά μία καλαίσθητη επιλογή η οποία διαθέτει το εξής πλεονέκτημα.
Μπορεί και βελτιώνει τη διάθεση του αναγνώστη, διευκολύνοντας έτσι την επαφή του με κείμενα που τοποθετούνται σε γραμμική σειρά, το ένα μετά το άλλο (ανεξαρτήτως θεματολογίας), συγκροτώντας μία ευρύτερη κειμενική αλληλουχία. Οπότε, η συλλογή είναι συγκεντρωτική.
Εάν επιχειρούσαμε να ταξινομήσουμε το διαθέσιμο υλικό [1], αφενός μεν θα λέγαμε πως αυτό είναι ποικίλης ή αλλιώς, ευρείας θεματολογίας, και, αφετέρου δε, πως διαφοροποιείται ανάλογα με το προς πραγμάτευση θέμα (άλλως πως, το τι πραγματεύεται κάθε φορά), το είδος, και, τελευταίο άλλα όχι έσχατο, το ακροατήριο στο οποίο απευθύνεται ο ποιητής και εδώ συγγραφέας. Ο οποίος, αναφερόμενος στον συγγραφέα και ποιητή Μάνου Ελευθερίου, γράφει πως «ο Ελευθερίου δεν διαχειρίζεται μόνο αριστοτεχνικά τη γλώσσα αλλά γράφει και με μια χαρακτηριστική ελληνικότητα. Ακόμη και όταν δεν αναφέρει το όνομα της πατρίδας του, δεν θα μπορούσε να είναι άλλη, όπως τη συμπεραίνεις στις άριστες περιγραφές του χώρου, του τόπου, αλλά και της καρδιάς και της ψυχής των ίδιων των ανθρώπων» [2].
Πιο πάνω έγινε λόγος για την ποιητική ιδιότητα του Βαγγέλη Χρόνη. Σε αυτό το σημείο οφείλουμε να είμαστε όμως ιδιαίτερα προσεκτικοί, ακριβώς διότι ο Βαγγέλης Χρόνης δεν επενδύει συμβολικούς και μη, πόρους προς την κατεύθυνση αξιοποίησης της ποιητικής του ιδιότητας, 'σπέρματα' της οποίας βέβαια εντοπίζονται ενίοτε εντός της συλλογής.
Αντιθέτως, περισσότερο λειτουργεί ως ένας 'ελεύθερος σκοπευτής' (στη συλλογή, πλην κάποιων εξαιρέσεων, δεν υπάρχει αυτό που η Παρασκευή Λάππα, προσδιορίζει θεωρητικά, αναφερόμενη στο έργο του Γερμανού συγγραφέα Γκίντερ Γκρας, ως «εναλλαγή αφηγηματικών προσώπων» [3] / Κάθε φορά, ο βασικός αφηγητής είναι ο Βαγγέλης Χρόνης), που μεταβαίνει με περισσή άνεση και ευκολία από κείμενο σε κείμενο, γεγονός που οφείλεται στο ό,τι είναι ένας ικανός χρήσης της γλώσσας στη γραπτή της μορφή, καταφέρνοντας να αποφύγει 'κακοτοπιές' ή αλλιώς, πιο δόκιμα, 'παγίδες', όπως μπορεί να είναι η «εναλλαγή σε επίπεδο ύφους» (Τσάκωνα, 2004) εντός ενός κειμένου, για να παραπέμψουμε στην περί γλώσσας και γλωσσικού χιούμορ ανάλυση της Βίλυς Τσάκωνα.
Η θεματολογία των κειμένων περιλαμβάνεται ομιλίες ενώπιον ακροατηρίου, κείμενα για διάφορα πρόσωπα της τέχνης τα οποία είναι ανοιχτά και επιδέχονται πολλαπλών ερμηνειών, κείμενα (σε μικρότερο βαθμό) αφιερωματικά-μνημονικά, εκ των οποίων ξεχωρίζει αυτό τον ζωγράφο Αλέκο Φασιανό, σειρά συνεντεύξεων ή συνομιλιών (κάποιες φορές η συνομιλία φέρει τα χαρακτηριστικά της ανταλλαγής απόψεων), εκεί όπου ο συγγραφέας του 'Αειθαλούς Χρόνου,' εκθέτει τις απόψεις και τις αντιλήψεις για την ποίηση και τον εν ευρεία εννοία, ποιητικό λόγο [4].
Στη συνομιλία του με την Έρη Βαρδάκη για λογαριασμό της περιοδικής έκδοσης 'Βημαgazino,' όταν ερωτάται από τη δημοσιογράφο για το αν προκύπτει κάποια αντίφαση μεταξύ της ιδιότητας του επιτελικού στελέχους ενός σημαντικού ομίλου και αυτής του ποιητή, ο Βαγγέλης Χρόνης, πιάνοντας το λεκτικό 'νήμα' από εκεί όπου το άφησε η δημοσιογράφος και τοποθετούμενος με σαφήνεια στο παρόν εντός του οποίου μπορεί και κάνει χρήση και των δύο ιδιοτήτων, απαντά με τρόπο που δεν αφήνει αμφιβολίες ως προς το πως εκλαμβάνει την ποιητική δημιουργία (ας δώσουμε, θεωρητικά, έμφαση στο ρήμα 'ποιώ,' ρήμα υψηλής πραγματολογικής-συμβολικής αξίας για τον Βαγγέλη Χρόνη): «..Στο μυαλό μας είχε παγιωθεί η εικόνα του αξύριστου ποιητή, με ένα μπαλωμένο παντελόνι και μπογιές στα ρούχα του. Δεν είναι όμως έτσι τα πράγματα. Η ποίηση άλλωστε απευθύνεται σε όλο τον κόσμο. Έχει σκοπό όχι τη σωτηρία του ανθρώπου αλλά τη βελτίωση του, να τον κάνει δηλαδή λίγο καλύτερο» [5].
Αυτού του τύπου η ποιητική προσέγγιση, αποκλίνει δραστικά από 'σωτηριολογικές' προσεγγίσεις, κάποιες εκ των προσιδιάζουν στην απλοϊκή συνθηματολογία, δίχως παράλληλα να ομνύει στην «ποιητική υπόσταση του ζην» [6], κατά τη διατύπωση του Γάλλου Εντγκάρ Μορέν. Υπό αυτό το πρίσμα, για τον Βαγγέλη Χρόνη, το πρωταρχικό ποιητικό ζητούμενο είναι και παραμένει η 'βελτίωση,' ήτοι το να μπορέσει το άτομο (το υποκείμενο, θα μπορούσαμε να πούμε κοινωνιολογικά), μέσω της ποίησης, εκτιθέμενο στο περιεχόμενο της, να προχωρά σε καλύτερες αισθητικές επιλογές, διακρίνοντας ευκρινώς το όμορφο (το 'κάλλος') από το ευτελές και το άσχημο, όποια μορφή δύναται αυτό να έχει, να ασκείται στη συμβίωση, αποδεχόμενο τις ατέλειες του (υπάρχει μήπως 'τέλεια' ποίηση;), και, τέλος, να εξελίσσεται διαρκώς, κάνοντας μικρά βήματα.
Χρήζει θεωρητικής επισήμανσης, το γεγονός πως στον 'Αειθαλή Χρόνο,' όσο μεταβαλλόμενη και εύπλαστη είναι η θεματολογία που επιλέγει ο συγγραφέας, άλλο τόσο, με τη 'βοήθεια' ή τη συνδρομή του χρόνου, 'εύπλαστο' μπορεί να καθίσταται και ο αποδέκτης του περιεχομένου ενός κειμένου.
Για παράδειγμα, ενώ οι αρχικοί αποδέκτες των διαφόρων ομιλιών του ποιητή, είναι οι παρευρισκόμενοι στο χώρο όπου πραγματοποιείται η ομιλία, είτε επρόκειτο για κάποιο πολιτιστικό ίδρυμα είτε για κάποιον θεατρικό χώρο, στην περίπτωση που μας αφορά, δηλαδή στην περίπτωση της συλλογής κειμένων, επιτελείται η σημαίνουσα μεταβολή και οι βασικοί αποδέκτες γίνονται οι αναγνώστες, σε ένα λεπτό σημείο όπου αυτοί καλούνται να επιλέξουν από ποιο κείμενο θα ξεκινήσουν την ανάγνωση τους.
Περισσότερο ειδικά, θα επισημάνουμε πως το κείμενο 'Οι κύριοι εφημεριδοπώλες' [7], κείμενο το οποίο προβαίνει σε μία μερική ανασύσταση του Αθηναϊκού τοπίου γύρω από τα κεντρικά γραφεία της εφημερίδας 'Τα Νέα' που βρίσκονταν επί της οδού 'Χρήστου Λαδά,' με μερικές αλλαγές, θα μπορούσε να ενταχθεί ως σύγχρονη επιφυλλίδα στο εσωτερικό μίας εφημερίδας όπως τα 'Νέα' ή και η 'Η Καθημερινή.'
Με αυτά τα κείμενα, ο Βαγγέλης Χρόνης υπενθυμίζει εναργώς το ποιος είναι την σημερινή μετανεωτερική εποχή, ο ρόλος του πνευματικού ανθρώπου, ο οποίος, δεν ηθικολογεί ασυστόλως και δεν εξιδανικεύει, όσο προτρέπει. Όσο συγκροτεί 'γέφυρες' γλωσσικής επικοινωνίας, αμβλύνοντας εν τοις πράγμασι τα στεγανά μεταξύ πνευματικότητας και μη πνευματικότητας.
* * *
[1] Ένα χαρακτηριστικό στοιχείο που αναδεικνύεται από την μελέτη της συλλογής, είναι το ό,τι ο συγγραφέας της διεκδικεί την ιδιότητα του περιηγητή και δη του περιηγητή της Αθήνας. Σε αυτή την περίπτωση, δεν θα σπεύσουμε, ελαφρά την καρδία, να χαρακτηρίσουμε τον Βαγγέλη Χρόνη έναν Μπενγιαμινικό (Walter Benjamin), flaneur, από την στιγμή όπου αφενός μεν o Γερμανοεβραίος συγγραφέας εστιάζει σε μία πόλη όπως το Παρίσι στην ‘αυγή’ της νεωτερικότητας (η Αθήνα δεν ήσαν στο οπτικό πεδίο του Benjamin), και, αφετέρου δε, επιδεικνύει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το παρόν (για τον μοντερνισμό, όπως εμφανίζεται στην αρχιτεκτονική των κτιρίων), υιοθετώντας την περσόνα ενός ανώνυμου περιηγητή, που επιθυμεί σφόδρα να ανήκει στην πόλη, άλλα μπορεί, με την αποφασιστικότητα του ανθρώπου που θα πει την ‘τελευταία λέξη’, να την απαρνηθεί, όχι για αυτό που είναι, όσο για ‘αυτό που έγινε.’ Ο Βαγγέλης Χρόνης αντίθετα, προτιμά να μετεωρίζεται μεταξύ ιστορικού παρελθόντος και παρόντος, εκεί όπου, η έξοδος, εν καιρώ πανδημίας και lockdown (τον Φεβρουάριο του 2021, ίσχυαν ακόμη τα διάφορα περιοριστικά μέτρα), με τη ένδειξη ‘6’ ( έξοδος για άθληση), λειτουργεί ως η θρυαλλίδα εκείνη που ωθεί τον συγγραφέα-αφηγητή να επαναπροσεγγίσει ιστορικά τοπόσημα της πόλης, αρχαία και μεταγενέστερα (παρά το γεγονός πως οι αναφορές είναι ιδιαίτερα ‘πυκνές,’ ο μη Αθηναίος αναγνώστης δεν θα δυσκολευθεί να αναγνωρίσει χαρακτηριστικές εικόνες και τοπόσημα του Αθηναϊκού κέντρου), να πληροφορήσει ως Αθηναίος, ταυτότητα που αποδέχεται, για την ιστορία διαφόρων κτιρίων, και επίσης, να αντικρούσει εκείνες τις απόψεις που με αφορμή την οικιστική εξέλιξη της πόλης από την μεταπολεμική περίοδο και έπειτα, αναφέρονται στην ‘ασχήμια της.’ Και όμως, είναι τέτοιος ο τρόπος με τον οποίο δομεί την επιχειρηματολογία του ο συγγραφέας, δίχως απότομες μεταβολές και εξάρσεις που να δημιουργούν ζιγκ-ζαγκ που ‘ζαλίζουν,’ τέτοιος ο τρόπος που υπερασπίζεται την Αθηναϊκή κουλτούρα και ταυτότητα, δίχως μάλιστα να έχει το πάθος αγορητή στην αγορά (ο ορθολογισμός του όμως παραμένει αιχμηρός από την αρχή έως το τέλος της συλλογής), που μπορούν ή αλλιώς, που επιτυγχάνουν να πείσουν τον αναγνώστη περί του αντιθέτου. Ό,τι δηλαδή, η Αθήνα και πιο συγκεκριμένα το ιστορικό της κέντρο, καθότι σε αυτό περιδιαβαίνει ο συγγραφέας, παραμένουν εύκολα προσβάσιμα, ελκυστικά, ενώ επίσης υπόσχονται πολλά σε αυτόν που επιθυμεί να ανακαλύψει οτιδήποτε πέραν του προφανούς. Του άμεσα ορατού. Το κείμενο ‘Η ταπεινή σπουδαιότητα της πέτρας’, πέραν του ό,τι συνιστά μία δήλωση αγάπης και πίστης προς την Αθήνα, θα μπορούσε να ενταχθεί, τυπολογικά, ακόμη και στην κατηγορία της ταξιδιωτικής λογοτεχνίας. Περισσότερο αντιστικτικά προς αυτό το κείμενο που ομνύει στην έννοια της ‘Αθηναϊκότητας,’ θα μπορούσε να διαβαστεί το κείμενο που τιτλοφορείται ‘Ένα καλοκαιρινό βράδυ’ το οποίο είναι και το εναρκτήριο κείμενο της συλλογής. Όμως, δεν θεωρούμε πως με αυτόν τον τρόπο δημιουργείται ένα αντιθετικό ζεύγος τύπου ‘ο Αθηναίος Βαγγέλης Χρόνης - Ο Βαγγέλης Χρόνης της επαρχίας’ (ο ποιητής έλκει την καταγωγή του από την Σταυρούπολη της Ξάνθης) κύρια διότι εκλείπουν δύο βασικοί παράγοντες: Πρώτον, ο ίδιος ο συγγραφέας δεν έχει την πρόθεση να εμπλακεί σε μία άμεση σύγκριση των δύο διαφορετικών περιοχών και περιβαλλόντων επιλέγοντας μάλιστα αυτή που του αρέσει περισσότερο. Και δεύτερον, στο δεύτερο κείμενο, οι αναφορές στη Σταυρούπολη είναι επιλεγμένες και λειτουργούν υποστηρικτικά προς τον κύριο στόχο, που είναι το να διαφανεί το ποια είναι η αξία μίας κορομηλιάς, καθώς και το πως αυτή συμπλέκεται με προσωπικές αναμνήσεις και με μετέπειτα οικογενειακές ιστορίες και μνήμες. Είναι η αγάπη για την κορομηλιά εντός οικίας, η επιμελής φροντίδα της με τρόπο ώστε να αναδειχθεί σε όλο της το εύρος η ομορφιά της, στοιχεία αρκετά για να μην απαιτείται η συνδρομή κάποιου εξειδικευμένου γεωπόνου. Επιχειρώντας να εμβαθύνουμε περαιτέρω, θα πούμε το εξής: Όπως η επιμελής φροντίδα (όπου φροντίδα βλέπε αγάπη, αληθινή έγνοια), επιτρέπει στην κορομηλιά να αναδείξει τους καρπούς της (ολόκληρη η παράγραφος όπου ο συγγραφέας εξομολογείται ουσιαστικά πως την φωτογραφίζει ωσάν μουσειακό έκθεμα, ‘έργο τέχνης’, όταν χιονίζει, διαβάζεται απνευστί), έτσι και η ‘φροντίδα’ του ποιήματος (από τον ποιητή Βαγγέλη Χρόνη), έως ότου αυτό λάβει την τελική του μορφή όντας έτοιμο προς ανάγνωση, είναι αυτή που του επιτρέπει να προβάλλει τους δικούς τους ‘καρπούς’: Δηλαδή, τα νοήματα του. Άρα, δίπλα στο ρήμα ‘ποιώ’ προστίθεται και το ρήμα ‘φροντίζω.’ ‘Φροντίζω αυτό που δημιούργησα και το προφυλάσσω από κακόβουλα βλέμματα και πράξεις.’ Βλέπε και, Χρόνης, Βαγγέλης., ‘Ένα καλοκαιρινό βράδυ…ό.π., σελ. 13-20.[2] Βλέπε σχετικά, Χρόνης, Βαγγέλης., ‘Άνθρωπος στο πηγάδι (Μάνος Ελευθερίου’)…ό.π., σελ. 140-141. Ως κριτικά σημειώματα εντός της συλλογής, λειτουργούν, και τα κείμενα για την Κική Δημουλά και τον Ιάκωβο Καμπανέλλη που ξεκινά με στίχους του από το έργο του ‘Μαουτχάουζεν’ (μελοποιημένο από τον συνθέτη Μίκη Θεοδωράκη) στο οποίο γίνεται συστηματικά λόγος για την μαζική Εβραιοκτονία. Λιγότερο κριτικό είναι το κείμενο του για τον Μάριο Πλωρίτη, στο οποίο αποστασιοποιείται όσο χρειάζεται προκειμένου να δώσει μία άλλη εικόνα της πολύπλευρης δημιουργίας του, σκιαγραφώντας το βλέμμα του που για τον συγγραφέα, μπορεί να δηλώνει τα ίδια και ίσως και περισσότερα, από ό,τι δηλώνει μία λέξη του Πλωρίτη. Βλέπε και, Χρόνης Βαγγέλης., ‘Κική Δημουλά…ό.π., σελ. 108. Του ιδίου, ‘Μάριος Πλωρίτης…ό.π., σελ. 109-113. ‘Ιάκωβος Καμπανέλλης…ό.π., σελ. 114-118. Θα ήσαν παράλειψη εάν παραλείπαμε το κείμενο για τον ποιητή Χρήστο Λεττονό. ‘Μια ξεχωριστή φωνή…ό.π., σελ. 167-173.[3] Βλέπε σχετικά, Λάππα, Παρασκευή., ‘Ο διάλογος με την ιστορία στο λογοτεχνικό έργο του Γκύντερ Γκρας,’ Διδακτορική Διατριβή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 2015, Διαθέσιμη στο: Ο διάλογος με την ιστορία στο λογοτεχνικό έργο του Γκύντερ Γκρας (didaktorika.gr)[4] Αυτές οι συνομιλίες για την ποίηση συνιστούν μία διακριτή υπο-ενότητα εντός της συλλογής. Χρόνης, Βαγγέλης., ‘Με σύμμαχο τον χρόνο (Συνομιλία με τον Θανάση Νιάρχο)…ό.π., σελ. 262-275. ‘Η ποίηση απευθύνεται σε όλο τον κόσμο (Συνομιλία με την Έρη Βαρδάκη)….ό.π., σελ. 276-285. ‘Το κέντημα των λέξεων είναι σπουδαία υπόθεση (Συνομιλία με την Κατερίνα Λυμπεροπούλου)…ό.π., σελ. 286-291. Το κείμενο ‘Το Άγιον Όρος’ φέρει έναν πιο έντονο θρησκευτικό-πνευματικό χαρακτήρα από αυτόν του κειμένου ‘Κωνσταντινούπολις-Ίμβρος,’ που διατηρεί αυθεντική την ατμόσφαιρα της παρέας, με επίκεντρο τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο. Καταγράφουμε ένα δείγμα των εντυπώσεων (το σημείωμα αυτό προστίθεται στον ‘αστερισμό’ των περί Αγίου Όρου ταξιδιωτικών κειμένων που υπάρχει στην νεοελληνική γραμματεία) του Βαγγέλη Χρόνη από τη μετάβαση του στην Αθωνική Πολιτεία: «Η Παρασκευή είναι ημέρα νηστείας και το γεύμα, κατά συνέπεια, πολύ λιτό. Φρέσκο μαύρο ψωμί, νόστιμες ελιές, χόρτα βραστά και αποξηραμένα φρούτα. Τα μαρμάρινα τραπέζια στην Τράπεζα είναι μερικών αιώνων, αρκετά χοντρά, σε αποχρώσεις του γκρι, με υπέροχες φόρμες και τόσο λεία, από την πολλή χρήση, που όταν τα αγγίζεις σου δίνουν την εντύπωση πως είναι βελούδινα. Ακόμη πιο ενδιαφέρουσες είναι οι συζητήσεις». Σελ. 75.[5] Βλέπε σχετικά, Χρόνης, Βαγγέλης., ‘Η ποίηση απευθύνεται σε όλο τον κόσμο…ό.π., σελ. 278-279.[6] Βλέπε σχετικά, Μορέν, Εντγκάρ., ‘Στα ίχνη του Ρεμπώ (συζήτηση με τον Κριστιάν Κονιέ),’ Περιοδικό ‘Νέα Εστία,’ Τόμος 178ος, Τεύχος 1869, Ιούνιος 2016, σελ. 368.[7] Βλέπε σχετικά, Χρόνης, Βαγγέλης., ‘Οι κύριοι εφημεριδοπώλες…ό.π., σελ. 86-91.
Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 22 Ιουνίου 2023, αρ. φύλλου 1180.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.