21.1.18

Marilena Nik: Limoncello



Ξεκίνησαν πρωί για να μη πέσουν στο μεσημεριανό λιοπύρι, η κοιλάδα των ναών κοντά στο Αγκριτζέντο τους τύλιξε με τη μαγεία της εικόνας που πρωταντίκρυσαν μέσα στο πρωϊνό δροσό, το σικελικό τοπίο τους κρατούσε κοντά του και δεν έπαιρναν χαμπάρι τη ζέστα του καλοκαιριού.
Ο ήλιος έκαιγε το χώμα που άχνιζε, οι ελιές χάνονταν ως τη θάλασσα που λαμπύριζε προς την ανατολή και τα μάρμαρα μουρμούριζαν την ιστορία τους.
Η φωτογραφική μηχανή του έχασκε κρεμασμένη στον ώμο, δεν ήξερε τί άλλο να φωτογραφήσει, δεν ήξερε αν φωτογράφιζε άψυχους κίονες ή φιγούρες που περνούσαν ανάμεσα τους και του έλεγαν ιστορίες.
Οι ναοί και οι κολόνες σπαρμένες παντού ανάμεσα σε σπαρτά, τους προκάλεσαν δέος, ήταν μια εικόνα φανταστική, πάνω απ’τα γήινα.
Τα τζιτζίκια τραγουδούσαν μεθυσμένα απ’ τη ζέστη, μέσα στα πεύκα και στα σχίνα.
Συνεπαρμένος απ’ αυτή τη θέα, ανέβηκε πάνω σε μια πεσμένη κολόνα και: «να η Ελλάδα φίλοι μου Ιταλοί, τί έχετε τώρα να μου πείτε για τους Αρχαίους Ρωμαίους σας; ποιοί ήταν οι πρώτοι, εσείς ή εμείς;» τον κοιτούσαν χαμένοι «μπράβο Γκρέκο» του είπε ο Ρομπέρτο, ο καλύτερος φίλος του «πραγματικά είχες δίκιο, δεν το είχα φανταστεί έτσι αυτό το τοπίο, διάβασα την ιστορία του αλλά, εδώ όλα είναι... εξωπραγματικά».

Όλα είχαν ξεκινήσει μια γκρίζα Κυριακή του χειμώνα, που μαζί με τον φίλο του και τα κορίτσια τους, γευμάτιζαν κι έπιναν κρασί κόκκινο κι άρχισαν να τον πειράζουν για την Αρχαία Ελλάδα και να την συγκρίνουν με την Αρχαία Ρώμη και μετά από πολλή ώρα, έτσι ξαφνικά τους λέει «φέτος το καλοκαίρι θα πάμε διακοπές στη Σικελία, για να δούμε τον καλύτερο» συμφώνησαν όλοι και το πειραχτήρι που δεν ήταν άλλος απ’ τον Ρομπέρτο, ανέβηκε στο τραπέζι και τους φώναξε «στη Σικελία αδέλφια μου, στη Σικελία» γελούσαν και το γκρίζο που έμπαινε απ’το παράθυρο, έγινε ένα βαθύ μπλε καλοκαιρινό και το δωμάτιο μύρισε γιασεμί.

Καθισμένοι στη βεράντα μιας πιτσερίας με θέα τους ναούς, στο Αγκριτζέντο, είχαν τελειώσει το φαγητό τους κι έπιναν παγωμένο λιμοντσέλο, τα κορίτσια τους είχαν βγει βόλτα στο κέντρο της πόλης. Το απόγευμα προχωρούσε νωχελικά και καθώς το μπουκάλι τελείωσε, έφυγαν να βρουν τα κορίτσια και ν’ αγοράσουν ένα μπουκάλι λιμοντσέλο για να το πιουν στο νοικιασμένο διαμέρισμα στο χωριό του Εμπεδοκλή.
Το σούρουπο τους βρήκε στο δρόμο για το παραλιακό χωριό κι εκεί σε μια στροφή, τους είδαν, εκεί στον ορίζοντα προς τη μαβιά θάλασσα, σαν βάρκες μ’ αναμμένα τα πυροφάνια, τους φωτισμένους ναούς της κοιλάδας. Σταμάτησαν στην άκρη του δρόμου και τους χάζευαν, «θα ήθελα να έμενα εδώ για πάντα» τους είπε, «ένα μικρό σπίτι μέσα στις ελιές και μια βάρκα ν’ ανοίγομαι στη θἀλασσα», τον αγκάλιασε απ’ τους ώμους και τον ταρακούνησε «Γκρέκο, τα όνειρα γίνονται για να πραγματοποιούνται, εντάξει όχι όλες τις φορές αλλά, όταν το θέλουμε πολύ».

Όταν μπήκαν στο σπίτι, τα κορίτσια είδαν ότι κρατούσε μια τσάντα «τί αγόρασες;» τον ρώτησαν, έβγαλε ένα παντελόνι θαλασσί και τους το έδειξε, τον κοίταξαν σαστιμένες, «σου κάνει; το δοκίμασες; το νούμερο γράφει για δώδεκα χρονών!»
«Φυσικά και το δοκίμασα» το φέρνει μπροστά του «κοιτάξτε, μου κάνει» πάει να το φορέσει, του φτάνει μέχρι τα γόνατα, κοιτάζει απορημένος το Ρομπέρτο που είχε ξεκαρδιστεί στα γέλια «γι αυτό μας κοιτούσαν σαν χαμένες οι πωλήτριες» γελούσαν ριγμένοι πάνω στο καναπέ, «πόσο μεθυσμένοι ήσασταν, το κατάλαβαν» είπε η κοπέλα του. Με το μπουκάλι λιμοντσέλο στο τραπέζι του κήπου και μπόλικα παγάκια, ρουφούσαν τη καλοκαιρινή αύρα και κοιτούσαν τον έναστρο ουρανό, τιτίβιζαν σαν τα πουλιά, κελαηδούσαν, γελούσαν...

Απ’ τις γρίλιες του παραθύρου έμπαιναν οι ανελέητες ηλιαχτίδες του μεσημεριού και προσπάθησε να σηκώσει το κεφάλι του, πέτρινο βαρύ, γυρίζει σιγά δίπλα του και βλέπει τη κοπέλα του Ρομπέρτο γυμνή, δεν θυμάται τίποτα, «τί έγινε;», αγουροξυπνημένη του απαντάει «έφυγαν μαζί τα ξημερώματα, κατάλαβαν ότι ήσαν ερωτευμένοι» έκλεισε τα μάτια του, τον πονούσε το κεφάλι του... «τι μεθύσι κι αυτό, με λιμοντσέλο ο ηλίθιος;».

«Μπαμπά, να σου φέρω λιμοντσέλο ή θα το πιείτε μαζί;» έκλεισε το κουτί με τις κάρτες που του είχε στείλει απ’ όλα τα μέρη του κόσμου που είχε ζήσει...
«Θα τον περιμένω» της είπε. Το απομεσήμερο σάλευε μέσα στα φύλλα του ελαιώνα και το θαλασσινό αεράκι χόρευε τα τσαμπιά της κληματαριάς, άκουσε αυτοκίνητο να σταματάει... « παππού, παππού ήρθε»...
Κρατούσε μια τσάντα στο χέρι του, κάτι του θύμισε, σηκώθηκε να τον χαιρετίσει κι έπεσαν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Τα παιδιά και τα εγγόνια του, τους κοιτούσαν χαμογελώντας. Έβγαλε το θαλασσί παντελόνι και το έφερε μπροστά του «μήπως τώρα σου κάνει;» τον ρώτησε παιχνιδιάρικα και γέλασαν όλοι διότι την ιστορία του παντελονιού, την ήξεραν πολύ καλά.

Τους σέρβιραν τα παγωμένα λιμοντσέλο και τους άφησαν να τα πουν γιατί είναι πολλά σαράντα χρόνια απόσταση. «Είδες που βγήκε αληθινό τ’ όνειρό σου;» κούνησε το κεφάλι του καταφατικά, «μόνο που έχασα εκείνη, τη γυναίκα μου, αυτό ήταν το πατρικό της κι ερχόμασταν όλα τα καλοκαίρια... σιτσιλιάνα, όμορφα χρόνια» αναστέναξε, του χάιδεψε το χέρι, «πέρασαν τέσσερα χρόνια από τότε, η ζωή συνεχίζεται» και του έδειξε τα πιτσιρίκια που έπαιζαν και τις κόρες του που έρχονταν χαμογελαστές κοντά τους. «Τα λέτε;» και κάθισαν πλάι στο πατέρα τους, «του το είπες θείε Ρομπέρτο;» τον κοίταξε απορημένος «τί θα μου πεις πάλι;»

«Όπως ξέρεις, χρόνια τώρα ρίζωσα κι εγώ σ’ ένα τόπο, στη Βραζιλία αλλά είμαι μόνος, πολλές γνώρισα, καμμιά δεν έμεινε, κι έτσι σκέφτηκα να έρθω να πάρω το φιλαράκι μου και να τον ταξιδέψω, τι λες;» οι κόρες του, του έκλεισαν το μάτι,
 «τι εννοείς; κι εσείς οι δύο το ξέρατε και δεν μου είπατε ούτε λέξη; πού θα πάμε;» γελούσαν με τη σαστιμάρα του και ο Ρομπέρτο σηκώθηκε όρθιος, σήκωσε ψηλά το χέρι του και φώναξε «στο Ρίο φίλε μου, στο Ρίο».



Limoncello, ιταλικό λικέρ από λεμόνια από τις περιοχές της Νάπολι και της Σικελίας.



Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 29 Ιουνίου 2016, αρ. φύλλου 892
Η αναγνώστρια της ΟΔΟΥ εξέφρασε την επιθυμία να υπογράψει με ψευδώνυμο



1 σχόλιο:

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ