9.7.17

Marilena Nik: Φουρτούνιασεν η θάλασσα...


ΟΔΟΣ 26.1.2017 | 870

Ο Βαρδάρης τραγουδούσε όλη τη νύχτα στους σκοτεινούς δρόμους, προσπαθούσε να σιωπήσει κάποιους μακρυνούς πυροβολισμούς αλλά δεν τα κατάφερνε. Ένα παραθυρόφυλλο παρασύρθηκε μαζί του κι άρχισαν τρελό χορό, το σκυλί αλύχτησε απ’ το φόβο του και βήματα ακούστηκαν στα σκαλιά, χτύπημα στη πόρτα που άνοιξε σιγανά και ψιθυρίσματα, οι φωνές περπατούσαν προς τη κουζίνα, κράτησα την αναπνοή μου για ν΄ ακούσω και τράβηξα τις κουβέρτες μέχρι το λαιμό μου «ποιός να ‘ταν τέτοια ώρα; αξημέρωτα;» ζάρωσα στη μεριά μου.
Της μητέρας μου ήταν η μία, την άλλη φωνή δεν μπορούσα να την καταλάβω, σηκώθηκα απ’ το κρεβάτι, πήγα κοντά στη πόρτα κι αφουγκράστηκα, η καρδιά μου σταμάτησε, ν’ ακούσω καλύτερα, δεν ανάσαινα, «Θε μου ο Γιάννης μας».
Έκλεισα το στόμα μου με τα δυό μου χέρια και τα δάκρυα κυλούσαν ποταμός, τυλίχτηκα με το σάλι μου και στις μύτες των ποδιών μπήκα στη μικρή μας κουζίνα.
Χώθηκα στην αγκαλιά του, «αδελφούλη μου» κι έκλαιγα μ’ αναφυλλητά, «μικρό εδώ είμαι, καλά είμαι» και μ’ έσφιγγε πάνω του, δεν ξέρω πόσα λεπτά πέρασαν, εμένα μου φάνηκαν ώρες, δεν ήθελα να τον λευτερώσω απ’ τα χέρια μου.
Ήταν άπλυτος με μακριά μαλλιά και γένια, αδύνατος, φορούσε ένα τριμμένο παλτό που δεν είχε χρώμα απ’ τη βρώμα και το χρόνο, τον χάϊδευα και τον κοιτούσα με μάτια απορημένα «τι ψάχνεις τ’ αντάρτικα; δεν γινόταν να κατέβαινα μ’ αυτά», τον θυμάμαι στην απελευθέρωση της πόλης, όταν παρέλασε με τη διμοιρία του, τι όμορφος που ήταν, έτρεχα κατά μήκος της παραλίας για να τον καμαρώνω, δίπλα μου έτρεχε κι η αγαπημένη μου φίλη, η Κατίνα, κρατιόμασταν σφιχτά απ’ τα χέρια και γελούσαμε, ήταν μια ηλιόλουστη μέρα, 30 του Οκτώβρη το ’44, είχαμε πλέξει με κόκκινο νήμα κασκόλ για να δείξουμε ότι ήμασταν κι εμείς αγωνίστριες, πλήθος κόσμου είχε κατέβει στη παραλιακή και ζητωκραύγαζε τη λευτεριά του, μετά μαζευτήκαμε στην πλατεία της αγίας Σοφίας κι ανέμιζαν οι σημαίες, τραγουδούσαμε και φωνάζαμε «Ποτέ Πια».
 Η μαμά έφτιαξε τσάϊ κι έβγαλε από το ντουλάπι ζυμωτό ψωμί για να βουτήξουμε, «ο μπαμπάς; πού είναι; τον έχεις δει;» μου χαμογέλασε κι η θλίψη στα μάτια του με διαπέρασε σαν αγέρας ψυχρός, «ο μπαμπάς;» και τα δάκρυα μου έπεφταν στο τραπέζι σαν ψιλόβροχο, «είναι καλά, δεν πρέπει να σας πω πολλά, φτάνει να ξέρετε ότι είναι καλά», η μαμά που ήταν σιωπηλή μέχρι εκείνη τη στιγμή είπε «άστον λίγο να ξεκουραστεί, Γιάννη μου Χρόνια Πολλά, γιορτάζεις σήμερα, τον φίλησε, να ζεστάνω νερό να πλυθείς παιδί μου» βγήκε απ’ το δωμάτιο κλαίγοντας βουβά, «Χρόνια Πολλά, τον φίλησα άλλη μια φορά, να ΄σαι γερός και με τη νίκη».
«Μαρία, μου είπε σοβαρός, έχεις αποστολή» χαμογέλασα πλατιά «θα πας με την Κατίνα, δυό κορίτσια είναι καλύτερα, σήμερα στο πανεπιστήμιο και θα βρεις τον Θάνο, τον έχεις δει καθόλου;» του έγνεψα όχι, «καλά, προσπάθησε να τον βρεις ή να μάθεις γι αυτόν, δε θα του πεις για μένα, απλά βρες τον, εντάξει;»
«στην φιλενάδα μου τι να πω;» «τίποτα, ξέρει, ήρθε κι η Αντιγόνη μαζί μου» και μου ΄κλεισε το μάτι πονηρά, «Έρως ανίκατε μάχαν...» του είπα γελώντας.

Κρατιόμασταν αγκαζέ για να ζεσταθούμε απ’ τον παγωμένο αέρα που ερχόταν απ’ τη θάλασσα και τρέμαμε και απ’ την αγωνία να φτάσουμε στην Παναγία Αχειροποίητο, έτσι μας είχαν μηνύσει, σήμερα του Αγίου Αντωνίου, να ήμασταν στη νότια πόρτα της αλλά πρώτα να κάναμε για σιγουριά μια βόλτα προς το Λευκό Πύργο, να χαζεύαμε σα κοριτσόπουλα που ‘μασταν κι έτσι, σταθήκαμε και βγάλαμε μια φωτογραφία με τον Πύργο πίσω μας και στ’ αριστερά μας τη φουρτουνιασμένη θάλασσα και μετά ανηφορίσαμε την Αγίας Σοφίας, δε μας παρακολουθούσαν.
Δεν είδαμε κανέναν από μακριά, «Κατίνα τί να συμβαίνει;» «υπομονή και θα μάθουμε» και κοίταξε γύρω της, βήματα ακούστηκαν κι ο Θάνος πρόβαλλε από τη γωνία, «ελάτε, μας είπε, πάμε μέσα», κάναμε το σταυρό μας, ανάψαμε ένα κερί κι ασπαστήκαμε την εικόνα Της. Προσπαθούσα να σταματήσω το τρέμουλο στο κορμί μου, τα δόντια χτυπούσαν απ’ το κρύο ή; «όχι δε φοβάμαι» σκέφτηκα δυνατά γιατί ο Θάνος μ’ αγκάλιασε απ’ τους ώμους «δε θέλω τέτοια» και μου χαμογέλασε, η Κατίνα έβγαλε μια πνιχτή κραυγή χαράς.
Τ’ αδέλφια μας ήταν εκεί μπροστά μας, όμορφοι, ο Γιάννης είχε κουρευτεί, κοντά μαλλιά, χωρίς γένια και φορούσε ένα μαύρο κοστούμι, παλιό αλλά καθαροσιδερωμένο και λευκό πουκάμισο κι η Αντιγόνη, πού τη βρήκε τόση ομορφιά; φορούσε ένα βαθύ κόκκινο φόρεμα, τα μαλλιά της ήταν μακριά και χτενισμένα με λευκά λουλουδάκια στηριγμένα ανάμεσα τους και κρατούσε ένα μπουκετάκι με τα ίδια άνθη, άστραφτε η εκκλησία «δεν έχουμε χρόνο για συγκινήσεις παιδιά, να τελειώνουμε» μας συνέφερε ο Θάνος, ο παππάς άρχισε να ψέλνει. Την κοίταξα στα μάτια, λαμποκοπούσαν, χαμογελάσαμε η μία στην άλλην, παντρεύαμε τ’ αδέλφια μας, ήμασταν οι κουμπάρες τους, εγώ άλλαξα τις βέρες κι εκείνη τα στέφανα.

Σε λίγη ώρα βρεθήκαμε όλοι μαζί σ’ ένα ταβερνάκι στα Κάστρα, τσουγκρίσαμε τα ποτήρια μας κι ευχηθήκαμε στους νιόπαντρους, ένα γραμμόφωνο γρατσουνούσε κάτι τραγούδια πρωτάκουστα, το κέφι μας είχε διώξει τον πόλεμο απ’ αυτό το δωμάτιο, σιγοτραγουδούσαμε τα δικά μας τραγούδια όπως εκείνο το βράδυ στη γιορτή του μπαμπά, ο πόλεμος είχε τελειώσει, το σπίτι μας γεμάτο με συγγενείς και φίλους, οι πολιτικές συζητήσεις είχαν τη τιμητική τους, οι νέοι μιλούσαν για πανεπιστήμιο και σπουδές, ο Γιάννης ήθελε να γραφτεί στη Νομική «κι εγώ κι εγώ, του φώναξε ο Θάνος, δε σ’αφήνω μόνο σου» και γελούσαν «εγώ Φιλολογία, είπε η Αντιγόνη» κι άρχισαν να μιλάνε για βιβλία και μαθήματα, οι δυο φιλενάδες καθόμασταν παράμερα, κοιτούσαμε το καθαρό ουρανό και δώσαμε όρκο βαρύ «θα σπουδάσουμε κι εμείς, μόλις τελειώσουμε το γυμνάσιο, θα γίνουμε δασκάλες, θα είμαστε μαζί και θα ταξιδέψουμε σ’ όλο τον κόσμο», ένα τεράστιο μπαλόνι γεμάτο όνειρα πέταξε ψηλά εκείνο το χινοπωριάτικο βράδυ αλλά σηκώθηκε πολύ ψηλά κι ο αγέρας που φύσηξε για μια στιγμούλα μόνο το στριφογύρισε κι αμείλικτος το ‘σκασε και γέμισε ο Θερμαϊκός με ονειρένια κύματα.
«Γιάννη έχεις εμπιστοσύνη στο Θάνο; τον λένε δηλωσία ότι πρόδωσε τον αγώνα, σπουδάζει και κυκλοφορεί άνετος», ξεμονάχιασα για λίγο τον αδελφό μου «Μαριώ μου, εσύ εμπιστεύεσαι τη Κατίνα;» κούνησα το κεφάλι μου, ναι «κι εγώ αυτόν, όλα τα σημερινά αυτός τα φρόντισε, άδειες, ρούχα, εκκλησία, όλα, μη φοβάσαι».
Κόντευε το μεσονύχτι κι ετοιμαστήκαμε να φύγουμε, «να πας τις μικρές σπίτι Θάνο», «φυσικά, αύριο θα τα πούμε στο λιμάνι» έσφιξε τα χείλη κι έσκυψε το κεφάλι, ο Γιάννης τον αγριοκοιτούσε, τους φιλήσαμε και χωριστήκαμε.
Μια απάνεμη χειμωνιάτικη μέρα ξυπνούσε, κοίταξα το ρολόι, επτά και δεν είχε φωτίσει ακόμα, ντύθηκα αθόρυβα και σκούντηξα τη φίλη μου «ετοιμάσου».
Όλη τη νύχτα αναλύαμε και προσπαθούσαμε να καταλάβουμε τα λόγια του Θάνου «στο λιμάνι», τί θα γινόταν στο λιμάνι; κάποιος ερχόταν; κάποιος έφευγε; ή μάχη;
Δεν μπορούσαμε να βρούμε το λόγο, όλα πιθανά, στο λιμάνι κι εμείς απ’ το πρωί.
Ένα μεγάλο πλοίο είχε αράξει και οι ταξιδιώτες επιβιβάζονταν, είχαμε σταθεί λίγο μακριά και παρατηρούσαμε τον κόσμο στην προβλήτα, δεν βλέπαμε καλά και πλησιάσαμε στη Σαλαμίνος, «έχω να έρθω εδώ από τότε που σταθήκαμε σ’ αυτή τη γωνία για να δούμε τους Εβραίους, καλοκαίρι ήταν, θυμάσαι;» πως να ξεχάσω, σαν την ουρά ενός πληγωμένου ζώου που πονάει και σέρνεται φαινόταν η εβραϊκή κοινότητα που την οδηγούσαν προς το σταθμό, τώρα μαθαίνουμε φρικτά πράγματα για το τι πέρασαν, λίγοι γυρνούν πίσω. Κοιτάξαμε γύρω μας κανένας γνωστός, τίποτα το ύποπτο, μόνο αυτοί που θα ταξίδευαν και οι χωροφύλακες που κοιτούσαν τα χαρτιά τους, «πάμε λίγο πιο κάτω, να δούμε ποιο καράβι είναι, μου είπε», Χειμάρρα έγραφε στα πλάγια, κι όπως γυρίσαμε για να φύγουμε, τους είδαμε.
Ήταν κι οι τρεις μαζί, ο Γιάννης κρατούσε μια καφέ βαλίτσα κι η Αντιγόνη κρατούσε απ’ το μπράτσο τον Θάνο και μιλούσαν χαμηλόφωνα, αυτός στάθηκε, έδωσε κάτι στον αδελφό μου, οι δυο φίλοι αγκαλιάστηκαν και το ζευγάρι προχώρησε προς το πλοίο. Ο Θάνος χάθηκε προς το κέντρο της πόλης κι εμείς απομείναμε βουβές κι αβέβαιες για το τι θα κάνουμε, απλά τους κοιτούσαμε να έχουν σταθεί στη σειρά για τον έλεγχο των χαρτιών, η Κατίνα μου έσφιξε το χέρι, βουρκώσαμε, γιατί δεν μας είπαν κάτι; Πού πήγαιναν; Ξαφνικά, αμάξια της χωροφυλακής ήρθαν με θόρυβο και φρέναραν μπροστά στο καράβι, κατέβηκαν τρία άτομα με πολιτικά κι έψαχναν ανάμεσα στον κόσμο, ποιον ήθελαν; Είδαμε στα μάτια τους το φόβο και την αγωνία, τους κοίταξαν κατάματα και σπρώχνοντας τους έβαλαν σ’ ένα αμάξι κι έφυγαν με ταχύτητα. «Ο προδότης, της είπα, τους πρόδωσε, πάμε να τον προλάβουμε» κι άρχισα να τρέχω και να τραβάω με θυμό και την Κατίνα μαζί μου.


«Μαμά, μαμά» την κούνησα απαλά «μαμά η ώρα για το φάρμακο σου, ξύπνα» το δωμάτιο αχνό απ’ το πρώτο φως της χειμωνιάτικης μέρας «χιονίζει, τράβηξα τη κουρτίνα, κοίτα, θυμάσαι τότε που φτιάξαμε χιονάνθρωπο;» «θυμάμαι».
Της κράτησα το χέρι «ποιον ονειρεύτηκες;» χαμογελάσαμε, «όλους τους φευγάτους, μου είπε, όλα τα όνειρα που χάθηκαν» της έδωσα το χάπι της, έφτιαξα τα μαξιλάρια της «φεύγω για το σχολείο», «Μαρία μου σήμερα...» «ξέρω μαμά, θα πάω» έκλεισα την πόρτα γλυκά και βγήκα στη χιονισμένη πολιτεία.
Μόλις τελείωσα το σχολείο, είμαι δασκάλα, πήρα το δρόμο για το δημοτικό κοιμητήριο της Ευαγγελίστριας, όλα κάτασπρα, απέραντη σιωπή, άναψα το καντηλάκι τους, το λιβάνι κι έβαλα τα λουλούδια στο βάζο, ήταν όλοι εκεί μαζί, μη τους χάσουμε πάλι, να τους βρίσκουμε εύκολα, σαν δάκρυα έπεφταν οι νυφάδες του χιονιού, κοίταξα τη φωτογραφία που ήσαν όλοι μαζί, Πάσχα ήταν, στην αυλή του πατρικού της μαμάς μου, πριν τον καταραμένο πόλεμο, η Αντιγόνη, ο Γιάννης, η Μαρία κι ο Θάνος γυρνούσαν τις σούβλες με τ’ αρνιά, οι γονείς πίσω τους με τα ποτηράκια του κρασιού υψωμένα «Χριστός Ανέστη» γελούσαν όλοι, δεν γνώρισα ούτε έναν απ’ αυτή τη φωτογραφία, κι ο μπαμπάς μου έφυγε νέος, τι κρίμα.

Την βρήκα να κάθεται στην πολυθρόνα της δίπλα στο παράθυρο και να κοιτάζει το φωτογραφικό άλμπουμ, τη φίλησα στο μέτωπο «τι περίεργη αυτή η φωτογραφία στο μνήμα τους, ήταν όλοι μαζί κι έλειπες εσύ, προφητική, αυτοί μαζί στη νεκρική χώρα κι εσύ στη ζωή» μου χαμογέλασε, «κοίτα αυτή» μου έδειξε μια φωτογραφία που δεν είχα ξαναδεί, η μαμά μου, η Κατίνα με την αγαπημένη φίλη της, τη Μαρία, «κοίτα πίσω τι γράφει» τη γύρισα 17/1/1947, «η μέρα που παντρεύτηκαν, σαν σήμερα πριν σαράντα χρόνια», «κι έμεινα εγώ, να τους θυμάμαι και να σου λέω τις μικρές αναμνήσεις απ’ τις ζωές μας, φουρτουνιασμένα χρόνια», «μαμά ποιός ήταν ο προδότης; γιατί ποτέ δεν μου τον είπες; τον έμαθες ή είναι άγνωστος;» πήρε τη φωτογραφία στα χέρια της, την έφερε πάνω στην καρδιά της, έκλεισε τα μάτια «Μαρία μου» έκλαιγε, τα χείλια της μιλούσαν σιωπηλά, τις άφησα μόνες, το βράδυ έμπαινε απ’ το παράθυρο, σκιές γίνηκαν όλα.

Το ανσασέρ αργούσε να κατέβει κι είχα αφήσει το μωρό με τον Θάνο, ανέβηκα τα σκαλιά και λαχανιασμένη άνοιξα τη πόρτα του διαμερίσματος, ησυχία, μπήκα στο σαλόνι και τον είδα να κλαίει, «Θάνο η μικρή; τί έχεις;» δεν μου απάντησε, έτρεξα στη κρεββατοκάμαρα, η μικρή μου κοιμόταν, την σκέπασα, έβγαλα το παλτό μου και γύρισα στο σαλόνι. Σηκώθηκε απ’ το καναπέ και του έπεσε το βιβλίο που είχε στα γόνατα του, μια φωτογραφία ήταν στο πάτωμα, σκύβω να την πάρω και μου την παίρνει απ’ τα χέρια αλλά την είδα «πού βρήκες αυτή την φωτογραφία;» κάθησε κάτω κι άρχισε πάλι να κλαίει, του παίρνω τη φωτογραφία και όλα άρχισαν να γυρίζουν, κάθησα απέναντι του στη πολυθρόνα, «αυτή τη φωτογραφία την βγάλαμε με την Μαρία, τη μέρα του γάμου της αδελφής μου με τον Γιάννη, σαν σήμερα ήταν, πώς βρέθηκε στα χέρια σου;» προσπαθούσα να ηρεμήσω τις σκέψεις μου σαν αφρισμένο ποτάμι κυλούσαν, σαν να περίμενα χρόνια αυτή τη στιγμή, πήρα μια αναπνοή «κοίταξέ με μπορείς;» δεν σήκωσε το κεφάλι του «είχες έρθει στο σπίτι της Μαρίας μετά από δυο μέρες που τους είχαν συλλάβει και είχες πει, καλύτερα που τους συνέλαβαν γιατί θα είχαν πνιγεί στο ναυάγιο του Χειμάρρα, το θυμάσαι;» αμίλητος κι όσο τον έβλεπα έτσι τόσο το ποτάμι αγρίευε μέσα μου «ευτυχώς μας είπες, ήμασταν εκεί κι οι τέσσερις, οι μητέρες κι εγώ με την Μαρία, θα τους σώσουμε απ’ τα κρατητήρια, θα βάλουμε δικηγόρο, αυτά μας έλεγες κι εγώ και οι μάνες σε πιστεύαμε και σ’ είχαμε για Θεό, μόνο η Μαρία σε είπε, προδότη, κι εμείς της βάλαμε τις φωνές, σε ρώτησε γιατί τους πρόδωσες, το θυμάσαι; γιατί Θάνο; τους πρόδωσες; γιατί;» είχε κρύψει το πρόσωπό του με τα δυο χέρια κι έκλαιγε σιωπηλά «η σιωπή σου δείχνει την ενοχή σου; μίλα μου» τίποτα, όλα τα γεγονότα εκείνης της εποχής περνούσαν σαν ταινία μπροστά απ’ τα μάτια μου «δεν τους έσωσες όμως Θάνο, δικάστηκαν και καταδικάστηκαν σε θάνατο κι εσύ μας έλεγες ότι έτρεχες, ότι έκανες ότι μπορούσες, το μόνο που κατάφερες ήταν να μας τους φέρεις νεκρούς για να τους θάψουμε δίπλα στο μνήμα του πατέρα μου, ευτυχώς που είχε πεθάνει πριν το πόλεμο και δεν έζησε ότι ζήσαμε εμείς και δεν μας πέρασε ούτε στιγμή τότε απ’ το μυαλό, πώς το κατάφερες αυτό; αλλά θα ήταν το αντάλλαγμα της προδοσίας σου, η Μαρία δεν ήθελε να σε βλέπει, σε μισούσε και μέχρι τη τελευταία μέρα που έφυγε για το βουνό, μου έλεγε ότι είσαι προδότης και να σε προσέχω κι εγώ, σ’ ερωτεύθηκα».

Το δωμάτιο γέμισε με φιγούρες, οι αγαπημένοι μου ήρθαν όλοι δίπλα μου, χείμαρρος οι λέξεις που ήθελαν να τον πνίξουν «όλοι όσοι αγαπούσα χάθηκαν εξαιτίας σου, δυο μάνες που δεν άντεξαν το χαμό των παιδιών τους, η Μαρία κι ο πατέρας της σκοτώθηκαν στο βουνό, μετά από χρόνια που ψάχναμε και πάλι εσύ τους βρήκες και τους βάλαμε μαζί με τους άλλους, σε παρακαλώ πες μου αυτό μόνο, η Μαρία αλήθεια σκοτώθηκε ή διέφυγε σε άλλη χώρα; σε παρακαλώ αυτό μόνο» πάντα ήθελα να πιστεύω ότι είχε καταφέρει να φύγει, δεν ήθελα να πιστέψω ότι σκοτώθηκε, επειδή με τύλιγαν οι τύψεις που δεν είχα φύγει μαζί της και ζούσα. Κούνησε το κεφάλι του, ναι «πόσο δίκιο είχε, γιατί; θα μου πεις;» η μικρή άρχισε να κλαίει «δειλός ήσουν; και είσαι δειλός, αφού δεν μιλάς και δεν με κοιτάς, δικηγόρος του διαβόλου» σηκώθηκε να πάει στο δωμάτιο που ήταν η κόρη μας και τότε δεν ξέρω που βρήκα τη δύναμη και τον σπρώχνω με μίσος «προδότη, φύγε, δεν θα την πάρεις αγκαλιά, ποτέ, δε θα την δεις ξανά όσο περνάει απ’ το χέρι μου, δικηγόρος εσύ, μάνα εγώ» έκανε πίσω κι ακούμπησε στο τοίχο, προχώρησα στο διάδρομο, κοντοστάθηκα και χωρίς να γυρίσω να τον κοιτάξω, ήρεμα του είπα,
«Μαρία θα την βαπτίσω. Μαρία την λένε».

Ο τίτλος του κειμένου είναι ο πρώτος στίχος
από το ποίημα του Γεωργίου Βιζυηνού, Αποχωρισμός.

Η αναγνώστρια της ΟΔΟΥ εξέφρασε την επιθυμία  να υπογράψει με ψευδώνυμο.

Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 26 Ιανουαρίου 2017, αρ. φύλλου 870




1 σχόλιο:

  1. Ανώνυμος12/7/17

    Είμαι σε δίλλημα αυτή την στιγμή...Του Νοέμβρη κλειδαριές...ή Φουρτούνιασεν η θάλασσα....και τα δύο!(να σημειώσω ότι με το δεύτερο έχασα τον ύπνο μου)

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ