Τη μάνα μου καθόλου δεν τη θυμόμουν. Αμυδρά, και όχι ακριβώς τη μορφή, μάλλον τον ήχο της φωνής και το απαλό πέρασμα της παλάμης της στο κεφάλι μου, μου’ ρχόταν κάπου-κάπου σαν οπτασία, η εικόνα της γιαγιάς. Κατά τα άλλα, το μόνο πρόσωπο της οικογένειας που γνώριζα ήταν της ξαδέλφης μου, της Ευανθίας. Εντελώς φυσικό, βέβαια, αφού ήμασταν και οι δύο στο Ορφανοτροφείο, στην Θεσσαλονίκη. Δυο χρόνια μεγαλύτερη εκείνη με προστάτευε και με πρόσεχε όλη την ώρα. Γιατί, απ’ ότι μου παραδείχνει η ίδια, ένιωθε πως ήταν υπεύθυνη για μένα.
Η γιαγιά ήταν εκείνη που ανέλαβε να μας μεγαλώσει, όταν ο μεν πατέρας μου χάθηκε στον πόλεμο του ‘40, η δε μάνα της Ευανθίας πέθανε από χτικιό, λίγους μήνες αργότερα. Παιδιά της και οι δύο. Χωρίς βέβαια εμείς να ήμασταν μοναχοπαίδια τους• πάντως τα μικρότερα από τα αδέλφια μας. -“Σύρετε να κάμετε τη ζωή σας απ’ την αρχή,” είπε σε γαμπρό και νύφη, “εγώ θα αναθρέψω τα “τσούτσανα”! Δύο χρονών εγώ, τεσσάρων η Ευανθία. Εκεί ψηλά, στη στάνη μεγαλώναμε, παρέα με τα ζωντανά της γιαγιάς. Δύο ολόκληρα χρόνια μας ανέθρεφε μόνη της και μια χαρά περνούσαμε. Δεν ρωτούσαμε για τους δικούς μας στην πόλη· δεν μας ενδιέφεραν άλλωστε και καθόλου. Ναι, αλλά η γιαγιά μας άφησε “γεια” μια καλοκαιριάτικη μέρα, καθώς άρμεγε τις προβατίνες. Η Ευανθία έβαλε τις φωνές· έτρεξαν από τα γειτονικά χαμόσπιτα και εδώ τέλειωσε η ιστορία μας στα βουνά.
Η Ευανθία γύρισε στον πατέρα της, στη μάνα μου εγώ. Μια άγνωστη γυναίκα, που ένιωθα ότι δεν με κοίταζε με καλό μάτι,-ένα στόμα παραπανίσιο-. Ένας πελώριος άντρας δίπλα της, ο Ησαύ, που γύριζε σπίτι το βράδυ, αποκαμωμένος από τις “γύρες” του και ένα μωρό μυξιάρικο και κλαψιάρικο όλη την ώρα, η νέα μου αδελφή, η Μαριγώ. Το μεγαλύτερο αδελφό μου τον έβλεπα σπάνια. Είχε μπει στη δούλεψη ενός μαγαζάτορα και κοιμόταν εκεί τα βράδια, για να φυλάγει το εμπόρευμα. Μόνο για να φέρει τα λεφτά που κέρδιζε και για να αλλάξει ρούχα εμφανιζόταν, μια φορά την εβδομάδα.
Η Ευανθία δεν βρήκε καλύτερες συνθήκες σπίτι της. Ο πατέρας της αποφάσισε να την κλείσει σε ορφανοτροφείο στη συμπρωτεύουσα. Όταν μου ανακοίνωσε τη μέρα και ώρα της αναχώρησής της, πήγα στο σταθμό να την προβοδίσω, και δεν άντεξα στον πειρασμό: χώθηκα κρυφά στο πίσω κάθισμα και ξεκίνησα κι εγώ για το μεγάλο “άγνωστο”. Σάματις ήξερα τι και πως; Μόνο την Ευανθία να είχα δίπλα μου, έφτανε και περίσσευε. Εκεί ζούσαμε οι δυο, πάντα ο ένας κοντά στον άλλο και κανείς δεν τόλμησε να μας χωρίσει. Από λύπηση; Από αδιαφορία; Το ίδρυμα έτσι κι αλλιώς γεμάτο παιδόκοσμο ήταν. Μου έλεγε βέβαια η ξαδέλφη μου, πως έτυχε να ακούσει τις υπεύθυνες θαλάμου να σχολιάζουν την αδιαφορία της μάνας μου. Ούτε καν ενδιαφέρθηκε να μάθει πως περνώ. Εμένα πάντως, το ίδιο μου έκανε. Μου έφτανε και με το παραπάνω η παρουσία της Ευανθίας.
Ναι, αλλά κάποτε ήρθαν ο πατέρας της και ο Ησαύ και εξήγησαν πως θα μας έπαιρναν σπίτι τους πια. Αρκετά με τα ιδρύματα και μακρυά από την οικογένεια! Η Ευανθία μπήκε ψυχοκόρη σε ένα πλουσιόσπιτο. Θα φύλαγε τα παιδιά και θα έκαμε την πάστρα του σπιτιού. Ο πατέρας της θα εξασφάλιζε ένα γερό κομπόδεμα από όλη την ιστορία, και αν έμεναν ευχαριστημένοι, θα φρόντιζαν όταν μεγάλωνε, να βρουν ένα καλό παιδί να την παντρέψουν. Για μένα, άλλα σχέδια είχε στο νου του ο Ησαύ: δίπλα στο σπίτι μας υπήρχε ένας φούρνος και ζητούσε πιτσιρικάδες να πουλούν κουλούρια από τα άγρια χαράματα. Μόλις είχα κλείσει τα εφτά μου χρόνια· υποχρεωτικά θα με έγραφαν και στο σχολείο. Στο σχολείο κοιμόμουν φυσικά πάνω στο θρανίο. Από τις πέντε μέχρι τις οκτώ κουλούρια πουλούσα, και όσο πιο πολύ έσφιγγε το κρύο, τόσο περισσότερη ζήτηση είχαν. Φρόνιμος και αγαπητός ήμουν από όλους. Και χαμογελαστός. Ο φούρναρης με αγαπούσε ιδιαίτερα. Πάντα μου έδινε στα κρυφά ένα έξτρα χαρτζιλίκι, εκτός από την αμοιβή μου, που την εισέπραττε κάθε βράδυ ο Ησαύ.
Τότε ήταν που είδα για πρώτη φορά γυάλινες μπίλιες! Τις είχαν κάποια παιδιά στο σχολείο και έπαιζαν στα διαλείμματα. Έμεινα έκθαμβος. Μέχρι τότε, μόνο σβόλους από πηλό είχα πιάσει στα χέρια μου, και για να λέμε την αλήθεια, ήμουν μαέστρος στα παιχνίδια με τις μπίλιες, έστω και πήλινες. Άρχισα δειλά-δειλά να αγοράζω από καμιά με το χαρτζιλίκι μου και να τις κρύβω προσεκτικά, μην τύχει και τις βρει ο Ησαύ. Έξω από την πίσω αυλή του σπιτιού, υπήρχε ένα πέτρινο πεζούλι• εκεί έπαιζα, όταν δεν με έβλεπε κανείς. Τρελαινόμουν από χαρά· τις έβαζα τη μία δίπλα στην άλλη και στόχευα “καρσάνι” να τις χτυπώ με τη σειρά, σαν στο μπιλιάρδο. Αλλά ο φόβος, μήπως και με αντιληφθούν οι σπιτικοί, περιόριζε κατά πολύ τον ενθουσιασμό μου.
Ώσπου κάποια μέρα, και ενώ απολάμβανα τις δεξιότητές μου στη “μπίλινη” σκοποβολή, με βρήκε η μικρή μου αδελφή, η Μαριγώ, και το είπε στον μπαμπάκα της. Βγήκε εκείνος έξαλλος στην αυλή και πριν προφτάσω να τις μαζέψω, κινήθηκε εναντίον μου με τη μαγκούρα στο χέρι. Οπισθοχώρησα τρομαγμένος, πάτησε αυτός πάνω στις απλωμένες μπίλιες, γλίστρησε και βρέθηκε με το κεφάλι στο πέτρινο πεζούλι...
Δεύτερη φορά χήρεψε η μάνα μου. Ποτέ της δεν με συγχώρησε, που σκότωσα τον άνθρωπο που με φρόντιζε!
Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 22 Ιουνίου 2017, αρ. φύλλου 891
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.