11.12.18

ΘΡΑΣΥΒΟΥΛΟΥ ΟΡ. ΠΑΠΑΣΤΡΑΤΗ: Ο ανθός της λίμνης [VI]


ΟΔΟΣ 13.7.2017 | 894


Στοιχεία για την ιστορία 

των Ελλήνων Καστοριανών Εβραίων


- στ' μέρος -

Οι καστοριανοί εβραίοι

στη λογοτεχνία


Πέραν των όσων ήδη έχουν σημειωθεί για το μεγάλο Καστοριανό λογοτέχνη Ηλία Παπαμόσχο⁶³, κάποιοι ακόμη Καστοριανοί λογοτέχνες θυμούνται στα γραπτά τους τη μεγάλη ιστορία των Καστοριανών Εβραίων.

Η Αθηνά Κανδύλη-Κότσια θυμάται τις τελευταίες ώρες του ραβίνου Σολομών Μεβοράχ με μια συγκλονιστική περιγραφή⁶⁴. «Μια συγκίνηση που άγγιξε βαθειά την ψυχή μου ένιωσα ένα βροχερό απόγευμα. Πολύ συχνά…ερχόταν στο ίδρυμα ένας σεβάσμιος γέρος, με άσπρα μαλλιά, άσπρο γένι και μαύρο καπέλο και έκανε μαθήματα, γαλλικά νομίζω, στη διευθύντρια. Πρέπει να ήταν κάποιο σημαίνον πρόσωπο, γιατί είδα μια μέρα το γιατρό μας να τον χαιρετάει με πολύ σεβασμό».

Και η Κανδύλη συνεχίζει: «Εκείνο το απόγευμα…πρόβαλε ο σεβάσμιος γέροντας, ακολουθούμενος από τη διευθύντρια… Όταν τους κοίταξα, είδα τα μάτια της διευθύντριας κόκκινα και πρησμένα από το κλάμα και το πηγούνι του γέροντα να τρέμει από την προσπάθεια που έκανε να μην ξεσπάσει σε αναφιλητά».

Και παρακάτω: «"Ευχαριστώ παιδί μου", άκουσα το γέροντα να μου λέει, όταν του έδινα την ομπρέλα, βάζοντας το χέρι του στο κεφάλι μου. Αυθόρμητα έπιασα το χέρι και το φίλησα και δυο σταγόνες βροχής κύλησαν στα μάγουλα μου…και κατάλαβα πως οι σταγόνες έβγαιναν από τα μάτια μου. Ύστερα ο γέροντας πήρε το χέρι της διευθύντριας και το φίλησε με ευλάβεια. “Θα σας θυμάμαι με απέραντο σεβασμό”, είπε».

Συγκλονισμένη η Κανδύλη, μικρή μαθήτρια τότε και οικότροφος στο Ορφανοτροφείο Καστοριάς, συνεχίζει: «Είχα καθηλωθεί δίπλα τους σαν μαγνητισμένη  από τη σχεδόν ιερή αυτή στιγμή…Τα βήματα του δάσκαλου απομακρύνονταν και τα δάκρυα της διευθύντριας μούσκευαν τη σιδερένια είσοδο... Ύστερα...μου είπε: "Οι Γερμανοί μαζεύουν όλους τους Εβραίους και ο δάσκαλος μου είναι ο πρώτος που κάλεσαν, σε τρεις ώρες πρέπει να παρουσιαστούν όλοι στο Γερμανό Διοικητή και ποιος ξέρει πού θα τους στείλουν"».


*  *  *


Η Εσθήρ Φράνκο, το βρέφος που γεννήθηκε την 1-4-1944 σε μαιευτήριο της Θεσσαλονίκης, όταν οι όμηροι Καστοριανοί Εβραίοι  βρίσκονταν προσωρινά στο στρατόπεδο του Χαρμάνκιοϊ και η αποστολή ήταν έτοιμη να ξεκινήσει για την Πολωνία – κόρη της Ρεβέκκας Πιτσιρίλλο και του Λεών Φράνκο - που σαν από θαύμα απέφυγε την εκτόπιση, αφηγείται τη ζωή της σε ένα συγκλονιστικό χρονικό που κινείται ανάμεσα στη βιογραφία και στη μυθοπλασία⁶⁵. Την ορφάνια, τη ζωή μέσα σε θετή  οικογένεια χριστιανών στην Τούμπα της Θεσσαλονίκης, τον κίνδυνο να χάσει την ταυτότητα της, τις ψυχικές επιπτώσεις της απώλειας της οικογένειας της και ολόκληρης της εβραϊκής κοινότητας.

Οι Εβραίοι της Καστοριάς ξεπροβάλλουν μέσα από τα ακούσματα, αλλά και ως «επικήδειος», όταν στα 1969, η Εσθήρ, «η εγγονή του Πέπο Πιτσιρίλλο και της Χανούς» χρειάστηκε να ξεκαθαρίσει την οικογενειακή περιουσία, δίνοντας αντιπαροχή το παλιό σπίτι, για να ξεκινήσει μια καινούρια ζωή.

Η Φράνκο δίνει και μια περιγραφή του παλιού εβραϊκού αρχοντικού της οικογένειας της, στην οδό Τσόντου Βάρδα 62, που «ήταν νεοκλασικό με τρεις ορόφους κι ένα κελάρι στο υπόγειο... ένα καλά εξοπλισμένο χαμάμ» στο οποίο τις Παρασκευές πήγαιναν πολλοί συγγενείς για να κάνουν μπάνιο, πριν από το Σαμπάτ.

»Ήταν αρχοντικό με «τις τέσσερις εισόδους, τους τοίχους με τα ζωγραφισμένα λουλούδια, τα παράθυρα με τα πουλάκια, το ταβάνι με το άστρο του Δαβίδ, τα πολλά φουρνάκια της κουζίνας, που άλλα ήταν για καθημερινή χρήση, άλλα μόνο για το Πέσαχ, τους τοίχους με τα ξυλόγλυπτα ντουλάπια…τα ρόπτρα στις εισόδους, το κελάρι, το χαμάμ με 3-4 δωματιάκια γύρω...».

Από όλα αυτά κράτησε ως ανάμνηση από τη χιλιόχρονη ιστορία «ένα κομμάτι από τις ξυλόγλυπτες ντουλάπες, το ρόπτρο της πόρτας, το Μαγκέν Νταβίντ του ταβανιού» και «ένα κομμάτι χαρτί, ούτε τρία εκατοστά, από ένα βιβλίο με εβραϊκούς χαρακτήρες»...⁶⁶


*  *  *


Ο στερνός Εβραϊσμός της Καστοριάς αποτυπώνεται μέσα από την ιστορία της Σάρας στο διήγημα "Επιτάφιος Θρήνος" της Χρυσούλας Πατρώνου – Παπατέρπου, που περιλαμβάνεται στη συλλογή διηγημάτων "Το κουφάδι"⁶⁷.  Στις ούτε καν τρεις σελίδες του διηγήματος, συμπυκνώνεται η ιστορία του ελληνικού εβραϊσμού.

Η Σάρα, «Ελληνίδα γνήσια σε όλα της», από φτωχή πολυμελή οικογένεια, έμαθε προπολεμικά την τέχνη της μοδιστικής. «Κάπου στα γύρω μέρη της Μακεδονίας είχε γεννηθεί και μεγαλώσει».  Δε μας δηλώνεται αν είναι η Καστοριά η γενέτειρα της Σάρας, όμως «Μεγάλη ήταν εκεί η εβραϊκή κοινότητα· με τα σχολειά της, τη συναγωγή της, τα ήθη και έθιμα της».

Η Σάρα παντρεύτηκε, αλλά η έλευση των Γερμανών την υποχρέωσε να ανέβει στα βουνά, όπου ο σύζυγος της είχε ενταχθεί σε αντιστασιακή οργάνωση, αντάρτης κατά των κατακτητών. Το τέλος του πολέμου έφερε τα μαντάτα: ο άντρας της χάθηκε στα βουνά, η μάνα και τα αδέλφια της, χαμένοι όλοι, έγιναν στάχτη στην Πολωνία.

Η Σάρα με την Παλόμπα, τη μικρή κόρη της, κατέβηκε στη μεγάλη πόλη  και παντρεύεται σε δεύτερο γάμο, έναν επιζήσαντα από τα στρατόπεδα του θανάτου, που «έψαχνε μια Εβραιοπούλα, για να κάνει οικογένεια, να ξαναρχίσει τη ζωή του, μήπως μπορέσει να απαλλαγεί από τους ολονύχτιους εφιάλτες».

Το διήγημα κλίνει με τη συμβολική συμμετοχή της Σάρας στον  Επιτάφιο  των Ορθοδόξων χριστιανών, όπου σοφά ο σύζυγός της δηλώνει: «Ποιος δικαιούται περισσότερο από μας να κλάψει τους νεκρούς του; Για όλους τους δικούς μας επιτάφιος είναι ο θρήνος».



*  *  *  


Ο Νώντας Τσίγκας στο "Μαύρο χιόνι"⁶⁸, συνδυάζει μεταφορικά το θρύλο που μεταφέρθηκε στη συλλογική μνήμη των Καστοριανών για την εκτόπιση των Εβραίων, με τους μετανάστες της Παγανής Λέσβου.

Κατά την προφορική παράδοση, τη μέρα που οι Γερμανοί μετέφεραν τους Εβραίους της Καστοριάς στη Θεσσαλονίκη με προορισμό το Άουσβιτς, οι Χριστιανοί συμπολίτες τους, την θυμούνται μέχρι σήμερα ως την μέρα που έπεσε μαύρο χιόνι. Παράδοση που παραπέμπει στις  μαύρες νιφάδες του χιονιού που έπεφταν από τον ουρανό, έχοντας δημιουργηθεί από τη καύση των κρατουμένων στα στρατόπεδα συγκέντρωσης.

Οι αναφορές βέβαια δεν γίνονται ευθέως στους Καστοριανούς Εβραίους, αλλά ο συνδυασμός της φρίκης είναι σαφής: στρατόπεδο συγκέντρωσης - κέντρο κράτησης προσφύγων. Νταχάου και Άουσβιτς - Παγανή.


*  *  *   


Στερνό στη λογοτεχνική αναζήτηση άφησα τον πρόωρα χαμένο  Γιώργο Γκολομπία. Ο Γκολομπίας στα διηγήματα του δεν αναφέρεται ευθέως στους Καστοριανούς Εβραίους. Όμως, το διήγημα του "Τον καιρό της εξόδου"⁶⁹ παραπέμπει αλληγορικά στην Εβραϊκή Κοινότητα της Καστοριάς.

Το παλιό εγκαταλελειμμένο σπίτι που «στέκονταν βουβό καθώς βράδιαζε», «τα ξύλα, όλα σα να ‘χανε χάσει το φως τους» παραπέμπουν στους απόντες. Η σχισμένη φωτογραφία στο πάτωμα, που «έδειχνε κάτι παλιούς μετανάστες, που νόμισαν ότι μ’ αυτήν θα έσωζαν ένα μέρος από τα χαμένα τους χρόνια», με «τ’ αγέλαστα κεφάλια τους μ’ εκείνα τα παράξενα γούνινα καπέλα» στους χαμένους Εβραίους παραπέμπει, διότι βεβαίως μετανάστες δεν υπήρχαν στην Καστοριά.

Στους Εβραίους παραπέμπει και η Έξοδος του τίτλου του διηγήματος: η βιβλική Έξοδος, το βιβλίο της Εξόδου, αλλά και η Έξοδος των Εβραίων από την Καστοριά το Μάρτιο του 1944. Ίσως γι’ αυτό οι επιμελητές της έκδοσης προέταξαν του διηγήματος αυτού τη φωτογραφία του ραβίνου της Καστοριάς Ισαάκ Μεναχέμ Ζαχαρία, που προέρχεται από το φωτογραφικό λεύκωμα που εξέδωσε ο Γκολομπίας με τις φωτογραφίες του μεγάλου Καστοριανού φωτογράφου Λεωνίδα Παπάζογλου, χάρις στο οποίο διασώθηκαν και έγιναν κοινό κτήμα τοις πάσι τόσο η ανωτέρω φωτογραφία, όσο και μια φωτογραφία με ζευγάρι Εβραίων της Καστοριάς με τις παραδοσιακές τους ενδυμασίες⁷º.

Ο Γκολομπίας τέλος, μας άφησε και μιαν ακόμη έκδοση που συνδυάζει την ποίηση των χρωμάτων μέσα από τους πίνακες του Καστοριανού ζωγράφου Βασίλη Παπαντίνα, όπου ανάμεσα στ’ άλλα αποτυπώνονται εικόνες της συνοικίας Εβραΐδας που δεν υπάρχουν πια, με κυριότερη την οδό Θεοχάρη με το αρχοντικό του ραβίνου Ισαάκ Ρούσο ή Χαμ Μερκάδο⁷¹.


-συνεχίζεται-


63. Θρ. Παπαστρατής, ό.π., σελ. 56-57.
64. Αθηνά Κανδύλη-Κότσια, Πονεμένα χρόνια, σελ. 57-58. Κατά την αρχική δημοσίευση της αφήγησης της Κανδύλη στην εφημερίδα «Το Βογατσικό» (φ. 88, Σεπτ.-Δεκ. 1993), ο εκδότης της εφημερίδας Γιώργος Γκολομπίας σημείωσε ότι επρόκειτο για το γιό του ραβίνου, το δάσκαλο Αβραάμ Μεβοράχ. Όμως η περιγραφή της Κανδύλη ταιριάζει περισσότερο με το γέροντα πατέρα του, ραβίνο της Κοινότητας, τη φωτογραφία του οποίου δημοσιεύει ο Π. Τσολάκης, Η Αρχιτεκτονική της παλιάς Καστοριάς, σελ. 154.
65. Εσθήρ Φράνκο, Το παιχνίδι των ρόλων και η δεύτερη γενιά του Ολοκαυτώματος, Γαβριηλίδης, Αθήνα 2010.
66. Εσθήρ Φράνκο, Το παιχνίδι των ρόλων, σελ. 108, 143-145.
67. Χρυσούλα Πατρώνου – Παπατέρπου, Το κουφάδι και άλλα διηγήματα, σελ. 75-78.
68. Νώντας Τσίγκας, Μαύρο χιόνι,  σποράδιν.
69. Γ. Γκολομπίας, Ψάχνοντας το χρυσάφι, σελ. 43-47.
70. Κ. Αντωνιάδης και Γ. Γκολομπίας (επιμ.), Λεωνίδας Παπάζογλου. Φωτογραφικά πορτραίτα από την Καστοριά και την περιοχή της την περίοδο του Μακεδονικού Αγώνα, σελ. 30, 57.
71. Γ. Γκολομπίας (επιμ.), Βασίλης Παπαντίνας. Διαδρομές στην παλιά Καστοριά, σελ. 55-60.



Φωτογραφίες: 

-Λεπτομέρεια τοιχογραφίας του «καλού δωματίου» από το αρχοντικό Σομαλιά επί της Εβραΐδος (νυν ιδιοκτησίας Γκουγκουλίτσα-Γιώρα). Το αρχοντικό έπεσε θύμα βανδαλισμού, κλοπής των τοιχογραφιών και τελικά εμπρησμού. Κατεστράφη ολοσχερώς ["εδώ"]. 

-Δεύτερη σελίδα (μόνο στην έντυπη έκδοση της ΟΔΟΥ): Η οικία του Μποχώρ Πιτσιρίλο στην Τσόντου Βάρδα 62.

1 σχόλιο:

  1. Εύγε στον Καστοριανό Θ. Παπαστρατή που γνωρίζει την Καστοριά καλύτερα από εμάς τους καταγόμενους Καστοριανούς. Για την Ιστορία ο κ. Παπαστρατής δεν είναι Καστοριανός αλλά αγαπά την Καστοριά. Και πάλι ΕΥΓΕ

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ