Παρακολουθώντας κανείς συστηματικά τις Συνταγματικές Αναθεωρήσεις από το 1975 κι εντεύθεν, μένει με την εντύπωση ότι μας έχουν εγκαταλείψει προ καιρού, οι ψυχρές αρετές της Δημοκρατίας.
Ο Καταστατικός Χάρτης μιας χώρας, (θα έπρεπε να) είναι ένα λιτό κείμενο αρχών και διακηρύξεων που όπως το συνόψισε καίρια ο δάσκαλος Αριστόβουλος Μάνεσις αποτυπώνει συσχετισμούς κοινωνικής ισχύος στην ιστορική και πολιτική διαδρομή τους. Είναι με απλά λόγια, ό,τι λιγότερο μπορούν να παραχωρήσουν οι κυρίαρχες κοινωνικά τάξεις και ό,τι περισσότερο μπορούν να κατοχυρώσουν όσοι συνωστίζονται «στο ισόγειο». Όθεν, δεν είναι μια πολιτικά αναίμακτη διαδικασία. Έχει βαθύτατα ιδεολογικό περιεχόμενο. (σε μια ασυνάρτητη χώρα σαν την δική μας, βέβαια, όπου τα ταξικά όρια έχουν δραματικά αλλοιωθεί και στην θέση τους εμφανίζονται ως ισχυρά κοινωνικά υποκατάστατα οι κάθε είδους συντεχνίες, αναπόφευκτα σχεδόν, έχουν παραμορφωθεί και αυτοί οι τυπικοί κανόνες).
Μπροστά στην ασυγχώρητη αδυναμία τους να αυτορυθμιστούν με απλούς κανόνες δικαίου, οι στυλοβάτες του πελατειακού κράτους, κατάφεραν απερίσκεπτα να αναγάγουν τα πάντα σε άκαμπτους κανόνες συνταγματικής περιωπής.
Σχεδόν μοιραία, φτάσαμε σε μια κατάσταση θεσμικής ασφυξίας, όπου ιδίως τα αυτονόητα, όπως για παράδειγμα η ποινική δίωξη ενός υπουργού ή ενός βουλευτή ακόμα και για εξόφθαλμα ποινικές παραβάσεις, να έχει καταστεί απαγορευτική.
Κάθε φορά που ξεκινά στο Κοινοβούλιο μια Αναθεωρητική διαδικασία, η κοινή γνώμη, όπως τα νερά της παλίρροιας, αποσύρει ατάραχη το ενδιαφέρον της.
Πρόκειται για τυπικό σύμπτωμα της κόπωσης των πολιτών από τις κομματικές υπερβολές που χαριεντίζονται ασύγγνωστα με τους Θεσμούς και καταλήγουν να προσγειώνονται πανηγυρικά στη θεσμική ελαφρότητα. Σε αυτές τις συνθήκες, παράπλευρη, αλλά, όχι αμελητέα συνέπεια είναι η ολέθρια καταρράκωση του Συνταγματικού Πατριωτισμού.
Και αυτό μάλιστα, σε μια χώρα με νωπή ιστορική μνήμη, όπου το περίφημο «114» το ακροτελεύτιο άρθρο σε παλαιότερα Συντάγματα, έγινε φλογερό σύνθημα και δημοκρατικό ανάχωμα πυρπολώντας τις ψυχές του λαού και ειδικά της νεολαίας.
Η ιερή ανάθεση: «Η τήρησις του παρόντος Συντάγματος επαφίεται εις τον πατριωτισμόν των Ελλήνων», που παρέπεμπε τότε σε έναν λησμονημένο σήμερα κοινοτισμό, υψώθηκε την δεκαετία του ΄60 σε εγερτήρια ηθική επιταγή και έγινε ακμαία ιαχή αντίστασης απέναντι στο ξενοκίνητο Παλάτι και σε ένα εκδικητικό και μισαλλόδοξο (παρα) Κράτος.
Είναι γεγονός, ότι ο Κωνσταντίνος Καραμανλής στην Αναθεώρηση του 1976, αμφίβολος για το αν θα παραμείνει πρωθυπουργός ή θα μεταπηδήσει, όπως και έκανε τελικώς στην Προεδρία, έδωσε την απειλητική δυνατότητα στον Πρόεδρο να διαλύει τη Βουλή, όταν διαπιστώνει προνομιακά δυσαρμονία με το λαϊκό αίσθημα ή αν έκρινε ότι η σύνθεσή της, δεν εξασφάλιζε κυβερνητική σταθερότητα.
Η επιλογή όμως του Ανδρέα Παπανδρέου στην Αναθεώρηση του 1986 να τον αποψιλώσει από κάθε παρεμβατική αρμοδιότητα, περιόρισε τον ένοικο των σκιερών ενδιαιτημάτων της Ηρώδου Αττικού στα προβλέψιμα όρια ενός αποστειρωμένου συμβόλου συλλογικής σοφίας και πατρικής καταλλαγής των παθών. Α, και απαραίτητο Τελετάρχη οσάκις αποφοιτούν οι Ευέλπιδες και χρειάζονται να παραλάβουν τα ξίφη τους…
Αλλά τότε για ποιον λόγο να συνδέεται η αποτυχία εκλογής του, μετά από τρεις ψηφοφορίες με το ασύμμετρα απειλητικό ενδεχόμενο της διάλυσης της Βουλής; Η απώτερη επιδίωξη των κομμάτων, ήδη μας γνέφει με συγκατάβαση…
Τα κόμματα εξουσίας δεν επιδιώκουν τη συναίνεση. Την εκβιάζουν. Και εντάσσουν την προεδρική εκλογή στον βραχύβιο κι ανομολόγητο σχεδιασμό τους. Απόδειξη η επεισοδιακή εκλογή των περισσότερων Προέδρων Δημοκρατίας που ενθουσίασαν μεν, τους κομματικούς στρατούς αλλά, κάποιες στιγμές, όπως έχει εξομολογηθεί ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, αναφερόμενος στα επιτηδευμένα «βεραμάν» ψηφοδέλτια της εκλογής Σαρτζετάκη, τους έφεραν πάνοπλους, μπροστά στα τείχη του εθνικού διχασμού.
Από την άλλη, η αφυδάτωση της πολιτικής επιρροής του Προέδρου, μολονότι, όσοι από αυτούς είχαν ταλέντο, φρόντισαν έντεχνα να την αναβαθμίσουν- ποιος ξεχνά τον ακέραιο και ανεπίληπτο Κωστή Στεφανόπουλο να υποχρεώνει τον Κλίντον σε δημόσια συγγνώμη για την επιβολή της χούντας που έφερε την προδοσία της Κύπρου από τους προπάτορες των σημερινών εκπροσώπων του Ναζισμού;- προκάλεσε βαθμηδόν σοβαρή αλλοίωση, οξειδώνοντας τις θεμελιώδεις αρχές του Πολιτεύματος.
Το θεσμικό εκκρεμές, έγειρε μονόπαντα στο πρωθυπουργικό γραφείο, γύρω από το οποίο συγκεντρώθηκαν σταδιακά, όλες οι εξουσίες. Στα κομματικά ρετιρέ, γνωρίζουν καλά, ότι τόσο η Νομοθετική εξουσία, δηλαδή, η Βουλή, η οποία κατά το Σύνταγμα είναι αρμόδια να νομοθετεί, όπως και η Δικαιοσύνη η οποία μόνο θεωρητικά είναι ανεξάρτητη, έχουν μεταμορφωθεί, όπως οι «ανίδεοι και χορτάτοι» σύντροφοι του Οδυσσέα, σε ταπεινούς κομιστές της εσθήτας της παντοδύναμης Κίρκης- Εκτελεστικής εξουσίας.
Το υποβαθμισμένο και έρημο στις περισσότερες συνεδριάσεις Κοινοβούλιο, ο κατ΄ εξοχήν εκφραστής της λαϊκής κυριαρχίας, επικυρώνει μηχανικά και με ανυπόφορα πληκτικό στόμφο και φλυαρία, αποφάσεις που λαμβάνονται σε κέντρα ελεγχόμενης θεσμικής νομιμοποίησης, την ώρα που ένα σκοτεινό και βαθύ αίσθημα αδικίας κατακλύζει ενδημικά την αμήχανη χώρα. Δεν πρόκειται για πρωτότυπες διαπιστώσεις. Κάθε φορά που η Βουλή συζητά τον ετήσιο προϋπολογισμό της, μπορεί καθένας εύκολα παρακολουθώντας από τα θεωρεία, να συνθέσει ένα ατομικό ανθολόγιο από παρόμοιους αφορισμούς.
Στον δημόσιο βίο, ειδικά από τότε που η Ελλάδα εισήλθε πλησίστια στα σκοτεινά νερά της οικονομικής κρίσης και το Σύνταγμα κατάντησε φθαρμένο υποπόδιο στην εξώπορτα των δανειστών, πλήθυναν οι φωνές, όσων υποστηρίζουν ότι το πραγματικό πρόβλημα της χώρας, δεν είναι κυρίως οικονομικό, αλλά, βαθύτατα πολιτικό.
Γιατί, η πολιτική ηγεσία, που μετεωρίζεται αενάως μεταξύ ουρανού και γης όπως τα ξεκούρδιστα αλογάκια του Λούνα-Παρκ, εκτός από ιδιοτελής, είναι ανήμπορη να θέσει θεμελιώδη και υπαρξιακά ερωτήματα για το Έθνος και να δώσει βιώσιμες απαντήσεις σχεδιάζοντας ζωτικές προβολές σε ένα μέλλον όλο και πιο αβέβαιο.
Στην πραγματικότητα, σε κανένα άλλο ευρωπαϊκό Σύνταγμα δεν υπάρχει τέτοια καταθλιπτική επιβολή της πλειοψηφίας και αντίστοιχα, τόσο άνιση μεταχείριση της Αντιπολίτευσης. Αυτή η Δημοκρατία, όμως, όσο κι αν ο όρος της συναίνεσης δεν λείπει από το ρεπερτόριο κανενός αστικού κόμματος που σέβεται τον εαυτό του, δεν είναι Δημοκρατία των συνθέσεων.
Είναι μια Δημοκρατία, όπως αναγνωρίζουν και οι ίδιοι οι εκφραστές της, που αγωνίζεται να κρατήσει ή να κατακτήσει πάση θυσία και χωρίς ενοχλητικά αντίβαρα, την πλειοψηφία. Ο βουλευτής βέβαια, έχει απεριόριστο δικαίωμα γνώμης και ψήφου κατά συνείδηση. Απλώς, όταν έρχεται η ώρα της ψηφοφορίας, επιβάλλεται σκαιά η σιδερένια κομματική πειθαρχία που καταλύει την ελεύθερη διαμεσολάβηση των συνειδήσεων και οι Συνταγματικές προβλέψεις, παύουν να έχουν εμπράγματες αντιστοιχίες
Παρά τον ρητό Συνταγματικό κανόνα, οι κάλπες ποτέ δε στήνονται στην ώρα τους, αλλά, όποτε βολεύει το κυβερνών κόμμα, ο εκλογικός νόμος προκύπτει συνήθως με σκοπό να καταλάβει «εξ εφόδου» και να αναχαιτίσει τη φόρα του αντιπάλου και η πόλωση συσπειρώνει τους μεγάλους, οπότε η δημιουργική πολυφωνία μαζεύει σεμνά τις αποσκευές της και κόβει ρόδα μυρωμένα.
Οι υποθέσεις, είναι συνήθως το καλύτερο υπνωτικό της Δημοκρατίας, αλλά, αξίζει τον κόπο να φανταστεί κανείς ένα πολιτικό τοπίο, όπου θα υπήρχαν κυβερνήσεις συνεργασίας, κόμματα και πολιτικοί που θα υπερέβαιναν επινοημένες διαφορές και θα χτίζονταν ευρείες συναινέσεις στηριγμένες πάνω σε αρχές ικανές να υπερασπιστούν δημόσια αγαθά και αξίες όπως η Παιδεία, η Υγεία, ο Χωροταξικός σχεδιασμός, η προστασία της γης και του Περιβάλλοντος, η Άμυνα και η Ασφάλεια της χώρας που θα οδηγούσαν, μαζί με τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις στην Δικαιοσύνη και το ληθαργικό Δημόσιο, σε ένα υψηλότερο επίπεδο οργάνωσης του οικονομικού και κοινωνικού μας βίου.
Συνεπώς, η κρίση του πολιτικού συστήματος, αν θέλει κανείς να κατοικεί στα λόγια του, δεν είναι ένα κακό συναπάντημα με το τυχαίο, ούτε και προέκυψε ανεπαίσθητα, σαν χτύπημα κάποια βαρειάς μοίρας. «Μητέρα όλων των διαρθρωτικών αλλαγών», στην παραπαίουσα κι αδέσποτη ελληνική κοινωνία, είναι ο εκσυγχρονισμός του πολιτικού συστήματος και η εκλογίκευση των όρων του πολιτικού και εκλογικού ανταγωνισμού.
Ακολουθώντας το άθλιο παράδειγμα των προκατόχων του, ο Τσίπρας οδηγεί σε μια ακόμα άτολμη και πλαδαρή Αναθεώρηση που ξεχειλίζει από κομματικές σκοπιμότητες πασπαλισμένες με μπόλικες δόσεις αφόρητα υποκριτικής ρητορείας και κάλπικης «αριστεροσύνης». Στο απυρόβλητο ο χωρισμός Εκκλησίας- Κράτους, ανέπαφο το άρθρο 16 που όχι μόνο απαγορεύει την ίδρυση μη κερδοσκοπικών Πανεπιστημίων, αλλά, εμποδίζει και την λειτουργία των κατ΄ όνομα Δημόσιων, λειψή Αναθεώρηση του νόμου περί ευθύνης υπουργών, γιατί ο φόβος φυλάει τα έρμα, λάφυρο και πάλι η Δημόσια Διοίκηση, άθικτο και το 110 που επιβάλλει τόσο άκαμπτη και βραδυκίνητη αναθεωρητική διαδικασία, ακόμα και όταν οι ραγδαίες αλλαγές στη ζωή, χλευάζουν κατάστηθα τον θεσμικό ακκισμό και την αστήρικτη αυταρέσκεια αναχρονιστικών Συνταγματικών διατάξεων.
Δύο αιώνες μετά την Επανάσταση του ‘21, η Ελλάδα δεν έχει καταφέρει ακόμα τον αστικό εκσυγχρονισμό της. Θα αργήσει κατά τα φαινόμενα και αυτήν τη φορά. Όπως όλα πλέον στη χώρα…
Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 21 Φεβρουαρίου 2019, αρ. φύλλου 974
Τελικά όλο και πιο πολύ φλερτάρω με το σύνθημα των φρικιών: να καεί,να καεί,το μπουρδέλο η βουλή......
ΑπάντησηΔιαγραφήΈρρωσθε κοινοβουλευτικοί και μη
Δημήτριος Αγιασοφίτης
Βρε δεν πα να φλερτάρεις όσο θέλεις... Άμα δε σε θέλει... θα τη φας τη χυλόπιτα.....
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλή ανάρρωση αντιδημοκράτες!