ΟΔΟΣ 10.5.2018 | 935 |
Έχετε ακούσει για τα Όντρια; Εκείνους τους απίθανους ορεινούς όγκους του Βοΐου; Από τη μια μεριά τα Μεγάλα, από την άλλη τα Μικρά. Η διαφορά, στο ύψος μόνο. Και μην φαντασθείτε πως τα μέτρα των Μεγάλων είναι πολύ περισσότερα από εκείνα των Μικρών. Περίπου τριάντα. Αλλά, να: είναι η τοποθεσία που τα κάνει να ξεχωρίζουν. Ανεβαίνεις λοιπόν στη κορυφή ενός πλατώματος, ανάμεσα στα δύο, και αντικρίζεις από τη μια μεριά τα ψηλότερα, που χάνονται στο βάθος του ορίζοντα και από την άλλη τα μικρότερα κάπως πιο ομαλά, να χαμηλώνουν λίγο-λίγο μέχρι να φτάσουν στη δημοσιά. Κάθετοι βράχοι, τα ζωνάρια, όπως τα λέμε εμείς εδώ πάνω, τα περιβάλλουν. Τα βλέπεις να αλλάζουν χρωματισμούς όλη την ώρα. Το ξημέρωμα, λίγο πριν την Ανατολή, διακρίνεις ένα μουντό γκρι να μετατρέπεται απότομα, με τις πρώτες ακτίνες που πέφτουν επάνω τους, σε χρυσαφί εκτυφλωτικό. 'Όσο ο ήλιος ανεβαίνει, λάμπουν ολόκληρα, χαλκόχρωμα, γυαλιστερά, μεγαλόπρεπα. Τα άλλα, ακριβώς απέναντι, περιμένουν αδιαμαρτύρητα το φως της μέρας για να πάρουν μορφή και να φανερώσουν όλη τους την ομορφιά. Ροζ και μοβ και σκούρα μπλε το δειλινό, κι ύστερα γκρίζα, μολυβί, μαύρα· έρχεται η νύχτα και τα καταπίνει. Δολίνες ξεχωρίζουν την αυγή, όπου πέφτει το μάτι, όχι μια και δυο, γεμάτος ο τόπος. Βελανιδιές και οξιές καλύπτουν τις πλαγιές· το πράσινό τους, ποτέ μονότονα το ίδιο, έρχεται να ξεκουράσει το μάτι από την σκληρότητα των βράχων.
Σ’ αυτόν τον τόπο γεννήθηκα, στο πλάτωμα επάνω, σ’ ένα πανέμορφο χωριό. Γιος Μακεδονομάχου, που έμενε μόνος με τη μεγάλη του αδελφή μια και η μάνα μου είχε πεθάνει στη γέννα, υποτροφία πήρα κι έφυγα στην πρωτεύουσα για σπουδές. Γιατρός ήθελα να γίνω. Τα κατάφερα· υποτροφία και για ειδικότητα στο εξωτερικό. Χειρουργός επέστρεψα, χωρίς διόλου να επιβαρύνω τον αγωνιστή του μεροκάματου πατέρα μου, στο χωριό. Ακούγεται απίστευτο: όσες προτάσεις κι αν μου έγιναν για σταδιοδρομία και στην ξένη αλλά και στην πατρίδα, τις απέρριψα. Παντού και πάντα ένιωθα ένα πλάκωμα στο στήθος. Η μαγική εικόνα του χωριού μου δεν έλεγε να με αφήσει σε ησυχία. Στον γενέθλιο τόπο γύρισα. Το πήραμε απόφαση, μαζί με τον γέρο πατέρα μου: πούλησε τα ζωντανά που είχε και με τα χρήματα έκτισα, δίπλα ακριβώς στο πατρικό, μία διώροφη κλινική. “Γενική ορεινή κλινική” το όνομά της, δέκα επτά κλίνες διέθετε.
Ακόμη πιο απίστευτο: κρεβάτι νοσηλείας, δύσκολα έμενε κενό. Δεν ήταν βέβαια οι συγχωριανοί μου που τα κάλυπταν. Το καλό μου όνομα σαν γιατρού, και μάλιστα χειρουργού, η τοποθεσία, στο ψηλότερο σημείο του χωριού με το πολύ καλό κλίμα, την είχαν κάνει γνωστή σε όλη την περιφέρεια, όλες τις γύρω πόλεις και χωριά. Φρόντισα να κάνω στον πρώτο όροφο πτέρυγα έκτακτων περιστατικών, ο δεύτερος ήταν για χρόνιους ασθενείς. Θέριζε η φυματίωση τα χρόνια εκείνα· αρκετούς έφερναν εδώ οι συγγενείς τους, λόγω του ξηρού κλίματος και της σχολαστικής περιποίησης. Όλοι ευχαριστημένοι, πιο πολύ απ’ όλους εγώ ο ίδιος. Μπορούσα έτσι να ασκώ την Ιατρική με όλη μου την ψυχή. Μου έμενε, ωστόσο, αρκετός ελεύθερος χρόνος να ασχολούμαι με το άλλο μου πάθος: Την ιππασία. Κοντά στο κάτασπρο άλογο, δώρο του πατέρα μου, όταν πήρα το πτυχίο του γιατρού, αγόρασα κι ένα πανέμορφο κόκκινο, αραβικό. Δεν το ξεχώριζες από τα ζωνάρια, ακόμη κι όταν ο ήλιος μεσουρανούσε. Μ’ αυτά παρέα, ιππεύοντας εναλλάξ μια το ένα μια το άλλο, γύριζα όλα τα γύρω χωριά, επισκεπτόμουν τους ανήμπορους, τους πρόσφερα όση βοήθεια μπορούσα, μάθαινα όλα τα νέα της περιοχής και, αφού με τράταραν με ό,τι είχαν εκλεκτότερο, επέστρεφα στην ορεινή κλινική.
Έτσι κυλούσε ήρεμα κι ευχάριστα η ζωή μου, μέχρι που ξέσπασε ο πόλεμος. Τα νέα από το μέτωπο, από θριαμβευτικά και πανηγυρικά στην αρχή, άρχισαν να μετατρέπονται σε δυσάρεστα, μετά την οπισθοχώρηση. Ταλαιπωρημένοι τραυματίες και στην κλινική. Παλικαράκια αμούστακα, από κάθε γωνιά της χώρας ήταν. Με δύο νοσοκόμες από τα μέρη μας, φροντίζαμε τα πληγωμένα τους κορμιά με όσα μέσα υπήρχαν ακόμη στην αποθήκη. Τον επόμενο χρόνο τα πράγματα έγιναν πολύ χειρότερα: οι Ιταλοί κατακτητές επίταξαν τον επάνω όροφο για την περίθαλψη των δικών τους. Αναγκαστήκαμε να περιορίσουμε τον αριθμό των ασθενών με χρόνιες παθήσεις, Όσους ήταν από τα κοντινά μέρη, τους επισκεπτόμουν τακτικά και έκανα κατ’ οίκον νοσηλεία. Με τον “Κοκκινοτρίχη” στα πιο απομακρυσμένα, τον “Χιονάτο” στα πλησιέστερα.
Ήδη πολλοί νέοι, που είχαν γυρίσει από το μέτωπο της Αλβανίας, άρχισαν να οργανώνονται σε αντιστασιακές ομάδες και να δημιουργούν προβλήματα στον κατακτητή. Ναι, αλλά τώρα, μετά την αποχώρηση των Ιταλών, κατέφθασαν οι Γερμανοί, άγριοι κι εκδικητικοί. Κάπου στα χαμηλά είχαν στρατοπεδεύσει και δεν άργησαν να στείλουν μήνυμα, ότι θα έπρεπε να επισκέπτομαι το στρατόπεδό τους και να φροντίζω τους δικούς τους τώρα ανθρώπους ακόμη και για την πιο απλή περίπτωση: ένα κρυολόγημα, μια γαστρεντερίτιδα... Να‘ ταν μόνο αυτοί; Μήνυμα και από τους αντάρτες, που κρύβονταν στα μεγάλα Όντρια και από κει ετοίμαζαν τις επιδρομές και τα όποια σαμποτάζ τους επέτρεπαν οι συνθήκες.
Του αγωνιστή πατέρα μου, ανήμπορου πια και κατάκοιτου, η ιδέα: τον Χιονάτο για τους Γερμαναράδες, τον Κοκκινοτρίχη, σχεδόν ίδιο χρωματικά με τα βράχια, για τους δικούς μας. Οι οποίοι ενημερώθηκαν βέβαια, να μην “σημαδεύουν” τον Χιονάτο. Στους Γερμανούς είχα εξηγήσει ότι θα χρησιμοποιούσα τον Κοκκινοτρίχη, άλογο πολύ πιο δυνατό, για την επίσκεψη ασθενών σε δύσβατες περιοχές. Η λύση πολύ αποτελεσματική. Έτσι κατάφερνα και τα δικά μας παιδιά να περιθάλπω και τους Ναζί να “περιποιούμαι” χωρίς να υποψιάζονται τις ιππικές μου δραστηριότητες. Στην κλινική δεν φιλοξενούσα χρόνιους ασθενείς παρά μόνο έκτακτα περιστατικά: Τραυματισμούς από πτώσεις, χτυπήματα από ζωντανά και κάπου-κάπου κάποια επείγουσα επέμβαση περιτονίτιδας ή ακόμη και καισαρική τομή -είχα γίνει και...γυναικολόγος! Το πρόβλημά μου πάντως, ήταν η συμπεριφορά των Γερμανών. Δεν ανέχονταν με τίποτα να μην μπορώ να θεραπεύσω άμεσα και οριστικά κάθε περίπτωση για την οποία με καλούσαν με τον αγγελιοφόρο τους· πάντα τον ίδιο και πάντα βιαστικό και κατσούφη.
Κατέφθασε φουριόζος καταμεσήμερο. Έλειπα με τον Κοκκινοτρίχη, χωρίς φυσικά να έχω πει σε κανέναν πού θα πήγαινα, και λαχανιασμένος ανέφερε στις νοσοκόμες πως έπρεπε αμέσως να κατευθυνθώ στο σπίτι του Κομμαντάντ. Την φίλη του, μια Ελληνίδα, που κανείς δεν ήξερε από πού κρατούσε η σκούφια της, την είχε δαγκώσει μια οχιά, καθώς έκοβε αγριολούλουδα, και πονούσε τρομερά. Ανάστατοι όλοι στην κλινική, όταν το σούρουπο με είδαν από μακρυά να πλησιάζω αργά-αργά και όλο χαμόγελα. Ξεκίνησα πάραυτα, με τον Χιονάτο τώρα. Όταν εξέτασα την πληγή της, διαπίστωσα ότι είχαν περάσει αρκετές ώρες από το συμβάν και το χέρι είχε μαυρίσει μέχρι ψηλά στο μπράτσο. Δεν είχα αντιοφικό ορό. Ήταν πολύ αργά για οποιαδήποτε βοήθεια. Εξήγησα την σοβαρότητα της κατάστασης στον διοικητή και του είπα ότι σύντομα θα ερχόταν το μοιραίο για την άτυχη νέα. Εκείνος κούνησε το κεφάλι και με άφησε να φύγω.
Δεν πέρασε ούτε μια βδομάδα από το θλιβερό περιστατικό και έφτασαν τα νέα: οι Γερμανοί, έχοντας χάσει τον πόλεμο, μάζευαν τα πράγματά τους από τη βάση, έτοιμοι για αναχώρηση. Η χαρά μας απερίγραπτη. Καλπάζοντας με τον Κοκκινοτρίχη, θέλησα να μεταφέρω την ευχάριστη είδηση στους αντάρτες, στα Όντρια. Δεν είχα προφτάσει να απομακρυνθώ και πολύ. Σε μια στροφή του κατσικόδρομου, είδα καπνούς και φλόγες να υψώνονται από το μέρος της κλινικής. Ο ηττημένος κομμαντάντ έστειλε τον αγγελιοφόρο με τους στρατιώτες του και την πυρπόλησαν. Έτσι με εκδικήθηκε για το δάγκωμα της οχιάς. Ό, τι πρόφτασε να περισώσει το προσωπικό μου, ήταν ο Χιονάτος.
Στο χωριό ανεβαίνω κάπου-κάπου για να ανάψω κερί στον τάφο των γονιών μου. Τα δύο άλογα τα πήρα μαζί μου στην πιο κοντινή πόλη, όπου εξακολουθώ να ασκώ το ιατρικό μου λειτούργημα. Φρόντισα να βρω σπίτι στις παρυφές της. Στην αυλή του σταβλίζονται οι δυο μου φίλοι.
Αφιερώνεται στον δάσκαλο Θωμά Μπατσούκα
.Φωτογραφία: Alen MacWeeney (1939), Λευκός ίππος στο Ντόνεγκαλ Ιρλανδίας, 1965-66 (λεπτομέρεια), Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης (ΜοΜΑ), Νέας Υόρκης ΗΠΑ.
Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 10 Μαΐου 2018, αρ. φύλλου 935
Σχετικά:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.