23.3.18

Marilena Nik: Όταν έρχονται τα σύννεφα




Ανάβω τσιγάρο, το κεφάλι μου πάει να σπάσει, νοιώθω το κορμί μου τσιτωμένο, μπροστά μου ένας χοντρός φάκελλος ανοικτός, ανακατεμένα χαρτιά και φωτογραφίες, ένα σκούρο βλέμμα με παρακολουθεί, απ’ το παράθυρο μπαίνει ο φθινοπωρινός αέρας κι ο συννεφιασμένος ουρανός. Σύννεφα διαβατάρικα αλλάζουν σχήματα, τα χαζεύω να πυκνώνουν, να φεύγουν, άλλα πίσω απ΄τα βουνά κι άλλα να διαλύονται σε μικρότερα, πιο μικρότερα, να χάνονται.
Φτιάχνω έναν ακόμα καφέ ζεστό, κάθομαι στο γραφείο μου, τακτοποιώ τα χαρτιά, δεν βολεύομαι, βλέπω τη βιβλιοθήκη μπροστά μου κι αριστερά το παράθυρο, μετακινώ το γραφείο μπροστά στο παράθυρο, κάθομαι… κι άλλο τσιγάρο, τα παρατηρώ… «τί έχουν; τί βλέπει σ’ αυτά, που εγώ δεν βλέπω;» μονολογώ.

«Από μικρή ήταν ονειροπαρμένη, καθόταν κάτω απ’ τη κερασιά και κοιτούσε ψηλά τα σύννεφα με τις ώρες...»
«Σταματούσε να παίζει μαζί μας μόλις έβλεπε τα σύννεφα, δεν της μιλούσαμε...»
«Παλιοκόριτσο, ατίθασο αλλά με τέτοιο πατέρα, τί να περιμένεις;»
«Ήταν η καλύτερη φίλη μου, είχα συνηθίσει, όταν έρχονταν τα σύννεφα, δεν μιλιόταν...»
«Καλή μαθήτρια, επιμελής αλλά όταν έβλεπε τα σύννεφα, έφευγε απ’ την αίθουσα, καθόταν στο προαύλιο αμίλητη και τα κοιτούσε...»
«Μερικές φορές τους μιλούσε, έκλαιγε, χόρευε, γελούσε, με τα περαστικά σύννεφα...»
«Την κοροϊδεύαμε όπου την βρίσκαμε, σαν χαζή κοιτούσε τα σύννεφα...»
«Έχασε τη μητέρα της πολύ μικρή, παντρεύτηκε γρήγορα ο πατέρας της, κακιά μητριά και πιο κακός πατέρας, πέντε παιδιά, δύσκολη ζωή...»
«Της είχαν βρει γαμπρό, να την δώσουν, έναν μπακάλη απ’ την πόλη, την περνούσε κάποια χρόνια αλλά δεν θα πεινούσε...»
«Το είχα ακούσει κι αυτό, θέλανε να την παντρέψουν, δεν είχε κλείσει τα δεκατέσσερα, θα βολευόντουσαν όλοι...»
«Μ’ ένα γέρο ήθελαν να την κουκουλώσουν, να γεμίσουν την κοιλιά τους...»
«Ποιός να την έπαιρνε; Ποιός νέος; Ξεβράκωτη ήταν, μόνο στον γερολιγδιάρη που ‘ρθε απ’ την πόλη και δεν τους ήξερε...»
«Είχαν ορίσει και ημερομηνία για τον γάμο αλλά...».


Σηκώνω το ακουστικό του τηλεφώνου, μια φωνή βραχνή μου απαντά «της φορέσαμε το φόρεμα που της πήρατε γιατρέ, ναι, και πλύθηκε και χτενίστηκε, σας περιμένουμε»... στο διάδρομο με περιμένει η δεσμοφύλακας, μου ανοίγει την σιδερένια πόρτα, την βλέπω να κάθεται στην άκρη του κρεβατιού της, πόσο άλλαξε με το φόρεμα, ένα απλό γκρι φόρεμα με λευκούς ρόμβους και μια μαύρη μπλούζα από μέσα, τα μαλλιά της κοτσίδα και τα μάτια της μαύρα μαργαριτάρια... «Αγγελικούλα πάμε μια βόλτα στο προαύλιο, να δεις και τα σύννεφα;» το παράθυρο είναι ψηλά και δεν μπορεί να τα δει όσο κι αν σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της «έρχονται τα σύννεφα;» με ρωτάει σιγανά και μ’ ακολουθεί σαν αδέσποτο σκυλάκι που ψάχνει μια ζεστή συντροφιά.
Νοιώθω το λεπτό χέρι της να σφίγγει το μπράτσο μου όταν βγαίνουμε στην αυλή, τα δέντρα ντυμένα στα φθινοπωρινά χρώματα ρίχνουν τα φύλλα τους στο πέρασμα του αγέρα αλλά αυτή δεν έχει μάτια παρά μόνο για τα σύννεφα.

Κοιτάζει ψηλά και γυρίζει σιγά σιγά ένα γύρο σαν κάτι να ψάχνει, «τί βλέπεις Αγγελικούλα στα σύννεφα;» μου δείχνει με το δάχτυλο «να εκεί, δυο γατάκια που παίζουν» κοιτάζω εκεί που μου δείχνει, δεν μπορώ να ξεχωρίσω τα σχήματα «να κι εκεί ένας κύκνος στη λίμνη» προσπαθώ να συγκεντρωθώ εκεί που μου δείχνει «κι εκεί φιλιούνται, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι, τα μαλλιά της είναι μακριά» κατεβάζω το βλέμμα μου και παρατηρώ αυτήν, μια φωτεινή γαλήνη τυλίγει το χαμογελαστό πρόσωπό της, τα μάτια της χαμένα μέσα στα φευγάτα σύννεφα, ξαφνικά βγάζει μια αδύνατη κραυγούλα «ήρθε» και κάθεται στο ξύλινο παγκάκι «μαμά»... ανατριχιάζω και κάθομαι δίπλα της, μιλάει βουβά, τα μάτια της πετούν χρυσές αχτίνες, ένα ρίγος με διαπερνά, το χέρι της ακουμπάει το δικό μου, η ένταση αυτής της στιγμής γεμίζει κάθε ανοικτό πόρο του σώματος μου.
Κλαίει σιωπηλά «ναι μαμά μου, θα της το πω, έφυγε, κρυώνω»... επιστρέφουμε προς το κτήριο, μπροστά μου η μικρή βαδίζει σκουπίζοντας τα δάκρυα της και πίσω εγώ, εντελώς χαμένη ν’ αναρωτιέμαι «τί να’ ναι όλο αυτό;».

Μπαίνει στο θάλαμο, μου πιάνει τρυφερά τα χέρια, το βλέμμα της σκοτεινιάζει «έπρεπε να τον είχες σκοτώσει για να μη σου έκανε κακό, όπως έκανα εγώ, αυτό θέλει να σου πω», «ποιόν;» ψιθυρίζω, η καρδιά μου ανταριασμένος ουρανός... «τον πατέρα σου» μ’ απαντά με λυγμό «μη φοβάσαι πια, θα μας προστατεύει και τις δύο η μαμά μου»...
Δεν έχω φωνή, προσπαθώ αλλά δεν βγαίνει ήχος, σαν να με χτύπησε αστροπελέκι, φεύγω γρήγορα, τρέχω έξω στην αυλή...
Πεθαμένη που κάθεται σ΄ ένα παγκάκι, ψάχνω τις τσέπες μου για τσιγάρο, δεν τα πήρα μαζί μου, τα μάτια μου καίνε, κοιτάζω ψηλά, έρχονται τα σύννεφα...
Θέλω να ουρλιάξω...


(*) Η αναγνώστρια της ΟΔΟΥ εξέφρασε την επιθυμία να υπογράψει με ψευδώνυμο

Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 21 Σεπτεμβρίου 2017, αρ. φύλλου 902

1 σχόλιο:

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ