5.1.18

ΟΔΟΣ: Κερκόπορτες


ΟΔΟΣ 1.6.2017 | 888

Μια μέρα σαν την αποφράδα, ανήμερα 29 Μαΐου για την ακρίβεια, μόλις την 1η πρωϊνή της ώρας της Δευτέρας, διάλεξε ο τ. πρωθυπουργός και επίτιμος πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, να αποχαιρετίσει την ζωή αφήνοντας την τελευταία του πνοή. Ο όρος «διάλεξε» ταιριάζει «ποιητική αδεία», αφού όταν ένας υπερήλικας 99 ετών φεύγει ήρεμα από την ζωή κλείνοντας απλά τα μάτια, όπως είχε την τύχη ο θανών πολιτικός, τότε κάλλιστα μπορεί να γίνει λόγος για επιλογή.

Μιας και για πολλές δεκαετίες τον ίδιο συνόδευε η αναπόδεικτη προκατάληψη, η ρετσινιά της κακοδαιμονίας (κοινώς λεγόμενης «γρουσουζιάς»), που προφανώς κανείς δεν μπορεί να τεκμηριώσει το γιατί, η 29η Μαΐου ως ημερομηνία του βιολογικού τέλους, που συμπίπτει με την Άλωση και χαρακτηρίζεται γι’ αυτό ως «αποφράς», είναι ασφαλώς μια κατάλληλη συγκυρία. Μια σύμπτωση.

Θα μείνει πάντως στην πολιτική ιστορία ως η πλέον αμφιλεγόμενη προσωπικότητα της δημόσιας ζωής μετά το 1960. Ένας πολιτικός χωρίς αμφιβολία παρεξηγημένος, πολύ λίγο ακόμη και σήμερα γνωστός στον ελληνικό λαό. Ενός λαού, που έχοντας ήσυχη την συνείδησή του οχυρωμένη σε στερεότυπα, κολλάει σε κάποιον μια ρετσινιά, και τον αφήνει στην τύχη του.

Παρεξηγεί ή υπερεκτιμά, δαιμονοποιεί ή θεοποιεί με ακαθόριστα κριτήρια της στιγμής. Έτσι έγινε και με τον θανόντα Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, που αν και είχε την τύχη να ζήσει με αισθήματα αγάπης και συντροφικότητας, τόσο με την σύζυγό του που έφυγε λίγα χρόνια νωρίτερα, όσο και με τα παιδιά, τα εγγόνια και την πολυπληθή οικογένειά του σε συνθήκες ιδανικής αρμονίας, έμεινε ως το τέλος παρεξηγημένος.

Η αλήθεια είναι ότι δεν τον βοηθούσε ούτε το ανάστημά του. Ούτε το άχαρο κατά κανόνα μειδίαμά του, η αποστροφή του στον λαϊκισμό. Κάποιο τικ που είχε με τους ώμους του. Και η τάση του να μην κρύβει τις απόψεις του. Για αρκετά χρόνια στο τιμόνι της Νέας Δημοκρατίας, έκανε μερικές προσπάθειες εκλαΐκευσης, αλλά ήταν κι’ αυτές άχαρες. Στην Ελλάδα αν δεν είσαι λαοπλάνος, και πρόσφατα ψεκασμένος, δεν έχεις και πολύ τύχη.

Ούτε εδώ στην Καστοριά έγινε ποτέ πραγματικά συμπαθής. Ακόμη και την εποχή που η Νέα Δημοκρατία, το 1989 – 1990 μετά από την πρώτη 8ετία του ΠαΣοΚ, ερχόταν και πάλι δυναμικά στο προσκήνιο με μια πολιτική στροφή προς το κέντρο. Η συνεργασία του με τους τότε βουλευτές και ειδικά με τον κ. Κωνσταντίνο Σημαιοφορίδη, αλλά κυρίως η αποστροφή της πλειοψηφίας στο ΠαΣοΚ της εποχής, του εξασφάλιζε μια υπεροχή, αλλά και αυτή δεν είχε στέρεες βάσεις.

Πολιτικά ή προσωπικά ξεχώριζε σαν ο ψηλός, ανάμεσα σε κοντόφθαλμους σαν αυτόν που έλεγε κουβέντες που κανείς δεν ήθελε να ακούσει ή να παραδεχθεί. Δεν φθάνει που ήταν νεοφιλελεύθερος (και όχι απλά ριζοσπαστικά φιλελεύθερος όπως στην λαϊκή δεξιά), είχε και το μειονέκτημα να είναι Κρητικός και όχι κάτι σαν τον Κώστα τον Καραμανλή τέλος πάντων. Δεν είχε το δικό μας DNA, όπως παρατηρούσε πρόσφατα για άλλη αφορμή, αντιδήμαρχος Καστοριάς, με εγγυημένο το δικό του.

Και έτσι, όταν στην πλατεία Βαν-Βλητ, στις άχαρες προεκλογικές εκείνες συγκεντρώσεις με τα πλαστικά σημαιάκια, ακόμη και πριν το 1993 ισχυριζόταν ότι δεν είναι φυσιολογικό, ούτε ασφαλές μια χώρα να ζει αποκλειστικά με δανεικά. Όταν υποστήριζε ότι δεν μπορεί ο δημόσιος τομέας να υποτάσσει τον ιδιωτικό και οι προβληματικές επιχειρήσεις, οι περίφημοι συνεταιρισμοί που ετίθεντο αθρόα υπό την οικονομική χορηγία του το επίσημο κράτος, του λεγόμενου προστατευτισμού, δεν μπορεί να καταδυναστεύουν τον τόπο και να υποθηκεύουν το μέλλον.

Όταν έλεγε ότι η χώρα δεν θα βγει από  την κρίση αν δεν γίνει μια βαθιά συνταγματική αναθεώρηση και «απειλούσε» ότι έπρεπε να βρεθεί άμεσα λύση για το ασφαλιστικό ζήτημα και ότι αν συνεχίσει έτσι η χώρα σε 10-20 χρόνια θα πτωχεύσει, κανείς δεν χαιρόταν που τον άκουγε. Πόσο μάλλον που τα έλεγε προεκλογικά όλα αυτά.

Και έτσι, ο σοφός λαός (διότι εκτός των άλλων ο ελληνικός λαός είναι και πάνσοφος), του κόλλησε για τα καλά την ρετσινιά. Ακόμη και στην γαλάζια Καστοριά, τον δέχονταν σαν μεταβατική λύση, κάτι το αναγκαίο κακό, για να φύγει το κατά το στίγμα του τόπου «χειρότερο». Τον θεωρούσαν ξένο σώμα, λόγω της κεντρώας πολιτικής καταβολής του.

Ύστερα, ήταν που εδώ στην Καστοριά, οι κρατικοδίαιτες-ιδιωτικές γουνεμπορικές επιχειρήσεις που επιβίωναν χάρη στα δανεικά από τις τράπεζες, τον μπάρμπα στην Κορώνη, τις ρυθμίσεις, την πολιτική συναλλαγή, ούτε και αυτές χαίρονταν που έβλεπαν τον «Κεντρώο» να απειλεί τα «κεκτημένα» τους.

Και δεν ήταν μόνο (όχι όλοι αλλά πολλοί) οι γουνέμποροι. Ήταν και η βυθισμένη στα χρέη ΓΕΟΚ, ο αγροτικός και κτηνοτροφικός κόσμος που καταχράστηκε τις κοινοτικές επιδοτήσεις, ήταν και τα άλλα παιδιά, και όπως ήταν αναμενόμενο, η σχετική πλειοψηφία της Νέας Δημοκρατίας σε τοπικό επίπεδο, χώλαινε. Δεν τον ήθελαν. Και αφού δεν τον ήθελε η Καστοριά, ούτε η Λακωνία, ούτε οι Σέρρες, ούτε η Θεσσαλονίκη, ακόμη και αν τον ήθελαν στην Α’ Αθηνών, και αρκετοί από τα Χανιά στην Κρήτη, δεν αρκούσε.

Ήταν βέβαια και οι απόψεις του, στο τέλος, για την ρεαλιστική λύση που έβλεπε ότι μπορούσε να επιτύχει για το θέμα της ονομασίας των Σκοπίων ως την μόνη δυνατή, την κατάλληλη εκείνη χρονική στιγμή στις αρχές της δεκαετίας του 1990, και η περίφημη φράση του «αυτό το όνομα ποιος θα θυμάται ύστερα από 10 χρόνια» όπως είπε. Και πέσαμε όλοι να τον φάμε. Σήμερα 26-27 χρόνια από τότε, δυσκολευόμαστε και πάλι να παραδεχθούμε ότι η πιο εφικτή λύση, πράγματι ήταν τότε εγγύς.

Στην Καστοριά δε, είχε ξεσπάσει κανονικός πόλεμος στον νυν υπέρ πάντων αγώνα. Η τοπική Νέα Δημοκρατία είχε περίπου διασπαστεί. Όχι ότι είχε απαραίτητα δίκιο, αλλά σήμερα που τα Σκόπια παντού είναι αναγνωρισμένα με το πλαστό όνομα και η προπαγάνδα τους οργιάζει ανενόχλητη ακόμη και στην πόλη της Καστοριάς, ενώ όλοι χασμουριούνται αδιάφορα, κανείς δεν αναγνωρίζει εύκολα, ότι η αιχμή του, αφορούσε εμάς και όχι τους έξω. Ποιος θυμάται στ’ αλήθεια εδώ (στην Καστοριά) αυτό το όνομα;

Ήταν κι άλλα λάθη που έκανε. Όπως το unfair που είπε για το περίφημο δημοψήφισμα τον Δεκέμβριο του 1974 για το πολιτειακό, σε σχέση με την δυνατότητα του τ. βασιλιά να δώσει τον προεκλογικό του αγώνα ισότιμα. Τι το ήθελε και τόλμησε να ισχυριστεί ότι δεν είναι ισότιμο να διεξάγεις εκλογικό αγώνα σε συνθήκες της εποχής, από το εξωτερικό, ύστερα από μια εθνική καταστροφή στην Κύπρο, χωρίς να μπορείς να είσαι στην Ελλάδα. Πέσαμε όλοι με τα μούτρα επάνω του. Ακούς εκεί unfair;

Το χειρότερο απ’ όλα ήταν η αποστασία του. Τα Ιουλιανά του 1965. Είχε καταλάβει εγκαίρως –λένε οι κακές οι γλώσσες– το τι είχε στο νου του ο Ανδρέας Παπανδρέου και τι περίμενε, όχι μόνο την Ένωση Κέντρου στο μέλλον, αλλά και την Ελλάδα. Άλλωστε πώς μπορούσε να συγκριθεί ένας γλυκύς λαϊκιστής με ένα ψηλό Μητσοτάκη σε έκδοση ψηλού Σημίτη – γιατί εδώ που τα λέμε αυτοί οι δυο έμοιαζαν πολύ: Άχαροι εμφανισιακά, λέγανε αλήθειες. Μόνο που ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης δεν συμβιβαζόταν επί μακρό.

Και έτσι πέρασε 99,5 χρόνια. Προφανώς η χειρότερη χρονιά του θα ήταν το 1985. Όταν είχε κυκλοφορήσει εκείνη η εφημερίδα με την πρωτοσέλιδη φωτογραφία του, τάχα να φιγουράρει ανάμεσα σε δύο Ναζί στρατιώτες. Ενώ τον είχαν συλλάβει τον άνθρωπο.

Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, δεν πρόλαβε να υλοποιήσει το πρόγραμμά του, δεν έπεισε τους Έλληνες, και βέβαια δεν δοκιμάστηκε αν πράγματι μπορούσε να εφαρμόσει με επιτυχία, σε μια χώρα και ένα λαό με τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, όσα καινά δαιμόνια ανέφερε. Μόνη εξαίρεση αποτελεί το υψηλό κοινοβουλευτικό του ανάστημα. Το οποίο πράγματι δοκιμάστηκε με επιτυχία. Και έτσι παρήλθαν χρόνοι πολλοί.

Και ο Κ. Μητσοτάκης περίπου δικαιώθηκε ως προς τις προβλέψεις του. Αρκετοί μεγαλοδήθεν μεγαλογουνέμποροι, όπως οι ευνοημένοι του Μαδούρο, τσέπωσαν τα αμύθητα εκατομμύρια, οι άλλοι, δώθε κείθε τις μίζες τους, αλλά στο τέλος η Καστοριά πνίγηκε, βυθίστηκε αύτανδρη από τα ρυθμισμένα δάνεια κάποιων. Σε μια κουταλιά νερό. Για χάρη τους. Ούτε γούνα έμεινε, ούτε τίποτε.

Και ζούμε ακόμη σε μια χώρα και μια πόλη, που 52 χρόνια μετά τα Ιουλιανά, 36 μετά την πρώτη νίκη του ΠαΣοΚ, 10 περίπου χρόνια μετά την αρχή της κατάρρευσης, ο κόσμος φοβάται ακόμη να παραδεχθεί ότι οι ψεύτες ήταν άλλοι. Και βασικά μεγάλο μέρος του ελληνικού λαού που δεν ήθελε ποτέ να ακούσει την αλήθεια. Θα ήταν πολύ καλό για να είναι αλήθεια το αντίθετο. Its too good, to be true που λέει το νέο εγχειρίδιο της πολιτικής επιτυχίας.

Και εκεί, σ’ αυτό το επίπεδο, ο Κ. Μητσοτάκης δεν είχε θέση. Θα τον ξεχάσουν σίγουρα, πολύ σύντομα. Κανείς στην Ελλάδα δεν θέλει να θυμάται την αλήθεια. Εδώ που τα λέμε, ίσως ήταν πραγματικά άτυχος. Για τον εαυτό του βασικά. Δεν πρόλαβε να πατήσει τα 100 ή να αποχωρήσει με τελευταία ματιά στα βουνά της ιδιαίτερης πατρίδας του. Άλλωστε και η Ελλάδα είναι άξια της (σπουδαίας;) μοίρας της. Μέχρι την αποφράδα. Την ημέρα που κάποιος είχε ανοίξει την Κερκόπορτα. Αν και προχθές Δευτέρα ήταν ο Κ. Μητσοτάκης που την άνοιξε. Για να φύγει.


Σχετικά:



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ