2.9.18

ΣΟΝΙΑΣ ΕΥΘΥΜΙΑΔΟΥ-ΠΑΠΑΣΤΑΥΡΟΥ: Παγκόσμια Ημέρα Βιβλίου


23 Απριλίου


Το έχουμε καταλάβει πια: η αγάπη για το βιβλίο φυτρώνει μες στις καρδιές των ανθρώπων που, όντας παιδιά, ζουν μέσα σε σπιτικά όπου υπάρχει το βιβλίο όχι σε ράφια βιβλιοθηκών απ’ όπου δε βγαίνουν, αλλά υπάρχει σε χέρια ανθρώπων αγαπημένων που το διαβάζουν. Το λένε κι αλλιώς: «Το βιβλίο για κάθε παιδί είναι οικογενειακή υπόθεση». Άρα το παιδί νιώθει μια έλξη, φτάνει να το αγαπάει όταν βλέπει τους γονείς, τα μεγαλύτερα αδέρφια, τους παππούδες του να το διαβάζουν, κρατώντας το με αγάπη.

Μα, κι αν ακόμη το σπιτικό των παιδιών δε βοηθάει στην καλλιέργεια αυτής της αγάπης, υπάρχει ίσως μια καλή βιβλιοθήκη στο δεύτερο σπίτι του, το σχολειό του, που δημιουργεί ένα κλίμα ζωντανό γύρω της: παιδιά που συχνά συνωστίζονται, που χάνουν ένα κομμάτι από το αγαπημένο τους διάλειμμα, προκειμένου να «κερδίσουν» το βιβλίο που διαλέγουν από τα ράφια της, που είναι ανοιχτά κι όπου έχουν το σπίτι τους πολλά και διαφορετικά μεταξύ τους βιβλία που τα προσκαλούν, λέγοντάς τους τρυφερά: «Έλα, έλα, διάλεξε εμένα, σε παρακαλώ! Διάλεξέ με και πού το ξέρεις; Μπορεί να είμαι εγώ το βιβλίο που θα αλλάξει τη ζωή σου και που λαχταρά η ψυχή σου. Διάλεξέ με και δε θα μετανιώσεις. Σου το υπόσχομαι»...


Πλάσματα ξεχωριστά, φτιαγμένα από βιβλία...


Είναι που πέρασε τα 50 κι ο νους της όλο γυρίζει πίσω κάνοντας απολογισμούς κι αποτιμήσεις. Δίχως να το θέλει ή να το επιδιώκει. Και χωρίς να ξέρει αν συμβαίνει σε όλους τους 50άρηδες.
Σ’ ένα τέτοιο πισωγύρισμα του νου της συνάντησε πάλι εκείνο το κοριτσάκι. Είχε μόλις βγει από ένα βιβλιοπωλείο της μικρής της πόλης, κρατώντας σφιχτά στην αγκαλιά της το βιβλίο με το λαδί εξώφυλλο. Το κρατούσε τόσο τρυφερά όσο δεν είχε κρατήσει ποτέ της ούτε τις κούκλες της, που και βέβαια τις αγαπούσε. Αυτή η τρυφερή στιγμή, αυτό το σφιχταγκάλιασμα προοιώνιζε την μετέπειτα πορεία της, που θα ‘τανε στενά συνυφασμένη με τα βιβλία. Μόνο που εκείνη δεν το ήξερε κι ούτε το υποψιαζόταν.

Και τα χρόνια περνούσαν. Σιγά σιγά, μα και γρήγορα σαν το νερό, θεμελιώνοντας την προσωπικότητά της. Το κορίτσι δεν κατάφερε ν’ αποκτήσει μεγάλη βιβλιοθήκη, δε θυμάται καν να το είχε θελήσει. Μα διάβαζε ό,τι της έπεφτε στο χέρι. Θυμάται πως δανειζόταν τα βιβλία που τύχαινε να έχουν στο σπίτι τους οι φίλες της. Γιατί, όσο μακρινά από τα γράμματα κι αν ήταν τα σπίτια τους, όλο και κάποια βιβλία υπήρχαν εντός τους, αγορασμένα, χαρισμένα, ποιος ξέρει; Και καθώς δεν είχε περιθώρια επιλογής, μα κι επειδή τότε τα βιβλία δεν είχαν τον περιορισμό της ηλικίας του αναγνώστη τους γραμμένο στο οπισθόφυλλό τους, το κορίτσι είχε διαβάσει από πολύ νωρίς ακόμη και Ουγκώ και Ντοστογιέφσκι. Και μια χαρά είχε περάσει μαζί τους.

Μία σταθερά όμως υπήρχε πάντοτε στη ζωή της: η εικόνα του πατέρα της να διαβάζει την καθημερινή του εφημερίδα. Εκείνος ένιωθε πάντα την ανάγκη να ενημερώνεται για την επικαιρότητα κι η κόρη του ακολουθούσε το παράδειγμά του: η εφημερίδα δεν πετιόταν ποτέ πριν την ξεφυλλίσει και το κορίτσι. Και πλάθονταν χωρίς να το καταλαβαίνει η ίδια...

Θυμάται ακόμα τη βιτρίνα του ίδιου μικρού βιβλιοπωλείου της πόλης της όταν γέμισε από… Πολυάννες: Η Πολυάννα μεγαλώνει, Η Πολυάννα παντρεύεται, Η Πολυάννα… Ήταν η πρώτη φορά που ονειρεύτηκε: θέλησε να την αποκτήσει ολόκληρη τη σειρά. Μα η βιβλιοθήκη τους ήταν πολύ μικρή κι η Πολυάννα δε χωρούσε. Και δεν πήρε ούτε ένα από τα βιβλία της σειράς.

Κι έπειτα ήρθε το μαθητικό περιοδικό, όπου δημοσιευόταν σε συνέχειες «Η μυστηριώδης νήσος» του Ιουλίου Βερν. Και το περιοδικό διέκοψε την κυκλοφορία του, αφήνοντας τη μικρή του αναγνώστρια να αγωνιά για τη συνέχεια. Μπήκε λοιπόν σ’ ένα μεγαλύτερο βιβλιοπωλείο και ζήτησε ν’ αγοράσει το βιβλίο για να μάθει τη συνέχεια. Μα στο βιβλιοπωλείο δεν υπήρχε το συγκεκριμένο βιβλίο και έτσι, ίσως επειδή δεν παράγγελναν τα βιβλία που οι πελάτες ζητούσαν ή, ίσως, επειδή ο βιβλιοπώλης να μην έλαβε το κοριτσάκι σοβαρά υπ’ όψιν του, η επιθυμία της έμεινε ανεκπλήρωτη . Οπότε η μυστηριώδης νήσος έμεινε μέσα της μισή. Ως προχτές που το βρήκε μπροστά της, ώριμη γυναίκα πια, μεσόκοπη, και το πήρε για την ίδια. Κι ας νόμιζαν οι γύρω της πως το ‘παιρνε για κάποιο εγγόνι της…

Ένας τεράστιος κύκλος είναι η ανάγνωση. Με κάποια αρχή, μα χωρίς μέση ούτε τέλος. Κανείς δεν ξέρει πού θα σταματήσει-σταματάει ποτέ αυτή η ανάγκη; Γιατί πριν προλάβει κανείς να διαβάσει τα βιβλία που θέλει οπωσδήποτε να διαβάσει, που γι’ αυτόν τον λόγο έχει αγοράσει, νιώθει επιτακτική την ανάγκη να ξαναδιαβάσει αυτά που του είχαν αρέσει όταν τα διάβασε. Ως γνωστόν, η δεύτερη ανάγνωση ανοίγει νέους δρόμους, γεννά καινούριες σκέψεις. Χώρια που σε πιέζει η ανάγκη να θυμηθείς το περιεχόμενό τους. Αρκεί μονάχα να έχεις χρόνο...

Μα ο χρόνος ο ευλογημένος τρέχει, τρέχει σαν το νερό, και νιώθεις πως δεν τον προφταίνεις. Κι ούτε να τον παγώσεις μπορείς, να τον κρατήσεις από κάποια χαλινάρια, να τον φρενάρεις ώσπου να καταφέρεις αυτό που έχεις ως στόχο. Ή σκοπό ζωής. Κι εσύ είσαι αναγκασμένος να συρρικνώνεις τα θέλω σου, να λιγοστεύεις τις αναγνωστικές σου επιθυμίες. Ευχόμενος να μπορούσες να ζήσεις άλλη μία ζωή για να προφτάσεις, μα ξέροντας πως τέτοια περίπτωση δεν υπάρχει...

Όμως το συγκεκριμένο κορίτσι, μεσόκοπη γυναίκα τώρα πια, έζησε στο μεταξύ μια ζωή ακόμα μέσ’ από τη ζωή των μαθητών της. Είδε να παίρνει σάρκα και οστά κάτι που είχε διαβάσει και δεν είχε καταλάβει τι ακριβώς σήμαινε: «Το διάβασμα είναι πολλαπλασιασμός του χρόνου». Αργότερα, λοιπόν, άκουσε, είδε, την έμαθαν πολλά τα παιδιά του σχολείου της. Ακόμα κι εκείνα που δεν υπήρξε ποτέ δασκάλα τους. Γιατί, έχοντας την ευθύνη λειτουργίας της Βιβλιοθήκης του σχολείου, ερχόταν σ’ επαφή με όλα τα παιδιά, όλων των τάξεων. Και δενόταν μαζί τους πολύ τρυφερά.

Βλέπετε, τα παιδιά ήξεραν πως πολύ της άρεσε να της λένε σχόλια για τα βιβλία που είχαν διαβάσει∙ σχόλια σαν της Αγγελικής, που την πήγαν κατευθείαν πίσω στη δική της παιδική ηλικία: «Σαν την Πολυάννα δεν ήταν κανένα από τα άλλα βιβλία που έχω διαβάσει ως τώρα». Κι ας είχε διαβάσει πολλά. Ή σαν το σχόλιο της Έφης: «Το ωραιότερο πράγμα στον κόσμο είναι το βιβλίο». Ή σαν το όνειρο της Μαρίας: «Ονειρεύομαι να διαβάσω όλα τα βιβλία της σχολικής μας βιβλιοθήκης ώσπου να τελειώσω το δημοτικό», όνειρο άπιαστο, καθώς τα βιβλία της ξεπερνάνε τα 2.500. Ξεχωριστά μαγεύτηκε από την απάντηση του Ηλία στο μακάβριο ερώτημα «Φαντάσου πως είσαι μελλοθάνατος. Τι θα διάλεγες να πάρεις μαζί σου λίγο πριν το τέλος;»: «Την Ελληνική Μυθολογία» είπε το παιδί κι η τρίχα της σηκώθηκε όρθια, γιατί, εκτός από τ’ άλλα, ο Ηλίας επιβεβαίωνε πόσο τυχερά είναι τα Ελληνόπουλα, που έχουν στη διάθεσή τους τα ωραιότερα παραμύθια, τη Μυθολογία τους και τον Αίσωπό τους.

Γι’ αυτό και δεν κουραζόταν καθόλου όταν άνοιγε τη βιβλιοθήκη. Γι’ αυτό επίσης δεν δεχόταν ούτε για αστείο να αναλάβει τη λειτουργία της κάποιος άλλος αντί για την ίδια. Αν της συνέβαινε κάτι τέτοιο, σίγουρα θα μαράζωνε, θα μαραινόταν. Γιατί το θεωρούσε όλο αυτό κάτι πολύ σημαντικό και ζωτικό συγχρόνως∙ και για τα παιδιά, προπαντός όμως για την ίδια. Πίστευε πως ήταν σημαντικότατο κομμάτι της δουλειάς της, χωρίς το οποίο αυτή θα ήταν πολύ φτωχότερη∙ η δουλειά της και ο ίδιος ο εαυτός της.

Το πίστευε κι είχε λόγους να το πιστεύει. Γιατί τα παιδιά τής το αποδείκνυαν συνεχώς πως είχε δίκιο. Αφού κάθε φορά που μιλούσε στα παιδιά για τα βιβλία η αντίδρασή τους ήταν πέρα από το αναμενόμενο. Ακόμη και φέτος, στις 2 Απριλίου, όπου επέλεξε να τους μιλήσει για βιβλία-μνημεία, δείχνοντάς τους μερικά που είχε την τύχη να έχει στα χέρια της, ακόμη και σ’ αυτό το δύσκολο θέμα που διστάζοντας διάλεξε, η αντίδραση των παιδιών ήταν πολύ πέρα από αναμενόμενη. Ολοκλήρωσε, λοιπόν, συστήνοντας στα παιδιά ανθρώπους που ρίσκαραν την ίδια τη ζωή τους για τα βιβλία, ανθρώπους όπως η Βιβλιοθηκάριος της Βασόρας κι ο Βιβλιοθηκάριος που έσωσε τους πολιτισμικούς θησαυρούς του Τιμπουκτού από την Αλ Κάιντα, κι η ασυνήθιστη αντίδραση των παιδιών έγινε η πανηγυρική της δικαίωση για την επιλογή του θέματος. Ήταν μια ευτυχισμένη της μέρα.

Φέτος θα τολμήσει κάτι αλλιώτικο, κάτι διαφορετικό απ’ όλα τ’ άλλα που έκανε συνήθως. Μπορεί η UNESCO να μην αποδέχτηκε ακόμα την υπεροχότατη πρόταση του Τούρκου συγγραφέα Ομέρ Ασάν για καθιέρωση Παγκόσμιας Ημέρας Ηρώων Μυθιστορημάτων, όμως αυτή δεν κρατιέται και, στις 21 Δεκεμβρίου, αυτό θα ζητήσει από τους μαθητές του σχολείου της: να γράψουν σ’ ένα μικρό λευκό χαρτάκι, αυτήν τη φορά όχι ποιο είναι το αγαπημένο τους βιβλίο ή ποιος ο αγαπημένος τους συγγραφέας ή ποιο πρόσωπο τους μύησε στη μαγεία της ανάγνωσης ή για ποιον λόγο διαβάζουμε «εξωσχολικά» βιβλία, μα ποιος είναι ο αγαπημένος ήρωας βιβλίου του καθενός τους και γιατί τον αγαπούν τόσο.

Το ξέρει από τώρα πως μεγάλη θα είναι η αγωνία της να διαβάσει τις μαγικές τους απαντήσεις, όπως και μεγάλη θα είναι η ανυπομονησία της να έρθει εκείνη η μέρα. Άλλωστε, μ’ αυτά τα δύο συναισθήματα είναι καλά εξοικειωμένη τώρα πια∙ τόσα χρόνια την τρώει η αγωνία να δει τι θα γίνει παρακάτω στα βιβλία που διαβάζει. Κι ακόμα τόσα χρόνια ανυπομονεί να δει πώς τελειώνουν οι ιστορίες που τη συντροφεύουν. Κι όλα αυτά ώσπου ν’ αρχίσει την αμέσως επόμενη ιστορία, όπου πάλι θα νιώσει αγωνία και ξανά ανυπομονησία και πάει λέγοντας. Γιατί η ανάγνωση ένας κύκλος είναι∙ ένας κύκλος με κάποια αρχή, αλλά χωρίς μέση ούτε τέλος. Κανείς δεν ξέρει πού θα σταματήσει-σταματάει ποτέ αυτή η ανάγκη;

Φωτογραφία: Η Δημοτική Βιβλιοθήκη Καστοριάς
Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 19 Απριλίου 2018, αρ. φύλλου 932



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ