15.10.23

ΧΡΥΣΟΥΛΑΣ ΠΑΤΡΩΝΟΥ ΠΑΠΑΤΕΡΠΟΥ: Το μάτι της κουκουβάγιας

 
ΟΔΟΣ εφημερίδα της Καστοριάς
ΟΔΟΣ 25.5.2023 | 1176

Ήξερα πως η μαμά της είχε κάποιο πρόβλημα με τα νεύρα της. Δηλαδή τι ακριβώς, δεν είχα καταλάβει, κάτι τέλος πάντων, που αναστάτωνε ώρες-ώρες όλη την οικογένεια. Τότε, μόλις βράδιαζε, έριχνε επάνω της ένα σεντόνι, κάλυπτε ακόμη και το κεφάλι και βουτούσε στα ρηχά νερά της λίμνης. Η μεγάλη κόρη την συνόδευε και πρόσεχε μήπως περάσει κάποιος και τις δει. Τα πόδια πρώτα. Έπειτα, αφού χαμήλωνε το άσπρο κάλυμμα από τα μαλλιά, έχωνε βιαστικά το κεφάλι στο νερό και το ίδιο βιαστικά έπιανε το χέρι της κόρης και γύριζε γρήγορα σπίτι. Κοινό μυστικό στη γειτονιά, εμένα μου το είχε εκμυστηρευτεί η φίλη μου, η Λίτσα. Στο σπίτι μας, ποτέ δεν γινόταν συζήτηση για τα “μπάνια” της κυρίας Ευλαλίας. Και φυσικά, δεν επιτρεπόταν να αναφέρουμε κάτι σχετικό, εμείς τα παιδιά. Μια φορά, κάτι πήγε να πει κοροϊδευτικά ο αδελφός μου και έφαγε την κατσάδα της ζωής του από τον πατέρα μας. “Η δυστυχία των άλλων δεν είναι για γέλια. Αν δεν μπορείτε να συμπαρασταθείτε, μην περιγελάτε κι από πάνω”. Τελεία και παύλα.

Ναι, αλλά δεν ήταν το μόνο παράδοξο σ’ αυτό το σπίτι, το προσφυγικό και μισογκρεμισμένο από τους βομβαρδισμούς των Ιταλών. Φαντάσματα κυκλοφορούσαν πολύ συχνά στα υπόγειά του, τα γεμάτα άχυρο και σανό για το μουλάρι του πατέρα τους. Άγιοι χτυπούσαν συνθηματικά στα σανίδια της οροφής, όταν αργούσαν να ανάψουν το καντήλι την παραμονή της γιορτινής τους μέρας. To πιο τρομακτικό κι επικίνδυνο απ’ όλα ωστόσο, ήταν το μάτι της κουκουβάγιας, το οποίο εμφανιζόταν στην κορυφή της καγκελόπορτας του ακατοίκητου εδώ και αρκετό καιρό αρχοντικού, ακριβώς δίπλα στο δικό τους φτωχικό. Μόνο όταν δεν υπήρχε φεγγάρι και μόνο αν είχες πέσει σε κάποιο φοβερό αμάρτημα. Πώς να ξεχωρίσεις τώρα, τι θεωρούσε η κουκουβάγια αμάρτημα; Κατά την Λίτσα, όταν για παράδειγμα έτρωγες ψωμί με κρέας μετά το δειλινό και ξημέρωνε την επομένη ψυχοσάββατο, ή αν δεν έκανες το σταυρό σου μπροστά σε κάθε εκκλησία που περνούσες. Που δεν ήταν και λίγες· πολλές μάλιστα, τόσο καλά κρυμμένες πίσω από αυλές σπιτιών, ώστε δεν ήταν δυνατόν να τις εντοπίσεις, εκτός κι αν τις είχες γυρίσει όλες, είτε από βαθιά πίστη ή από παιδική περιέργεια ανάμεικτη με φόβο.

Τότε καταστρώσαμε οι δυο μας το σχέδιο: να γυρίσουμε όλη την πόλη, να ψάξουμε όλες τις εκκλησίες, να ξέρουμε πού πρέπει να σταυροκοπιόμαστε και να αποκλείσουμε έτσι την εκδοχή της άμεσης τιμωρίας από το μάτι της κουκουβάγιας. Περιηγήσεις φυσικά, χωρίς να πω κουβέντα στους δικούς μου. Πρώτον διότι θα ανησυχούσαν να με σκέφτονται στους δρόμους και το κυριότερο, γιατί δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι υπήρχαν κάποιοι γονείς που μεγάλωναν τα παιδιά τους με τέτοιες δεισιδαιμονίες. Όταν τους είχα αναφέρει για τα φαντάσματα στην αποθήκη του σανού και για τα χτυπήματα των αγίων στο ταβάνι, θεώρησαν ότι οι μεγαλύτερες αδελφές φόβιζαν μ’ αυτόν τον τρόπο τη Λίτσα για να κάθεται φρόνιμα και να τις υπακούει και ο πατέρας μού είχε κάνει ολόκληρη κατήχηση περί αγίων και... φαντασμάτων. Δεν είχαν καταφέρει, ωστόσο, να καταλαγιάσουν ορισμένους ανεξήγητους φόβους μου, όπως την άρνηση να κατεβώ βράδυ στο υπόγειο για κάποιο θέλημα, ή να αφουγκράζομαι μήπως και ακούσω χτύπους από τα εικονίσματα παραμονές εορτών. Για το μάτι της κουκουβάγιας δεν ανέφερα τίποτα. Στης Λίτσας την οικογένεια, αντιθέτως, γινόταν πολύ συχνά λόγος γι’ αυτό, όχι μόνο από τις αδελφές, αλλά και από την ίδια τη μαμά τους. “Να προσέχετε παιδιά μου, είναι πολύ επικίνδυνο. Μπορεί να κάνει μεγάλο κακό. Μην περνάτε από κει βράδυ”.

Πώς να μην τρομάξεις όταν ακούς τέτοιες παραινέσεις από μεγάλη γυναίκα; Πρόσεχα λοιπόν, και απέφευγα να περνώ μπροστά από την καγκελόπορτα, μόλις σκοτείνιαζε. Ολόκληρο γύρο έκανα, μέσα από άλλα μονοπάτια και στενά· με την καρδιά μου να χτυπά ταμπούρλο, έτσι κι αλλιώς.
Με τις εκκλησίες της γειτονιάς μας είχαμε τελειώσει, καθώς και εκείνες που βρίσκονταν σκαρφαλωμένες στη βόρεια πλευρά της πόλης, όπου κατοικούσε η θεία της Λίτσας. Όταν της εξηγήσαμε γιατί θέλαμε να τις μάθουμε όλες, σταυροκοπήθηκε και είπε πως έπρεπε να μιλήσει επειγόντως με τον πατέρα της Λίτσας, τον αδελφό της. Να φρόντιζε να τη συναντήσει το συντομότερο, παρήγγειλε στην ανιψιά. Ανήσυχη μου φάνηκε η φίλη μου. Μου εξομολογήθηκε επίσης, ότι η κατάσταση της μητέρας της όλο και χειροτέρευε. Το μάτι της κουκουβάγιας της είχε γίνει έμμονη ιδέα και έλεγε και ξανάλεγε, ότι κάτι έπρεπε να κάνει γι’ αυτό.

 * * *

Τόσο πολύ το φοβόταν η κυρία Ευλαλία; Και γιατί; Σε τι φοβερό αμάρτημα είχε περιπέσει; 
Κάποιος περαστικός τη βρήκε μια αφέγγαρη νύχτα κρεμασμένη από την κορυφή της καγκελόπορτας με τη ζώνη με την οποία έδενε το σεντόνι, όταν έμπαινε για τις ψυχρολουσίες της στη λίμνη. Ήταν δυστυχώς, πάρα πολύ αργά. 



Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 25 Μαΐου 2023, αρ. φύλλου 1176.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ