Πόσο χαριτωμένος είναι ο άνθρωπος, αν είναι άνθρωπος. Γιατί γίνεται ολοένα και πιο φανερό πως, δυστυχώς, δεν είναι άνθρωποι όσοι δείχνουν τέτοιοι.
Δε λες, π.χ., χαριτωμένο τον άνθρωπο που ασχολείται διαρκώς και συστηματικά με το τι κάνει ο άλλος, επικεντρώνοντας αποκλειστικά στα λάθη του. Και δεν είναι ούτε μια στάλα χαριτωμένος όποιος το κάνει απλώς γιατί δε βλέπει τα δικά του λάθη και, ως εκ τούτου, θεωρεί εαυτόν αλάνθαστο, κάτι σαν τον Πάπα δηλαδή. Πάντοτε η καμπούρα του καθενός μας ήταν στη ράχη μας και πάντα ήταν πολύ ευκολότερο να βλέπεις την καμπούρα του μπροστινού σου.
Δεν είναι τυχαίο, μάλιστα, που την καμπούρα αυτού που προηγείται βλέπεις, επομένως αυτόν είναι «μοιραίο» να πολεμάς. Και να παλεύεις να λιγοστεύεις-λιγοστεύοντάς τον νομίζεις πως μεγαλώνεις εσύ κι ας μη συμβαίνει κάτι τέτοιο στ’ αλήθεια, σου φτάνει που το νομίζεις.
Δε λες χαριτωμένο αυτόν που κοιτώντας τα λάθη γύρω του νιώθει εντάξει. Ποτέ κανείς δεν προόδευσε διαπιστώνοντας πως είναι κάπως καλύτερος από τους πιο χάλια γύρω του. Αντιθέτως προοδεύουν αυτοί που τους καλύτερους παρατηρούν, ψάχνοντας να βρουν έναν τρόπο όχι να τους λιγοστέψουν, αλλά να τους φτάσουν. Μόνο κοιτώντας τους καλύτερους και νιώθοντας θαυμασμό γι’ αυτούς έχεις ελπίδα ν’ ανέβεις ψηλότερα από εκεί όπου βρίσκεσαι κι αυτό είναι αληθινό κέρδος κι ωφέλεια μεγάλη.
Και δεν είναι χαριτωμένος όποιος δεν κάνει τίποτε άλλο από το να κρίνει διαρκώς τον άλλον, δηλαδή να τον κατακρίνει. (Σήμερα έχει κανείς την αίσθηση πως κρίνω σημαίνει αποκλειστικά κατακρίνω, σχεδόν πάντα δεν υπάρχει κανένα θετικό στοιχείο μέσα στην κρίση, μόνο αρνητική είναι, γι’ αυτό και ταυτίζεται πάντοτε με την κατάκριση). Μάλιστα, επιμένουμε να το κάνουμε παρά την ειπωμένη με αγάπη για μας υπόδειξη του Ιησού, εκείνο το «Μη κρίνετε, ίνα μη κριθήτε», που φοβάμαι πως, αν θα θέλαμε κάποια στιγμή να το εφαρμόσουμε, θα βουβαίνονταν τα στόματά μας που μόνο αυτό ξέρουν να κάνουν. Και το κάνουν μια χαρά.
Κι ούτε τον άλλο λόγο λαμβάνουμε υπόψη μας σχεδόν όλοι μας, εκείνο το «Ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω» που είπε και πάλι ο Ιησούς, σώζοντας από το λιντσάρισμα ένα πλάσμα ξεστρατισμένο. Κι αναρωτιέμαι τι θα είχε να πει σε όσους επιδίδονται στο δια των λόγων και της κατάκρισης λιντσάρισμα, σε όσους χρησιμοποιούν τη χωρίς κόκαλα γλώσσα τους για να τσακίσουν τα κόκαλα όποιου βάζουν στόχο και του τσακίζουν και την καρδιά κι όλη την ύπαρξή του, γιατί δεν είναι αναμάρτητος, σε αντίθεση με αυτούς, που είναι…
Και πώς θα λέγαμε χαριτωμένο όποιον κρίνει έχοντας υπόψη του ελάχιστα από τα στοιχεία που αφορούν τη ζωή και τη συμπεριφορά του άλλου; Κι έπειτα είναι κι εκείνο το άλλο, το «Καλύτερα να σου βγει το μάτι παρά το όνομα» και σήμερα είναι πανεύκολο να βγει το όνομα κάποιου∙ αρκεί μονάχα να δημοσιευτεί στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μία ψευδής είδηση, μία συκοφαντία. Αμέσως έρχεται η αναπαραγωγή της κι η διάδοσή της στα πέρατα του κόσμου, για να ‘χουν τροφή πολλοί, όχι λίγοι. Κι είναι διαπιστωμένο πως, ακόμη κι αν στη θέση της κίβδηλης και πλαστής «είδησης» μπει η αλήθεια (όπως ο νόμος επιτάσσει), η νέα είδηση δεν κυκλοφορεί όσο κι όπως η παλιά, απλώς γιατί η νέα δεν είναι τόσο ενδιαφέρουσα όσο η παλιά, η ψεύτικη.
Γι’ αυτό και, όσο κι αν συζητήσουμε κι όπου κι αν καταλήξουμε σχετικά με τη μάστιγα των “fake news”, που τελευταία φαίνεται πως πολύ μας απασχολούν (απλώς γιατί δεν πάει άλλο η κατάσταση-εδώ μέχρι και κυβερνήσεις ανεβαίνουν ή κατεβαίνουν με βάση κατασκευασμένες ειδήσεις, τι παραπάνω περιμένουμε;), όσο λοιπόν κι αν το συζητήσουμε το πρόβλημα αυτό, που δεν είναι καθόλου ασήμαντο, δεν πρόκειται να καταφέρουμε πολλά πράγματα, αν δεν αναλάβουμε την ευθύνη που μας αναλογεί όλοι κι όχι μόνο όσοι τις κατασκευάζουν τέτοιες πλαστές «ειδήσεις» από ιδιοτέλεια (βλ. πολιτικοί και δημοσιογράφοι) κι εμείς που με αφέλεια κι ελαφρότητα τις πολλαπλασιάζουμε…
Ως χαρίεν, λοιπόν, άνθρωπος και όταν σοβαρός ᾖ. Όχι χωρίς χιούμορ -αλίμονο αν δεν είχαμε το ωραίο χιούμορ, που είναι σωτήριο και λυτρωτικό-, αλλά σοβαρός με την έννοια του ανθρώπου που αντιμετωπίζει τη ζωή με τη σοβαρότητα που της αξίζει, γιατί ξέρει πως «δεύτερη ζωή δεν έχει», άρα είναι τεράστια σπατάλη το να ξοδεύεις τον χρόνο σου σε ό,τι δεν αξίζει πραγματικά. Κι έχει λείψει, δυστυχώς, τόσο πολύ η σοβαρότητα αυτή που όσοι επιμένουν να επενδύουν τον χρόνο τους σε αληθινά σοβαρά πράγματα φαντάζουν τουλάχιστον γραφικοί στα μάτια των περισσότερων, που απλώς ξέρουν «να σπρώχνουν τον καιρό». Όποιες κι αν είναι οι συνέπειες αυτού του σπρωξίματος και για εκείνον που σπρώχνει τον καιρό και για τους ανθρώπους που ζουν γύρω του.
Και, καθώς η ζωή είναι μικρή και δεν προφταίνουμε να διδασκόμαστε από τα παθήματά μας, το έχουμε καταλάβει πως είναι σοφό να διδασκόμαστε τουλάχιστον από τα παθήματα των άλλων. Άρα λοιπόν πόσο χαριτωμένος είναι ο σημερινός Έλληνας που δεν έχει διδαχθεί ακόμη ούτε από ξένα ούτε από τα δικά του παθήματα, από τα λάθη που τον οδήγησαν στην κρίση απ’ όπου αδυνατεί να βγει, καθώς επιμένει να επαναλαμβάνει τα ίδια ακριβώς λάθη, ν’ ακολουθεί τις ίδιες ακριβώς τακτικές και να κουβαλάει τις ίδιες σάπιες νοοτροπίες, αυτές που τον οδήγησαν στο βαθύ πηγάδι της παρακμής, που δείχνει να μην έχει πάτο κι ούτε έξοδο διαφυγής και σωτηρίας;
Φωτογραφία: Στιγμιότυπο από τα πολλά «συλλαλητήρια της κρίσης» των τελευταίων ετών.
Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 8 Ιουνίου 2017, αρ. φύλλου 889
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.