Η αρχαία Μακεδονία βρισκόταν πάντοτε στα όρια της σημερινής ελληνικής Μακεδονίας με ελάχιστες διαφορές. Οι βορειότερες περιοχές του κράτους των Σκοπίων ―η Παιονία και η Δαρδανία― δεν ανήκαν στη Μακεδονία. Ένα μικρό μέρος στα νότια της χώρας της FYROM (αρχαία Πελαγονία με αρχαίους κατοίκους τους Πελαγόνες που ήταν Ηπειρωτικό φύλλο) μετά από κατακτητικό πόλεμο υπήχθηκε στο κράτος του Φιλίππου αλλά από γεωγραφική άποψη παρέμενε ως Πελαγονία.
Την εποχή της Οθωμανικής αυτοκρατορίας στη γεωγραφική περιοχή της Μακεδονίας κατοικούσαν Ρωμιοί με ελληνική εθνική συνείδηση (ελληνόφωνοι, σλαβόφωνοι και βλαχόφωνοι), Τούρκοι, Αλβανοί, Βούλγαροι, Σέρβοι, Αρμένιοι, Εβραίοι, Ρουμάνοι, αλλά και άλλοι λιγότεροι. Είναι γνωστό πως τότε οι Σλάβοι που κατοικούσαν στις περιοχές της γεωγραφικής Μακεδονίας αποκαλούνταν από τους Ευρωπαίους Βούλγαροι, λόγω παρόμοιας σχετικά γλώσσας.
Η Βουλγαρία ήδη από τα μεσα του 19ου αιώνα είχε αρχίσει σύντονη προσπάθεια βουλγαροποίησης της ιστορικής Μακεδονίας, με πρόσχημα και μέσον τη διαφοροποίηση του Βούλγαρου Αρχιεπισκόπου με τον τίτλο «Έξαρχος» από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Έτσι προέκυψε ο Μακεδονικός Αγώνας ο οποίος εντάθηκε τα χρόνια 1904-1908.
Στη συνθήκη του Βουκουρεστίου το 1913, με την οποία καθορίστηκαν τα σύνορα μετά τον Β’ Βαλκανικό πόλεμο, δεν αναφέρεται πουθενά η λέξη Μακεδονία. Τα αναφερόμενα από μερικούς συγγραφείς περί μιας κατανομής της Μακεδονίας κατά 55% στην Ελλάδα, 10% στη Βουλγαρία και 35% στη Σερβία, δεν είναι σωστά, γιατί το Σαντζάκι των Σκοπίων (βιλαέτι Κοσσυφοπεδίου) και σχεδόν το σύνολο της FYROM δεν ανήκε στην ιστορική Μακεδονία.
Μετά το 1920 άρχισε να αναφέρεται από κομμουνιστές ο όρος «Μακεδόνες», για σλαβοφώνους χωριών βόρειων περιοχών της ελληνικής Μακεδονίας και η ανάγκη «αυτονομίας της περιοχής» για ίδρυση «Σοβιετικής Δημοκρατίας των Βαλκανίων». Το 1934 αποφασίστηκε από την 3η κομμουνιστική διεθνή (Κομιντέρν) να επιδιωχθεί η συγκρότηση «Μακεδονικής Δημοκρατίας των Εργαζόμενων Μαζών» και το 1935 εκδόθηκε απόφαση να δημιουργηθεί ένα «Ενωμένο Ανεξάρτητο Μακεδονικό Κράτος». Γραμματέας της Κομιντέρν για τα βαλκανικά θέματα υπήρξε τότε ο Γιόσιπ Μπροζ Τίτο, μετέπειτα δικτάτωρ της Γιουγκοσλαβίας. Ο Ν. Ζαχαριάδης ως Γενικός Γραμματέας του ΚΚΕ ζητούσε ήδη από το 1925 τον σχηματισμό ενός «αυτοτελούς κράτους Μακεδονίας» (Ριζοσπάστης 27-1-1925).
Η 6η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ τον Ιανουάριο του 1934 καθόρισε ως υποχρέωση του κόμματος την απόσχιση της Μακεδονίας σε συνεργασία με τους Βουλγάρους». Τον Ιανουάριο του 1949 η 5η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ ψήφισε ομοφώνως την εισήγησή του Ν. Ζαχαριάδη για δημιουργία «Ανεξάρτητου Μακεδονικού Κράτους». Από τα παραπάνω φαίνεται ότι η δημιουργία κράτους «Μακεδονίας» με συνεπακόλουθα τη «Μακεδονική ταυτότητα και γλώσσα» αποτελούσε επιδίωξη των κομμουνιστών και του Τίτο, ο οποίος υπερφαλάγγισε τους Βουλγάρους και βρήκε αργότερα φανατική υποστήριξη στις αρκετές χιλιάδες Ελλήνων σλαβόφωνων και μη, που ως ηττημένοι του ελληνικού Εμφυλίου πολέμου βρέθηκαν μόνιμα εγκατεστημένοι στη επαρχία Βαρντάσκα της Γιουγκοσλαβίας και δρουν έκτοτε ως Γενίτσαροι.
Με τη λήξη της κομμουνιστικής ανταρσίας το 1949 η Ελλάδα υπήρξε πολύ εξαρτημένη και υποχρεωμένη στις ΗΠΑ λόγω της Αμερικανικής βοήθειας. Οι ΗΠΑ προσπαθούσαν να πάρουν τον Τίτο στο δυτικό στρατόπεδο και κατά συνέπεια «η Ελλάδα δεν έπρεπε να δημιουργεί προβλήματα στην περιοχή»! Εξάλλου η Βαρντάσκα που είχε ονομαστεί μετά το 1944 σε «Ομόσπονδη Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας», δεν εκφραζόταν σε διεθνείς οργανισμούς ως κράτος, αλλά ως τμήμα κράτους. Η διατήρηση καλών σχέσεων της Ελλάδας με τη Γιουγκοσλαβία του Τίτο ήταν πρακτικά μονόδρομος.
Μετά τη διάσπαση της Γιουγκοσλαβίας το 1992 δημιουργήθηκε η ψευδεπίγραφη «Δημοκρατία της Μακεδονίας». Το 1993 αναγνωρίστηκε στον ΟΗΕ ως προσωρινό όνομα το «FYROM» (Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας) και το 1995 υπογράφηκε η Ενδιάμεση Συμφωνία Αθηνών-Σκοπίων, την οποία συστηματικά παραβίαζαν μέχρι πρόσφατα οι γείτονές μας:
α) Προβάλλοντας εδαφικές βλέψεις κατά της Ελλάδας (χάρτες, βιβλία, διαδίκτυο), κατά παράβαση των άρθρων 2, 3, 4 και 7.1 της συμφωνίας.
β) Ενισχύοντας επεκτατικές διεκδικήσεις και υποδαυλίζοντας Σκοπιανά εθνικιστικά αισθήματα, κατά παράβαση του άρθρου 6.2.
γ) Χρησιμοποιώντας την ονομασία «Δημοκρατία της Μακεδονίας» και όχι FYROM στους διεθνείς οργανισμούς και στον ΟΗΕ, κατά παράβαση της σχετικής δεσμεύσεως στον ΟΗΕ (άρθρο 11.1).
Αυτή η επιλογή αποτελεί επιβίωση της πολιτικής του Τίτο και είναι σαφώς εχθρική και επεκτατική σε βάρος της Ελλάδας. Η δε κατασκευή φαραωνικών αγαλμάτων και η παγκόσμια προπαγάνδα περί απογόνων των αρχαίων Μακεδόνων στη FYROM, αν και οι Σλάβοι εγκαταστάθηκαν στη Βαλκανική χίλια χρόνια αργότερα, μόνο θυμηδία προκαλεί.
Επιθυμία της πλειονότητας των Ελλήνων (βλ. τα ογκώδη συλλαλητήρια και δημοσκοπήσεις) είναι ότι στο όνομα του κράτους αυτού δεν πρέπει να περιέχεται η λέξη Μακεδονία. Στο όνομα που συμφωνήθηκε στις Πρέσπες «Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας» είναι πλέον από βέβαιο ότι η λέξη «Βόρεια» θα παραλείπεται και θα χρησιμοποιείται η επιθυμητή από τους Σλάβους των Σκοπίων ονομασία «Μακεδονία».
Αν τα Σκόπια συμφωνούσαν σε ένα ουδέτερο όνομα που δεν θα έθιγε την Ελλάδα, τότε δεν θα υπήρχε πρόβλημα με εθνικότητα και γλώσσα. Όσο για τον «επεκτατισμό» ο οποίος καταχρηστικά αναφέρεται συχνά ως «αλυτρωτισμός», δεν μπορούμε να τον αποτρέψουμε, όσες πρόνοιες και αν υπάρχουν στη συμφωνία, γιατί κανείς δεν μπορεί να εμποδίσει τους δασκάλους στα σχολεία της FYROM να συνεχίσουν να είναι φορείς της ανθελληνικής προπαγάνδας τους.
Με τη Συμφωνία των Πρεσπών μόνο δεινά θα έχουμε να αντιμετωπίζουμε στο μέλλον. Τα απαράδεκτα στοιχεία της συμφωνίας έχουν επισημανθεί από πολλούς. Η ασυμφωνία του ονόματος της χώρας με την εθνικότητα και τη γλώσσα είναι ανήκουστη. Αλλά και η επιλογή του επιθετικού χαρακτηρισμού ως «Βόρεια» είναι η χειρότερη. Χίλιες φορές προτιμότερη ονομασία θα ήταν το Novomacedonia σε μια λέξη, με εθνικότητα και γλώσσα αντίστοιχες μονολεκτικές ονομασίες. Αλλά ο υπουργός Εξωτερικών κ. Κοτζιάς τους έδωσε το δικαίωμα να διαλέξουν ένα από τα ονόματα που πρότεινε ο μεσολαβητής κ. Νίμιτς και διάλεξαν φυσικά το καλύτερο για αυτούς. Το λογικό θα ήταν ως συνέπεια να ονομαστούν η εθνικότητα και η γλώσσα τους «βορειομακεδονικές». Εδώ έγινε άλλο ένα ατόπημα για το οποίο δεν χρειάζονται περαιτέρω επεξηγήσεις και δεν χωρούν δικαιολογίες.
Συμπερασματικά: η συμφωνία των Πρεσπών είναι μια εξέλιξη που αποτελεί ήττα της Ελλάδας και πηγή μελλοντικών προβλημάτων. Η συνέχιση του επεκτατισμού μέσω της εθνικότητας και γλώσσας, η χρήση των λιμανιών της Θεσσαλονίκης και Καβάλας, καθώς και δικαιώματα στη θάλασσα (Αλιεία, ΑΟΖ) είναι τα σοβαρότερα. Η αλλαγή των ονομασιών κρατικών οργανισμών, των εμπορικών οίκων και προϊόντων (τώρα αναφέρονται ως Μακεδονία, και Μακεδονικά) είναι επίσης πολύ σοβαρά ζητήματα.
Τέλος τίθεται θέμα φαλκίδευσης της αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας στη χώρα μας, μια που για ένα τόσο σοβαρό θέμα δεν υπήρξε καμιά μνεία προεκλογικώς στις εξαγγελίες και τα debate των κομμάτων. Για θέματα δημοσιονομικά (μνημόνιο 2ο για τα οικονομικά) ο κ. Τσίπρας προσέφυγε ―αντισυνταγματικά― σε δημοψήφισμα. Για το ζήτημα της συμφωνίας με τα Σκόπια, που ουσιαστικά αποτελεί παραχώρηση εθνικής κυριαρχίας, ένα δημοψήφισμα είναι εκ των ων ουκ άνευ. Εν προκειμένω η κυβέρνηση ακολουθεί το καφενειακό επιχείρημα «δικό μου είναι το τάβλι και όπως θέλω το παίζω». Οι ευθύνες των πολιτικών της Ελλάδας όσον αφορά το ζήτημα της Συμφωνίας των Πρεσπών είναι τεράστιες για το μέλλον της χώρας. Όσοι ψήφισαν στην ελληνική Βουλή τη Συμφωνία των Πρεσπών θα μείνουν στην ιστορία ως Εφιάλτες.
Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 7 Μαρτίου 2019, αρ. φύλλου 976
Σχετικά:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.