20.10.23

ΣΟΦΙΑΣ ΚΛΕΙΟΥΣΗ: Φεστιβάλ Γράμμου


ΟΔΟΣ εφημερίδα της Καστοριάς

ΛΟΓΟΤΕΝΙΚΑ ΠΟΡΤΡΕΤΑ


Χρυσούλα Πατρώνου-Παπατέρπου 


Νεστόριο, Κυριακή 11 Ιουνίου 2022

Η συμμετοχή μου στο αφιέρωμα για την τόσο αγαπητή και καταξιωμένη μας λογοτέχνη, κ. Χρυσούλα Πατρώνου-Παπατέρπου συνιστά για μένα αφενός μέγιστη τιμή και αφετέρου πηγή μοναδικής συγκίνησης. Ευχαριστώ τους διοργανωτές της εκδήλωσης γι’ αυτό, συγχαίροντάς τους ταυτόχρονα για την πρωτοβουλία να αναδειχτεί και να προσεγγιστεί ολόπλευρα ένα τόσο σημαντικό έργο, μια πλούσια παραγωγή κειμένων του πεζού -και όχι μονολόγου. Πρόκειται για ξεχωριστά κείμενα ήθους και ομορφιάς της ελληνικής γλώσσας. Θεωρώ επίσης εξαιρετική συγκυρία το γεγονός ότι η αποψινή εκδήλωση λαμβάνει χώρα στη θρυλική επικράτεια του Γράμμου, στη γη των προσωπικών μου γενεαλογικών αναφορών και στη γη η οποία τροφοδοτεί αενάως τις πηγές της έμπνευσης της τιμώμενης συγγραφέως λόγω των ισχυρών δεσμών αίματος και μνήμης που τη συνδέουν με αυτή.

Σκεφτόμουν, όταν ξεκίνησα να συντάσσω το κείμενο ετούτης της παρουσίασης ότι για κάποιον που έχει γνωρίσει από κοντά την κ. Χρυσούλα, είναι αναπόφευκτο να επανέρχεται στην ανθρώπινη υπόσταση της συγγραφέως, στα στοιχεία εκείνα που συνθέτουν την τόσο αυθεντική και γνήσια ιδιοσυγκρασία της. Φοβόμουν λοιπόν μήπως η πλάστιγγα γείρει προς την πολυδιάστατη και δαπανηρότατη σε ιδέες, αισθήματα και αγάπη προς τον συνάνθρωπο δημόσια παρουσία της και ξεφύγει από το αυστηρό λογοτεχνικό πλαίσιο. Γρήγορα όμως συνειδητοποίησα ότι επρόκειτο για ψευδοπρόβλημα· γιατί άνθρωπος και λογοτέχνης έχουν αξεδιάλυτα ωσμωθεί: η λογοτεχνική σου ιδιότητα διαρκώς σε παρακινεί να προσέχεις, να αποθησαυρίζεις, ν‘ αφαιρείς, να διεισδύεις και να πλάθεις από το ελάχιστο το πολύ· και αντίστροφα το ανθρώπινο διαμέτρημά σου, ο ορίζοντας του πνεύματός σου, τα βιώματα, οι αξίες σου, το πλέγμα των σχέσεων που έχεις δημιουργήσει, οι ανασφάλειες, οι φόβοι και οι ελπίδες σου μοιραία διαχέονται στο λογοτεχνικό σου έργο και δίνουν το ηχόχρωμα της προσωπικής σου φωνής.Έτσι λοιπόν στην περίπτωση της κ. Χρυσούλας Πατρώνου Παπατέρπου, η σκιαγράφηση του ανθρώπου και του συγγραφέα αποτελούν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. 

Δε χρειάζεται να έχει κανείς εκπονήσει διεξοδικότατες φιλολογικές μελέτες πάνω στο πεζογραφικό αλλά και στο μεταφραστικό της έργο, για να καταλάβει πόσο το γράψιμο είναι για εκείνη μια απόλυτα φυσική διεργασία, σαν την ανάσα και σαν τον χτύπο της καρδιάς και συνάμα μια βαθιά πηγή ευτυχίας. Με «ανοιχτά πάντα κι άγρυπνα τα μάτια της ψυχής» δέχεται, συλλέγει και αφομοιώνει όλα τα υλικά που προσκομίζει ο χρόνος, η μνήμη, η ιστορία, το συλλογικό ασυνείδητο, οι ανιστορήσεις για ήρωες μικρούς και μεγάλους του ατελεύτητου ανθρώπινου δράματος αλλά και η πεζή, ταπεινή καθημερινότητα. Και με θαυμαστή τεχνική αρτιότητα, με δουλεμένη οικονομία λόγου και αφαίρεση ξέρει να φτάνει στον πυρήνα, στην ουσία, στην πιο κορυφαία στιγμή της αφηγούμενης ιστορίας και να πυκνώνει τον χρόνο, να συμπυκνώνει το απόσταγμα της ανθρώπινης εμπειρίας.

Από το πρώτο της βιβλίο με τον τίτλο «Το κουφάδι και άλλα διηγήματα» του 2014 μέχρι την πιο πρόσφατη δημιουργία της που είδε το φως της δημοσιότητας τον Δεκέμβριο του 2022 διαγράφεται μια πορεία, η οποία από τη φόρμα του μικρού, σύντομου διηγήματος οδηγεί σε εκτενέστερα συνθέματα, στα όρια δηλαδή της νουβέλας, αναδεικνύοντας την απαράμιλλη ικανότητά της στην κατασκευή μιας ιστορίας, στο στήσιμο της πλοκής και της τελικής έκβασης του μύθου. Και σ‘ όλη αυτή την πορεία, κοινός παρονομαστής παραμένει η γνησιότητα, η αμεσότητα, η ειλικρίνεια και η δροσερή αύρα της γραφής της. Όταν εκδόθηκε το «Κουφάδι», τον Σεπτέμβριο του 2014, το λογοτεχνικό στίγμα της κ. Χρυσούλας Πατρώνου-Παπατέρπου ήταν ήδη διακριτό και δη λίαν στιβαρό και ελπιδοφόρο. Να σημειωθεί ότι τα περισσότερα από τα διηγήματα της συλλογής είχαν ήδη φιλοξενηθεί στην «Οδό», την εμβληματική και λίαν ανήσυχη εφημερίδα που κυκλοφορεί στην πόλη της Καστοριάς.

Στα 26 διηγήματα της συλλογής κομίζονται οι πρώτες ύλες, διαμορφώνονται μοτίβα θεματικά, σκηνικά και αφηγηματικά, τα οποία εμπεδώνονται και διευρύνονται στα επόμενα έργα της συγγραφέως. Το παλίμψηστο μιας σκληρής εποχής και μιας ρημαγμένης χώρας συνθέτουν τα αρτιωμένα από κάθε άποψη κείμενα: κάτω από την επιφάνεια της στάχτης και της επερχόμενης λήθης προβάλλει γυμνή η αλήθεια του τόπου και της ανθρώπινης οδύνης. Το μέγα δεινό του πολέμου, η μικρή επαρχιακή πόλη βουλιαγμένη στη μιζέρια της μετεμφυλιακής περιόδου, παλαιοί και νέοι πρόσφυγες, ο καταπιεσμένος ερωτισμός και τα ανομολόγητα πάθη κινούν τα νήματα της πλοκής οδηγώντας με γοργούς ρυθμούς στην αναπάντεχη ανατροπή, με την κάθαρση να μένει στις περισσότερες των περιπτώσεων υπόθεση εκκρεμής.

Όσο για τα πρόσωπα του μύθου, όλα τους, παρά τη φαινομενική ετερογένεια, είναι τα ανίδεα θύματα μιας αδήριτης Ανάγκης: Η Γιώτα, τα νεογέννητα πλατάνια και το παιχνίδι στο μεταίχμιο της ζωής και του θανάτου, ο χτύπος του άψυχου κορμιού της ξενομερίτισσας Λαμπρινής πάνω στη βάρκα μέσα στη λίμνη που δεν πλησίαζε ποτές, ο Τηλέμαχος των διαβιβάσεων που έχασε τα μεγάλα μπάρκα παγιδευμένος στην ακινησία των κλειστών οριζόντων, το καινούργιο φόρεμα της Μαρούλας σε μια παράδοξη πρόβα, το κακοσήμαδο δώρο της Ρηνούλας στη μητέρα της και ο κατοπινός συμβολισμός του, η κερασιά ή αλλιώς η ολάνθιστη επιθυμία της κυρά Αλτίνας προτού τη μαράνει ο εγκλεισμός στα τείχη της αντιπαροχής, ο Πιτ και ο Πολ, οι επιστήθιοι φτερωτοί φίλοι του καλόκαρδου Τζίμη και ο βίαιος αποχωρισμός, όλα αυτά τα στιγμιότυπα του ανθρώπινου βίου είναι ένα μικρό μόνο κομμάτι από τη ζέουσα ύλη του πρώτου βιβλίου. Υπογραμμίζω εμφαντικά τον συγκλονισμό που μου προκάλεσε η ανάγνωση του διηγήματος «Τα Κυδώνια». Εδώ οι αντιθέσεις, οι συμβολισμοί και οι πικροί συνειρμοί ανεβάζουν τη θερμοκρασία της αναγνωστικής εμπειρίας σε ύψη θαυμαστά. Το πέρασμα από το παιδικό, αθώο παιχνίδι στη θηριωδία και στη φρίκη της ωμής βίας συντελείται με μια αριστοτεχνική αναλογία, που μου έφερε στο νου κατευθείαν εικόνες από τα «Κεφάλια» του Γιώργου Ιωάννου, πεζογράφημα που διαβάζεται κι αυτό με την ίδια κομμένη ανάσα.
 
Στις «Σημαδούρες», τη δεύτερη συλλογή διηγημάτων του 2018, η συγγραφέας μας εμβαθύνει ακόμη περισσότερο στη συμπύκνωση της μικρής φόρμας καταφέρνοντας να δώσει δείγματα ουσίας και να συνθέσει ανάγλυφες τοιχογραφίες ολοζώντανες του καιρού και του τόπου μας. Φύση, παιδιά, ξενιτιά και ερημία: οι τέσσερις ενότητες στις οποίες επιμερίζονται τα 23 διηγήματα στις «Σημαδούρες» . Με οξυμμένες τις αισθήσεις και την περιγραφική της δεινότητα στο απόγειο η προικισμένη δημιουργός αναδεικνύει αφενός την απόκοσμη, βιβλική όψη της φύσης και αφετέρου τον βαθύ σύνδεσμο του ανθρώπου με αυτή, την ανάγκη του ν’ απεκδυθεί κάθε ίχνος σύμβασης και να βιώσει εκστατικός το θαύμα. Το αταίριαστο ζευγάρι των πουλιών πάνω στις παντέρημες σημαδούρες της λίμνης, το κάτοπτρο της γυάλινης επιφάνειας που πλανεύει τον μελισσοφάγο, το θαμμένο όνειρο της μπαλαρίνας και ο κύκνος της λίμνης σε ένα παράλληλο ταξίδι αποδημίας και το βασανιστικό τέλος της αδέσποτης Λούφας καθηλώνουν τον αναγνώστη με την τρυφερή και αισθαντική τους ματιά.

Ιστορίες με πρωταγωνιστές άδολα πρόσωπα παιδικά μέσα στην πνιγηρή πραγματικότητα των πρώτων δεκαετιών μετά το πέρας του εμφύλιου σπαραγμού ναρκοθετούν την όποια αισιόδοξη σκέψη περί ανέμελης και φωτεινής παιδικότητας. Αποχωρισμοί μικροί και αποχωρισμοί τελεσίδικοι, μοιραίες συμπτώσεις και δειλές παιδικές επιθυμίες στήνουν ένα ανελέητο γαϊτανάκι που συνήθως οδηγεί στο δράμα. Κορυφαίες προεξοχές της ενότητας: ο επαναπατρισμένος από τη Βουλγαρία μικρός Λάσσεν που ανακαλύπτει ονειρικά τον κόσμο στη γλώσσα της νέας του πατρίδας, εντυπωσιασμένος από την συνάφεια του υγρού συμφώνου σε λέξεις που εξυφαίνουν, ως τραγική ειρωνεία, το ίδιο του το τέλος, καθώς και η ιστορία του μικρού Κοσμά που αντικρίζοντας τον ουρανό γυρεύει να ξεκλειδώσει τα άρρητα και τα απόρρητα.

Το θέμα της ξενιτιάς δε θα μπορούσε να ξεφύγει από τη διεισδυτική ματιά της συγγραφέως στην ανθρωπογεωγραφία της εποχής. «Η ξενιτιά στο σπίτι μας με κεφαλαία γράμματα είναι χαραγμένη», διαβάζουμε στην «Κονστάντσα», ιστορία που δίνεται από τριαδική οπτική γωνία φωτίζοντας πολύπλευρα τα πρόσωπα της δράσης, ενώ ο «Γυρισμός της Ξενιτεμένης» δημιουργεί ισχυρό διακείμενο με το γνωστό ποίημα του Γ. Σεφέρη, με μόνη διαφορά την απογοήτευση που εισπράττει η κεντρική ηρωίδα επιστρέφοντας στα πάτρια: «Μια πόλη πυκνά δομημένη με οικοδομές τεράστιες και κακόγουστες, χωρίς κήπους και πεζούλια πλέον στις αυλές, που επέτρεπαν κάποτε, απ‘ όποιο σημείο και αν στεκόσουν τη λίμνη ν‘ αντικρίζεις στο βάθος να σε γαληνεύει». 
Τα τελευταία έξι διηγήματα της συλλογής ενταγμένα στην ενότητα «Ερημία» αποτυπώνουν με λόγο ατόφιο και ειλικρίνεια αφοπλιστική την αιώνια κραυγή του ανθρώπου, τον ατελείωτο λυγμό, την οριακή στιγμή ανάμεσα στο εδώ και στο επέκεινα και το πώς από τα κάρβουνα και τις στάχτες μπορεί ν‘ αναδυθεί η ελπίδα. Παροιμιακή η φράση από το πρώτο διήγημα της ενότητας: «Το κυπαρίσσι τη δουλειά του: συνεχίζει με το ρετσίνι του, όσους θρηνούν να συντροφεύει…». Στη σφραγίδα επίσης του έργου βαθιές αναταράξεις προκαλεί η καταληκτική φράση, ειλημμένη από την «Τελική Κρίση» του Ρίλκε: «Ω παντεπόπτη, γνωρίζεις την άγρια εικόνα/που μέσα στο σκοτάδι μου τρέμοντας στιχουργώ». Μια υπόμνηση ίσως από τη συγγραφέα για τα απροσμέτρητα βάθη της ψυχής ως καταστατική συνθήκη της δημιουργίας. Με τα δύο πρώτα λοιπόν έργα της λογοτέχνιδος έχει ήδη μορφοποιηθεί το αφηγηματικό της σύμπαν: ο περίκλειστος κόσμος της μικρής πόλης με τη λίμνη ν‘ αναδεύει στο σκοτεινό της πυθμένα λησμονημένες ιστορίες και ένοχα μυστικά.

Στο επόμενο έργο, στον «Φαροφύλακα της Λάκκας» με τον υπότιτλο «Ιστορίες με Φάρους», που κυκλοφόρησε το 2020 από τις εκδόσεις Ἑλκυστής», ο ορίζοντας πλαταίνει, ο χώρος διαστέλλεται υπέροχα, το αφηγηματικό τοπίο προβάλλει καμωμένο από πέτρα και φως και η ματιά βυθίζεται στην απεραντοσύνη του γαλάζιου, καθώς ξανοίγεται από τις δυτικές εσχατιές των Οθωνών μέχρι τη Στρογγύλη στο Καστελόριζο και από το απώτατο όριο του νοτιά στη Γαύδο μέχρι την πάλαι ποτέ πατρίδα των Αβάντων και τα σπαρμένα τριγύρω νησιά. Ένα πρωτόγνωρο θελκτικό ταξίδι στις μεγάλες γεωγραφικές ενότητες της νησιωτικής χώρας χαρίζει η καλλίτοκος πένα της Χρυσούλας Πατρώνου Παπατέρπου στον αναγνώστη. Έξι κείμενα με εισαγωγικό χαρακτήρα μας συστήνουν τους ενταγμένους στην αρμονία του τοπίου φάρους της κάθε περιοχής. Η ιστορία του καθενός δίνεται συνυφασμένη με θρύλους, παραδόσεις, μνήμες αρχαίες που φτάνουν μεταμφιεσμένες μέχρι τις μέρες μας. Ονόματα γοητευτικά, μύθοι φερμένοι από τα ακρογιάλια του Ομήρου, ο απόηχος από πανάρχαιες ανθρωποθυσίες, τα ανεξάλειπτα ίχνη από λογής κατακτητές, Ενετούς, Άγγλους, Γάλλους, Οθωμανούς, το σήμερα και το χθες συνθέτουν ένα απίστευτο μωσαϊκό εικόνων στα προλογικά κείμενα της κάθε ενότητας. Ο λόγος εξαίσια αναπαραστατικός, υφής καθαρά ποιητικής. 

Όσο για τα διηγήματα που έπονται της εισαγωγής για το κάθε γεωγραφικό διαμέρισμα, όλα τους διακρίνονται για την πρωτότυπη πλοκή τους. Σε κάθε περίπτωση θα ενσωματωθεί η σιωπηλή και ταυτόχρονα συμβολική παρουσία κάποιου φάρου. Το φως της ελπίδας για τον κυνηγημένο πρόσφυγα που παραδέρνει στα άξενα πελάγη, η παράτολμη θυελλοπορία στα χνάρια που αφήνει ο Αρτέμης, το πανέμορφο θαλασσοπούλι, το νυχτερινό κέντημα κάτω από τη σοφή λάμψη του φάρου της Σαπιέντζας σε σκοτεινούς, χαλεπούς καιρούς, το ματσάκι με τα γαλάζια αμάραντα προορισμένο για κάποια Μαρία, τραγικά ανεπίδοτο στο τέλος· οι νυχτερινές περιπλανήσεις του Αρπιστή σε διαδικτυακούς ανασκαφικούς χώρους, οι αναπαλμοί του απολιθωμένου δάσους στην καρδιά της νύχτας, απόμεροι τόποι εξορίας αντιφρονούντων και βραδινές αφηγήσεις για το κοινό μυθολογικό υπόστρωμα των κατακλυσμών που απλώνεται μέχρι τα βάθη του Αμαζονίου, όλα αυτά είναι ένα μικρό μόνο δείγμα από το πλούσιο αφηγηματικό υλικό του βιβλίου που διαβάζεται σαν ένα όμορφο παιδικό παραμύθι. Ακόμη έχω στο μυαλό μου την εικόνα του έκθαμβου φαροφύλακα της Λάκκας, στα άπατα νερά των Παξών, όταν ανοίχτηκε το χάσμα και χάθηκε ο φάρος.



ΟΔΟΣ εφημερίδα της Καστοριάς


 
Επόμενος σταθμός στην εργογραφία της Χρυσούλας Πατρώνου-Παπατέρπου η διετία 2021-2022. Τυπώνονται δύο ακόμη βιβλία επίσης από τις εκδόσεις «Ελκυστης». Το πρώτο τιτλοφορείται «Δύο Νουβέλες», πληροφορώντας μας εκ προοιμίου για το γραμματειακό είδος στο οποίο δοκιμάζει τις δυνάμεις της η πολυσχιδής λογοτέχνης. Ξεφεύγοντας από τον μονοκεντρισμό του ενός επεισοδίου, προχωρεί στην πιο ευρύχωρη φόρμα της νουβέλας, ισορροπώντας απαιτήσεις συνθετικής οργάνωσης του μύθου, αφηγηματικών τεχνικών και σωστής σκηνικής οικονομίας.

«Το μαρμάρινο τραπέζι» και ο «Μάικ ανακαλύπτει την Αμερική» είναι οι δυο νουβέλες του πρώτου βιβλίου.Πέρα από την αξία της ιστορικής μαρτυρίας, πέρα από την ζωντανή αναπαράσταση του βίου ανθρώπων που βρέθηκαν στη δίνη καθοριστικών κοινωνικοπολιτικών γεγονότων και ανατροπών, η πραγμάτευση των θεμάτων στα δύο κείμενα και οι αφηγηματικές τεχνικές που εφαρμόζονται καταμαρτυρούν τις σκηνοθετικές ικανότητες της δημιουργού.

Ο πρωτοπρόσωπος λόγος του πατέρα που αποφασίζει να καθίσει στο μαρμάρινο τραπέζι τα παιδιά του και να τους διηγηθεί απνευστί το πολυτάραχο παρελθόν του, εκφέρεται με φυσικότητα και είναι απόλυτα προσαρμοσμένος στο ήθος του ήρωα. Μέσα από την εξιστόρησή του παρακολουθούμε τον αγώνα για την επιβίωση μέσα από δεινές καταστάσεις τις οποίες ορίζουν η φτώχεια από τη μια, ο πόλεμος από την άλλη. Η αφήγηση ρέει νηφάλια, διαυγής και στοχαστική. Η αγωνία του αναγνώστη διέρχεται από πολλές κορυφώσεις, όπως στη ρεαλιστικότατη περιγραφή της μάχης της Κρήτης και το χρονικό της αιχμαλωσίας του πρωταγωνιστή, αλλά και στην παράδοξη εξορία στο ξερονήσι όπου τιμωρούνταν οι αντιφρονούντες. Όσο για το μαρμάρινο τραπέζι του τίτλου ο αναγνώστης σύντομα εντοπίζει τον ισχυρό συμβολισμό: η μνήμη που πονά ή αλλιώς ο πόνος που δεν πρέπει να ξεχάσουμε.

«Ο Μάικ ανακαλύπτει την Αμερική». Νουβέλα δομημένη με έναν λίαν πρωτότυπο και ευφάνταστο τρόπο. Ο Μάικ αναθυμάται τα χρόνια του υπερπόντιου ξενιτεμού σε μια ήρεμη πια και κατασταλαγμένη φάση της ζωής του. Ο αναδρομικός του λόγος δε δίνεται σε συνεχή αφήγηση αλλά ως ανταπόκριση στα τμήματα από ένα βιβλίο του 19ου αιώνα γραμμένου σε καθαρεύουσα, τα οποία του διαβάζει ο κύριος αφηγητής αυτής της νουβέλας. Ένα ευχάριστο παιχνίδι εγκιβωτισμού, αφήγηση μέσα στην αφήγηση ή αλλιώς δύο παράλληλες ανακαλύψεις του νέου κόσμου. Όπως ο Κολόμβος και ο Κορτές του παλιού βιβλίου, έτσι ο φτωχός μετανάστης ανακαλύπτει μια πολυσυλλεκτική κοινωνία, και μια κοινόχρηστη οικουμενική γλώσσα, ζει από κοντά τόσο τη θεαματική πρόοδο της τεχνολογίας όσο και τις κοινωνικές αναταράξεις της δεκαετίας του 60 με το κήρυγμα και τη δολοφονία του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ. Η αφήγηση στη νουβέλα είναι απολαυστική, δοσμένη με χιούμορ και αδιόρατο λεπτό σαρκασμό. «Από το πλευρό του Αδάμ»: Όχι μόνο ο τίτλος αλλά και το ποίημα της Μάγιας Αγγέλου «Φανταστική Γυναίκα», που κοσμεί την προμετωπίδα του βιβλίου προϊδεάζουν εμφαντικά για τη θεματική και για την αφηγηματική σκοπιά του έργου.

«Η Διερμηνεία» και η «Χλαίνη»: Νουβέλες, οι οποίες εκτός από την τεχνική διάρθρωση της πλοκής, διαθέτουν δύναμη πλαστική στη διαγραφή των χαρακτήρων αλλά και έντονη δραματικότητα. Δεν είναι μόνο ο αφηγημένος μύθος που συναρπάζει με την αυθεντικότητα και την πρωτοτυπία του· η οργάνωση του υλικού, οι πολλαπλές οπτικές γωνίες στην εξιστόρηση των γεγονότων, η σταδιακή διαλεύκανση ενός μυστηρίου που δημιουργείται από την αρχή, οι σκόρπιες ενδείξεις και προσημάνσεις, τα λυγρά σήματα που στέλνει ο αφηγητής στον αναγνώστη, όλα τα παραπάνω είναι στοιχεία που καταδεικνύουν τον θεωρητικό εξοπλισμό και την προσηλωμένη θητεία της συγγραφέως στην τέχνη του λόγου και την καταξιώνουν ως μια αληθινή μαστόρισσα της γραφής. 

Δυο τυπικά περιστατικά που εκτυλίσσονται σε αίθουσες δικαστηρίου στη «Διερμηνεία» θα σταθούν η αφορμή να ξετυλιχτούν ξεχασμένες ιστορίες του χτες, έχοντας στο επίκεντρό τους το ευαίσθητο θέμα της μητρότητας, φυσικής και θετής. Σταδιακές αποκαλύψεις που κλιμακώνουν την αναγνωστική ένταση, το επαναλαμβανόμενο μοτίβο ενός νυχτερινού εφιάλτη και οι σημαδιακές ισημερίες ζωντανεύουν το αφηγηματικό πλαίσιο δημιουργώντας τις κατάλληλες εντάσεις την κατάλληλη στιγμή. Όσο για τη «Χλαίνη», τη δεύτερη δηλ. νουβέλα, πρόκειται για κείμενο υψηλότατων προδιαγραφών από κάθε άποψη. Κατ‘ αρχάς εδώ ο μύθος και η ιστορία συμπλέκονται αξεδιάλυτα. Διαβάζοντας τις ευχαριστίες που ακολουθούν πληροφορούμαστε ότι η συγγραφέας άντλησε σχόλια από το έργο του Χρήστου Γκοσλιόπουλου «Η Ιστορία από… τις ιστορίες. Το διακείμενο αυτό ήδη κινητοποιεί το ενδιαφέρον και διαμορφώνει αντίστοιχες προσδοκίες.

Η εποχή του μύθου: ο Εμφύλιος Πόλεμος κατά την ύστατη φάση του, όταν η έκβαση είχε πλέον κριθεί. Τα τοπωνύμια κατονομάζονται, η ακτίνα της δράσης καλύπτει την περιοχή των Οντρίων γύρω από τη Δραγασιά εκτεινόμενη μέχρι τις παρυφές του Γράμμου, το Νεστόριο και την Καστοριά. Ο αποτρόπαιος φόνος της λεβέντισσας Γκίνκας με τα πυρόξανθα μαλλιά βγαίνει σιγά-σιγά από το σκοτάδι της λήθης και της ένοχης σιωπής και κρίνεται πια από το εφετείο του Χρόνου, της Μνήμης και της Γραφής. Αποσβολωμένοι αυτόπτες μάρτυρες, πολυκαιρισμένα και εφτασφράγιστα φύλλα ημερολογίου, άνθρωποι σιωπηλοί, από την απώλεια σημαδεμένοι, θα γυρέψουν να βγουν από την αφωνία, να μην αφήσουν το δράμα δίχως λύση και δίχως κάθαρση. Η σκηνή της ετεροχρονισμένης ταφής είναι από τις πιο δυνατές του έργου: «Τα μάτια μου είχαν βουρκώσει… Τα ρυτιδιασμένα μάγουλά του κατάβρεχε ολόκληρος χείμαρρος, που κατέληγε πάνω στο λευκό πανί και το ράντιζε· αγίασμα.»

Συγκράτησα και παραθέτω μια φράση , η οποία ακούγεται λίγο πριν ο μύθος οδηγηθεί στη λύση του. «Νομίζω λοιπόν πως διάλεξα την κατάλληλη στιγμή να σου τα πω. Ίσως, βέβαια, να είναι η στιγμή που μας διαλέγει, που θεωρεί ότι ναι, τώρα πρέπει να μιλήσεις. Ευχή μου και κατάρα μου, παιδί μου… Μην χρειαστεί να ζήσετε ποτέ τέτοιες μαύρες μέρες. Και, όπως και να ‘χει, καλύτερα να τα ξεχάσουμε κι εμείς που τα ζήσαμε, κι εσείς που τα πληροφορηθήκατε…». Η στιγμή λοιπόν που μας διαλέγει. Η ώρα που το λησμονημένο, το σωπασμένο, το ολοσχερώς χαμένο, ή ακόμη το άρρητο, το ανερμήνευτο και το σκοτεινό μετουσιώνονται σε λόγο, γίνονται φωνή, γίνονται χρώμα, γίνονται κραυγή και γίνονται θαυμαστικό. Είναι η ώρα του συγγραφέα. Η ώρα που η γύρω ζωή διυλίζεται μέσα από τα φίλτρα της μνήμης, της φαντασίας και της ευαισθησίας και ξαναγεννιέται με τη δύναμη της γραφής για να υπάρξει αλλιώς: ως παραμύθι, ως τραγούδι, ως ιστορία.

Κάποιοι ξεχωρίζουν γιατί «βλέπουνε μες στην άβυσσο και στην ψυχή του ανθρώπου» ή ίσως γιατί το ανεξίτηλο της δικής τους ψυχής είναι τόσο δυνατό. Και ξεχωρίζουν, γιατί έγνοια τους ακοίμητη είναι η γλώσσας, είναι το ρήμα το ζωοποιόν. Η Κ. Χρυσούλα Πατρώνου Παπατέρπου ανήκει σ‘ αυτούς. Θα μπορούσε η σημερινή παρουσίαση να επεκταθεί και σε άλλες πτυχές της πληθωρικής συγγραφικής της παραγωγής. Το μεταφραστικό της έργο στην ξενόγλωσση ποίηση ίσως θα έπρεπε ν‘ αποτελέσει το θέμα μιας ξεχωριστής κριτικής προσέγγισης. Όσο για εμάς που παρακολουθούμε ανελλιπώς την εξέλιξη της λογοτεχνικής παραγωγής της Χρυσούλας Πατρώνου-Παπατέρπου, ξέρουμε καλά ότι θα συνεχίσει να μας εκπλήσσει ευχάριστα και να μας προκαλεί νέες συγκινήσεις. Προφανώς η ακτινοβολία του έργου της ξεπερνά τα στενά όρια της πόλης μας. Της ευχόμαστε να είναι γερή, να κοιτά τον κόσμο με τα νεανικά, λαμπερά της μάτια, να βρίσκουμε κι εμείς παραμυθία και απαντοχή στις χιλιάκριβες λέξεις της. 


Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 15 Ιουνίου 2023, αρ. φύλλου 1179.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ